Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Η εξόρμηση του Μπάρι

Απόσπαμα από το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη, "Τα σκυλιά του αγίου Βερνάρδου"

 

 


Δεν ήξεραν πως τόσο γρήγορα τα γυμνάσματα για δήθεν χαμένους οδοιπόρους θα έπαυαν να είναι απλή εκπαίδευση. Πολύ γρήγορα χρειάστηκαν τα σκυλιά να παλέψουν και να σώσουν ανθρώπους.
Είχαν δεν είχαν ακόμα αναλάβει απ’ την περιπέτειά τους ο αδελφός Πιερ και ο Μπάρι, όταν ο καιρός, έτσι στα καλά καθούμενα, πήρε το χειρότερο. Το ραδιόφωνο μίλησε για «πρωτοφανή κακοκαιρία» -μια κακοκαιρία που εκατό χρόνια είχε να πλήξει την Ευρώπη – και έδωσε το δελτίο θυέλλης.
Από το τηλέφωνο, πριν ακόμα κοπεί και απομονωθούν οι καλόγεροι, ο ηγούμενος πήρε και την προσωπική συμβουλή του αστυνόμου της κοντινής πόλης να λάβουν μέτρα έκτακτης ανάγκης.
Με σύστημα, χωρίς πανικό, οι καλόγεροι οργάνωσαν την άμυνά τους στο κακό, που ώρα την ώρα θα χτυπούσε την περιοχή. Τα ζώα ασφαλίστηκαν, οι υδραυλικές εγκαταστάσεις ελέγχθηκαν, οι στέγες καθαρίστηκαν, οι αποθήκες με τα τρόφιμα εξετάστηκαν σχολαστικά, ειδικά τσεκαρίστηκε το απόθεμα ασφάλειας φαρμάκων. Ο μοναχός – γιατρός επέβλεπε προσεχτικά στην επιθεώρηση του κινητού χειρουργείου και την άψογη λειτουργία του μόνιμου. Οι βάρδιες στους πύργους του μοναστηριού διπλασιάστηκαν. Τα μπουκάλια με το κονιάκ γεμίστηκαν από τα τεράστια βαρέλια που φυλάγονταν στο κελάρι, και έτοιμα περίμεναν να δεθούν στις κοιλιές των σκυλιών. Και οι κουβέρτες, καλοδιπλωμένα μπογαλάκια, η μια πάνω στην άλλη, έτοιμες να δεθούν στην κοιλιά του κάθε σκύλου. Οι συνοδοί τους κοιμούνταν ντυμένοι. Έτοιμοι να ξεχυθούν έξω, στην άσπρη κόλαση, να δώσουν μάχη για τη σωτηρία κάποιου ανθρώπου που θα κινδύνευε. Όλα ήταν έτοιμα να δεχτούν την τρομερή επίθεση της κακοκαιρίας, που δεν άργησε να φτάσει στις Άλπεις.
Ξαφνικά, ο ουρανός έγινε μουντός. Μουντός, με κάτι περίεργες κόκκινες ανταύγειες. Η φύση κράτησε την αναπνοή της. Τα ζώα είχαν ειδοποιηθεί από το ένστικτό τους και είχαν λουφάξει. Για λίγο, μια απειλητική σιγή έπεσε πάνω στα χιονισμένα βουνά. Κι έπειτα ξέσπασε το κακό. Μούγκρισαν οι Άλπεις, κι αυτό το μουγκρητό γέμισε τις κοιλάδες, διπλασιάστηκε, τριπλασιάστηκε απ’ την ηχώ μια φοβερή κραυγή απόγνωσης, που έφτασε μέχρι το μοναστήρι. Τρεμούλιασε το πέτρινο τεράστιο οικοδόμημα, τα φώτα χαμήλωσαν, ξανάναψαν και τελικά έσβησαν. Έτοιμες ήταν οι γεννήτριες και δώσανε φως στο μοναστήρι.
Τη δεύτερη μέρα, όταν το κακό, αντί να υποχωρήσει, γιγαντώθηκε, οι βάρδιες είδαν τις φωτοβολίδες. Δεν ήταν μια ούτε δυο. Πάνω από τρεις υπολογίσανε οι παρατηρητές. Άρα η ομάδα που κινδύνευε ήταν μεγάλη, πολυπρόσωπη.
- Θα χρησιμοποιηθούν και τα σκυλιά που εκπαιδεύονται τώρα, αποφάσισε ο ηγούμενος.
Ο αδελφός Αντώνιος είχε αντιρρήσεις. Άλλο ασκήσεις σε ομαλές περιπτώσεις κι άλλο να ζητάς από ένα σκυλί χωρίς πείρα να τα βγάλει πέρα σε τόσο σοβαρές στιγμές.
- Φοβάμαι να το ρισκάρω, εξήγησε βιαστικά στον ηγούμενο. Και το σκυλί μπορεί να κινδυνέψει, αλλά και ο εκπαιδευτής του. Μπορεί σκυλί και μοναχός να χαθούν.
- Είναι μεγάλη η ομάδα των ανθρώπων. Πρέπει να βοηθήσει όλη η μονάδα των μοναχών με όλα τα σκυλιά, δεν άλλαξε γνώμη ο ηγούμενος. Μόνο μην αργούμε. Κάθε δευτερόλεπτο φέρνει με σιγουριά τους αδερφούς μας προς το θάνατο.
Άλλο δεν μπορούσε να επιμείνει ο αδελφός Αντώνιος.
- Ευλόγησον, είπε και έφυγε τρεχάτος να δώσει διαταγές.
Έβαλε ο αδελφός Πιερ στον Μπάρι την κουβέρτα και το κονιάκ.
- Μπάρι, του ψιθύρισε, τα θυμάσαι όλα όσα σου ‘μαθα;
Το σκυλί γρύλισε. Ναι, τίποτα δεν ξέχναγε.
Τελείωσε το δέσιμο του κονιάκ και της κουβέρτας στην κοιλιά του ζωντανού ο αδελφός Πιερ και επιθεώρησε για τελευταία φορά τα πετσιά. Ήταν εντάξει. Έβαλε τα δικά του πλατιά παπούτσια και ετοιμάστηκε να βγει στην αυλή, εκεί που μαζεύονταν και οι άλλοι.
Φοβήθηκε ξαφνικά. Ξανακοίταξε το σκύλο του. Όπως τον είδε, μεγαλόσωμο, γεροφτιαγμένο, ένιωσε μια σιγουριά, πήρε μια βαθιά αναπνοή.
- Μπάρι, καλή τύχη να ‘χουμε κι οι δυο μας, του ψιθύρισε και του φίλησε το υγρό μουσούδι.
Κι ο Μπάρι, σοβαρά, έβγαλε τη γλώσσα του και τρυφερά του φίλησε το μάγουλο.
Κρατούσαν σφιχτά τις λάμπες θυέλλης απ’ το χέρι, τη χοντρή αλυσίδα με το σκύλο απ’ την άλλη. Και βγήκαν όλοι μαζί από το μοναστήρι.
Απ’ το φοβερό αέρα που τους υποδέχτηκε, δεν άκουσαν καν τη βαριά πόρτα που έκλεισε πίσω τους. Μπρος, θολές φιγούρες τα τεράστια βουνά. Το χιόνι γινόταν κρύσταλλο μόλις τους άγγιζε. Στην αρχή, πήγαιναν όλοι μαζί, μα τα σκυλιά κάποια στιγμή τινάχτηκαν μπροστά και τους παρέσυραν σ’ ένα ξέφρενο κατηφόρισμα.
Βρέθηκε μόνος με τον Μπάρι. Το σκυλί τραβούσε νευρικά με τόση δύναμη την αλυσίδα του, που κόντεψε να του βγάλει το χέρι απ’ τον ώμο. Δεν έβλεπε τίποτα, κάθε βήμα γινόταν απίθανα επικίνδυνο και κουραστικό. Πού πήγαιναν, Θεέ μου;
Μέρα ήταν; Νύχτα ήταν; Δεν ήξερε πια. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Είχε πάψει να ψάχνει το έδαφος, αν ήταν στέρεο. Με τα παπούτσια, που είχαν μεγάλη επιφάνεια, πατούσε γερά στο χιόνι, προσπαθώντας να αντισταθεί στον αγέρα που πάλευε να τον ρίξει κάτω. Και προχωρούσαν. Τώρα το σκυλί έγινε πιο νευρικό. Κάποια στιγμή στάθηκε αναποφάσιστο, οσμίστηκε μια δυο φορές κι έπειτα ρίχτηκε προς την πλαγιά. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και ο αδελφός Πιερ, τυφλωμένος απ’ το χιόνι, που του έγδερνε το πρόσωπο, το ακολούθησε. Κατάλαβε το τράνταγμα της αλυσίδας να γίνεται επιτακτικό. Τέτοιο δυνατό τράνταγμα, που τον πέταξε κάτω. Βρέθηκε χωμένος σε μια εσοχή, κι έτσι σώθηκε.
Η χιονοστιβάδα, ακολουθώντας το δρόμο της με βοή, πέρασε ακριβώς από πλάι του. Το έδαφος τρεμούλιασε, έπαψε να ‘ναι σταθερό, ήταν έτοιμο να σκιστεί στα δύο.
Περίμενε φοβισμένος, άκουσε το θόρυβο της χιονοστιβάδας που, παρασύροντας κι άλλους όγκους χιονιού, έπεφτε με τρομαχτική βοή στο χάος. Έκατσε ακίνητος λίγη ώρα, με μισοχαμένες από τον τρόμο τις αισθήσεις του. Κάποια στιγμή συνήλθε.  Σηκώθηκε με κόπο. Πού ήταν ο Μπάρι; Τον έπιασε τρόμος. Αν έχανε τον Μπάρι, ελάχιστες ελπίδες είχε να σωθεί κι αυτός. Η αλυσίδα του ‘χε φύγει απ’ τα χέρια καθώς έπεφτε. Έψαξε στα τυφλά να τη βρει. Και αγκάλιασε το ζεστό κορμί του Μπάρι.
Ο Μπάρι ανυπόμονα περίμενε να βρει το αφεντικό του την αλυσίδα. Κι όταν σιγουρεύτηκε πως έγινε αυτό, βγάζοντας ένα δυνατό ουρλιαχτό, ξεκίνησε με καινούρια ορμή. Κάποια στιγμή ένας όγκος χιονιού τους έκοψε το δρόμο. Ο Πιερ δεν τον είχε αντιληφθεί και σκόνταψε απάνω του. Εκεί στάθηκε ο Μπάρι. Με ένα ακόμα ουρλιαχτό, άρχισε σαν παλαβός να σκάβει με τα τέσσερα πόδια του. Ο αδελφός Πιερ έβγαλε με μεγάλο κόπο ένα μικρό φτυάρι που είχε στον κόρφο του. Προσπάθησε να βοηθήσει τον Μπάρι, να του κάνει πιο εύκολη τη σκληρή δουλειά. Σκεφτόταν πως θα του ‘τρωγε πολλή ώρα αυτό το σκάψιμο κι όποιος ήταν εκεί παραχωμένος θα πέθαινε απ’ αυτή την αργοπορία. Για ώρα ανάγκης είχε το μικρό πιστόλι με τη φωτοβολίδα. Το έβγαλε και με μεγάλη προσπάθεια έριξε σήμα. Οι άλλοι μοναχοί δε θ’ αργούσαν να ‘ρθουν για βοήθεια. Κι όμως άργησαν.
Η ομάδα οδοιπόρων είχαν παραθαφτεί απ’ τη χιονοστιβάδα σε μεγάλη ακτίνα. Κι έτσι πάλευαν υπεράνθρωπα οι άλλοι καλόγεροι να ξεθάψουν αυτούς που τα δικά τους σκυλιά είχαν εντοπίσει.
Ο Μπάρι δεν είχε ξανακάνει αυτή την άσκηση σε τόσο βάθος.
Έσκαβε, έσκαβε απελπισμένα, πολλές στιγμές θύμωνε, άλλες δίβουλα στεκόταν, από φόβο μήπως έκανε λάθος, κι έπειτα με περισσότερο πείσμα προχωρούσε στην τρύπα που ‘χε καταφέρει να ανοίξει στο χιονισμένο σκληρό όγκο.
Κι όταν σε βάθος δύο μέτρων βρήκε αυτό που γύρευε, το λιποθυμισμένο άνθρωπο, τότε έβγαλε μια κραυγή, που ήταν όμως κραυγή νίκης. Ο αδελφός Πιερ έστειλε άλλο σινιάλο – άλλο χρώμα φωτοβολίδας- πως βρήκε οδοιπόρο, κι αμέσως άρχισε να στάζει στα παγωμένα χείλια του άγνωστου κονιάκ.
Ο οδοιπόρος σάλεψε, άρχισε να συνέρχεται. Τότε φτάσαν κι άλλοι μοναχοί. Δε θα μπορούσε να πει πώς ακριβώς έγινε. Ίσως επειδή πρώτη φορά λάβαινε μέρος σε ομάδα διάσωσης, ίσως γιατί η χαρά και η υπερηφάνεια τον συνεπήραν, μια και πέτυχε αυτή η πρώτη του έξοδος, ίσως γιατί ήταν αποκαμωμένος απ’ το τρέξιμο και το σκάψιμο, ίσως γιατί δεν είχε πείρα, ξέχασε τον Μπάρι.
Σιγουρεύτηκε πως ο τραυματισμένος δέθηκε γερά στο έλκηθρο κι ανάπνεε. Έτσι ακολούθησε τους άλλους μοναχούς, που κουβαλούσαν και τους υπόλοιπους οδοιπόρους. Ίσως, καθώς άκουγε τα άλλα σκυλιά να αλυχτούν, να πίστεψε πως μαζί τους ήταν και ο Μπάρι. Δεν ξέρει τι έφταιξε και, όσο γινότανε πιο γρήγορα, πήρε μαζί με τους υπόλοιπους το δρόμο για το μοναστήρι. Ο γυρισμός του φάνηκε πιο εύκολος, ο αγέρας τους έσπρωχνε από πίσω, ήταν πολλοί μαζί, δεν το κατάλαβε πώς έφτασε στο μοναστήρι.
Άνοιξε η βαριά εξώπορτα, οι νοσοκόμοι-αδελφοί πήγαν τους χτυπημένους στο κτίσμα που ήτανε νοσοκομείο. Και μόνο τότε, σαν είδε τους καλόγερους να παίρνουν τα σκυλιά να παν να τα ταΐσουν, μονάχα τότε αναζήτησε τον Μπάρι.
Σφύριξε… Τίποτα.
- Μπάρι, ψιθύρισε. Μπάρι, φώναξε. Μπάρι, ούρλιαξε.
Μα το γνώριμο γρύλισμα δεν τα’ άκουσε. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Ο σκύλος είχε απομείνει στις χιονισμένες πλαγιές.
Δε δίστασε. Με έναν πήδο βρέθηκε στην εξώπορτα. Με τη φασαρία που επικρατούσε, κανείς δεν τον πήρε είδηση που την άνοιξε. Την έκλεισε πίσω του και, χωρίς να σκεφτεί, άρχισε να τρέχει μες στην χιονοθύελλα· ούτε τον αγέρα κατάλαβε, ούτε το χιόνι που τον μαστίγωνε. Ούτε πρόσεξε τον ουρανό, που είχε μπλαβιάσει και τον απειλούσε. Έβγαλε μια σφυρίχτρα και καλούσε τον Μπάρι μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του. Δεν ξέρει ποιους αδιάβατους δρόμους πήρε. Δεν ξέρει καν αν κινδύνεψε σ’ αυτά τα μονοπάτια. Είχε ξεχάσει τον εαυτό του και μόνο τον Μπάρι σκεφτόταν. Η φαντασία του τον έβλεπε ξεπαγιασμένο, άψυχο, να πεθαίνει χωρίς κανείς να βρίσκεται κοντά του. Προσευχήθηκε: «Θεέ μου, ας βρω τον Μπάρι!».
- Μπάρι! Όλο το είναι του τον φώναξε. Ολόκληρος είχε γίνει μια κραυγή.
- Μπάρι!
Και τότε μέσα στα ουρλιαχτά του αγέρα, σαν να ‘κουσε ένα παραπονεμένο κλάμα. Καρδιοχτύπησε. Λες ν ‘ταν ιδέα του; Μήπως το φαντάστηκε; Κι από πού άκουσε το κλάμα; Ίδιο λαγωνικό τέντωσε τ’ αυτιά του. Και τότε καθαρά πια έφτασε ως αυτόν το ίδιο παραπονεμένο κλάμα. Σαν παλαβός, ο αδελφός Πιερ έτρεξε προς τα εκεί που ακούστηκε ο Μπάρι. Περισσότερο το ένστικτο τον οδήγησε σε κείνο το μέρος. Μα πού να ψάξει; Απελπισμένος έβλεπε την πλαγιά. Κάπου εκεί ψυχομαχούσε ο Μπάρι, αλλά πού;
Τότε ήταν που άκουσε καθαρά το κλάμα του σκυλιού. Πηδούσε τώρα, δεν έτρεχε. Έφτασε κι άρχισε να σκάβει σαν τρελός. Όταν ξέθαψε το σκύλο, όταν άγγιξε το αγαπημένο του κρομί, τότε στάθηκε να πάρει μια ανάσα. Έπειτα πήρε το κορμί του στα χέρια, αγκαλιά, και άρχισε το δύσκολο αγώνα της επιστροφής. Ο Μπάρι ήταν βαρύς, ήταν κι ο ίδιος πολύ κουρασμένος κι η θύελλα μαινόταν γύρω τους. Μα ο αδελφός προχωρούσε για το μοναστήρι, για τη σωτηρία. Ο Μπάρι ανάπνεε τώρα βαριά. Κι ο Μπάρι έζησε.
Στιγμή δεν έφυγε από πλάι του ο αδελφός Πιερ. Τα φάρμακα τα ανακάτευε στο ζεστό γάλα και τάιζε με μπιμπερό το εξαντλημένο σκυλί. Κι ο Μπάρι, μ’ όλη την αδυναμία του, προσπαθούσε να σαλέψει την ουρά του, να ξαναδεθεί, προσπαθούσε για τη ζωή. Κι αυτό, για να μη λυπήσει το αφεντικό του· γι’ αυτό περισσότερο…
- Αδελφέ, έκανες μεγάλη αμαρτία. Κινδύνεψες για να σώσεις το σκυλί σου.
Ο ηγούμενος, όρθιος, κατσάδιαζε τον αδελφό Πιερ.
- Από θαύμα γύρισες ζωντανός. Έβαλες και σε κίνδυνο κι άλλους αδελφούς, που βγήκαν να σε αναζητήσουν. Ναός του Θεού είναι ο άνθρωπος, Κι εσύ δεν τον λογάριασες αυτόν το ναό του Θεού.
Ο Πιέρ είχε σκύψει το κεφάλι κι άκουγε τα σκληρά λόγια του ηγούμενου. Έτσι όμως δεν έβλεπε τα μάτια του ηγούμενου, που τον κοιτούσαν όλο αγάπη και στοργή.
- Πήγαινε, αδελφέ, θα μείνεις αμίλητος πέντε μέρες και θα πεις την προσευχή της Παρθένου διακόσιες φορές.
- Ευλόγησον, γέροντα, ψέλλισε ο αδελφός Πιερ ταπεινά.
Όχι, δεν είχε δει πόσο καμάρι είχαν τα μάτια του ηγούμενου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου