Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Τα κοράκια των πολέμων

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Μπάρτζη, "Αργείος Εσπερινός"


Πάντως, τίποτα απ’ όλο τούτο το παζάρι δε μου θύμισε την Ελλάδα των ονείρων μου. Από τη μια απογοήτευση έπεφτα στην άλλη απροετοίμαστος και μετά σε άλλη χειρότερη.
Εκεί στην Καλαμάτα έγινε και κάτι που σαν το έμαθα με απογοήτευσε ακόμα πιο πολύ. Ο λοχαγός Γκιτρύ, απ ΄το καράβι που ναυάγησε, θέλησε ν’ αγοράσει ένα καλό άλογο ν’ αντικαταστήσει το δικό του, που μαζί με τα’ άλλα είκοσι δύο είχε πνιγεί. Βρήκε, λοιπόν, σ’ ένα Μοραΐτη έμπορο έν’ άλογο αραβικό που πολύ του άρεσε. Σαράντα τάλιρα ζήτησε ο Μοραΐτης και τελικά συμφώνησε να το πουλήσει με τριάντα. Ο λοχαγός πλήρωσε για προκαταβολή δεκαπέντε τάλιρα και παρακάλεσε τον έμπορο να κρατήσει το ζώο και να το περιποιηθεί ως το άλλο πρωί που θα ξανάβγαινε απ’ το καράβι με τα υπόλοιπα λεφτά, για να το πάρει οριστικά μαζί του. Ο Έλληνας δέχτηκε πρόθυμα τη συμφωνία αυτή, μα δεν την τήρησε. Τη νύχτα πήγε με το άλογο στο Ναυαρίνο, όπου το ξαναπούλησε σε άλλον αξιωματικό, δικό μας – το ίδιο ζωντανό!- κρατώντας τα δεκαπέντε τάλιρα. Μετά από λίγες μέρες είδε ο κύριος Γκιτρύ στο Ναυαρίνο το άλογο που είχε προπληρώσει και το γνώρισε. Είχε πέσει θύμα απάτης. Καθώς τον άκουγα να το διηγείται στον πατέρα μου, ένιωσα να γκρεμίζεται μέσα μου κάτι πολύτιμο και σημαντικό. Οι άνθρωποι που πρωτογνώρισα , λοιπόν, στην παραλία της Καλαμάτας δεν θύμιζαν τους άτυχους ήρωες που σεβόμουν και θαύμαζα. Το ίδιο, ίσως, να σκεφτόταν και ο πατέρας μου. Έτσι, αφού καθίσαμε για λίγο στο παζάρι, μας πρότεινε να φύγουμε απ’ όλη αυτή τη φασαρία και να κάνουμε μια μικρή περιοδεία στο εσωτερικό της χώρας. Η μητέρα κι εγώ δεχτήκαμε με ανακούφιση την πρότασή του.
Η φύση γύρω ήταν πραγματικά πολύ όμορφη. Ήμεροι λόφοι σκεπασμένοι με χλόη, καταπράσινοι, ορθώνονταν στον κοντινό μας ορίζοντα. Πιο μακριά φάνταζαν γυμνές οροσειρές με χρώματα απαλά, χαρακτηριστικά του ελληνικού τοπίου. Ρυάκια με πεντακάθαρο νερό κυλούσαν προς τη θάλασσα σε κοντινή απόσταση το ένα από το άλλο. γλυκοί κελαηδισμοί μικρών πουλιών ξεκούραζαν την ακοή μας. Δέντρο όμως δε φαινόταν πουθενά. Και όσο μακραίναμε προς την καλαματιανή πεδιάδα, τα ίχνη της πρόσφατης καταστροφής γίνονταν ολοφάνερα. Η βαρβαρότητα των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ δεν είχε αφήσει όρθιο ούτε θάμνο. Εκτός από τη σφαγή τόσων ανθρώπων, με τη φωτιά είχαν ρημάξει και τα σπίτια και τα δέντρα κι οτιδήποτε βρήκαν όρθιο μπροστά τους. Όταν περνούσαμε μέσα από πρώην δεντροπερίβολα, σφιγγόταν η καρδιά μας απ’ το κακό που έπαθε αυτός ο τόπος. Κορμοί από ελιές, συκιές, μουριές, κούτσουρα από σταφιδάμπελα ορθώνονταν κάρβουνα γύρω μας. Μαυρίσανε τα ρούχα μας και τα παπούτσια μας γέμισαν στάχτες. Τα τρυφερά χορτάρια και οι καλαμιές που είχαν φυτρώσει τους τελευταίους μήνες έκρυβαν από μακριά τη συμφορά. Το πλησίασμα, όμως, έδινε στον ανυποψίαστο επισκέπτη μια πικρή ιδέα για το διάβα από δω των βάρβαρων κατακτητών και για τον πόνο και τα πάθη των δύστυχων κατοίκων της μεσσηνιακής γης.
- Δεν ήταν ψέματα λοιπόν, είπε ο πατέρας ψάχνοντας κάτι να βρει στις τσέπες του γιλέκου του.
- Είναι απίστευτο, συμπλήρωσε η μητέρα. Όταν μου το ‘δειχνες στην εφημερίδα, έλεγα πως δεν μπορεί, θα είναι υπερβολές. Τώρα βλέπω κι εγώ πως λίγα έγραφαν.
- Α! να… το βρήκα. Το κράταγα επίτηδες, για να ελέγξω την αξιοπιστία της εφημερίδας μου. Ακούστε κατά λέξη τι είχε γράψει ο ανταποκριτής απ’ την Ελλάδα: «…Μετά την αποτυχία του Ιμπραήμ να καταλάβει το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου, κατέβηκε στη Μεσσηνία και καλούσε το λαό να προσκυνήσει. Αγανακτισμένος με την περήφανη άρνηση που συνάντησε, αντί να τους αναγκάσει σε πόλεμο, έστειλε τον Κεχαγιάμπεή του με τσεκούρια και φωτιά να ερημώνει συστηματικά τον τόπο. Τ’ αμπέλια ξεριζώθηκαν εξήντα χιλιάδες συκιές και είκοσι πέντε χιλιάδες ελιές και μουριές κόπηκαν απ’ τη ρίζα. Η συγκομιδή και τα γεωργικά εργαλεία κι όλα τα πράγματα, καθώς και τα σπίτια πυρπολήθηκαν. Φλόγες και καπνοί γέμισαν τον ορίζοντα. Παρ’ όλα αυτά ο λαός με τους αρχηγούς του έμενε ανένδοτος και ο Κολοκοτρώνης έστειλε παραγγελία στον Ιμπραήμ τούτα τα λόγια: «Πέτρα πάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνάμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμάμε, και μην ελπίζεις τη γη μας να την κάμεις δική σου, βγάλ’ το από το νου σου».
- Για τις καταστροφές έγραφαν την αλήθεια. Σε άλλα μας ξεγέλασαν, πέταξα το παράπονό μου.
- Τι εννοείς, Ζούλιους; ρώτησε απορημένος ο πατέρας.
- Να, που όλο παινεύανε τους Έλληνες οι εφημερίδες μας για τη φιλοξενία τους, τη ζεστασιά τους, την καλοσύνη και την εξυπνάδα τους, για τις σοφές κουβέντες τους, για την αξιοπρέπειά τους και τόσα άλλα.
- Μήπως βιάστηκες, Ζούλιους, να βγάλεις συμπεράσματα; Και πού τους είδες, παιδί μου, εσύ τους Έλληνες, και διαπίστωσες τα ψέματα;
Α, όλα κι όλα! Ο πατέρας, λες κι έπαθε αμνησία, ξεχνούσε την πρώτη γνωριμία που κάναμε, σήμερα κιόλας, με το συρφετό εκείνο των εμπόρων στην ακτή και μες στη θάλασσα. Ευτυχώς, η μητέρα με είχε καταλάβει κι έσπευσε να δώσει εξηγήσεις στον πατέρα:
- Μιλάει για τους εμπόρους, Κάρολε. Φαίνεται πως του έκαναν κακή εντύπωση.
- Α! Ζούλιους, Ζούλιους… Αυτοί  νομίζεις είναι οι Έλληνες; Αυτοί, παιδί μου, είναι τα «κοράκια των πολέμων». Από τους Έλληνες δεν είδαμε ακόμα τίποτα. Απ’ την πατρίδα τους βλέπουμε μόνο αυτές τις στάχτες και τα ερείπια.
«Τα κοράκια των πολέμων», άλλο πάλι και τούτο. Πρώτη φορά μού μίλαγε ο πατέρας γι’ αυτούς.
Στο καράβι, που γυρίσαμε λίγο πριν νυχτώσει, είχαμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε με τον πατέρα εκτενέστερα για τα… «κοράκια». Τότε μου εξήγησε πως σ’ όλους τους πολέμους, σ’ οποιοδήποτε σημείο της Γης, κάποιοι κινούνται στη σκιά των εμπολέμων με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος. Ο πατέρας μάλιστα τους χώριζε σε κατηγορίες. Στα «μεγάλα κοράκια», που είναι επαγγελματίες αξιωματικοί, τεχνικοί, γιατροί, πράκτορες ξένων δυνάμεων, έμποροι όπλων, καραβοκύρηδες, μεγαλέμποροι και άλλοι πολλοί που τρέχουν στους πολέμους, ακόμα κι έξω, πολύ μακριά από τον τόπο τους. Όχι, βέβαια, επειδή τους συγκινούν τα δίκια των λαών και η σημασία των επαναστάσεων, αλλά γιατί μέσα στο χαλασμό των άλλων αυτοί βρίσκουν την ευκαιρία να πλουτίσουν. Να πάρουν ψηλούς μισθούς και αξιώματα, να κανονίσουν δουλειές, ν’ αγοράσουν φτηνά και να πουλήσουν πολλαπλάσια. Αυτοί φίλοι δεν πιάνονται από κανέναν. Προσφέρουν εκδούλευση και υπηρεσίες σ’ όποιον τους καλοπληρώσει.

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Πριν τη μάχη

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σοουρέλη, "Το δαχτυλίδι του αυτοκράτορα

Το κρύο τσουχτερό ήταν· είχε σκεπαστεί ως τ’ αυτιά ο Κωνσταντίνος. Ήταν η όμορφη ώρα του πρωινού ύπνου, όταν άκουσε τις ντουφεκιές. Πέταξε τα στρωσίδια από πάνω του, πάτησε πάνω στο Μιχάλη απ’ τη βιάση του, έτρεξε στο παράθυρο. Βαθύ σκοτάδι έξω, πίσσα, μόλις και ξέκρινες το άσπρο του χιονιού. Οι ντουφεκιές γίναν πυκνότερες, ζύγωναν. Άκουσε τον κυρ Λάζαρο να κατεβαίνει τις σκάλες. Κακοντύθηκε ο Κωνσταντίνος, πετάχτηκε κάτω κι αυτός.  Έφτασε τον κυρ Λάζαρο όταν ξεκρέμαγε τα ντουφέκια του.
- Πάρε κι εσύ, του είπε και του αεροπέταξε ένα.
Βρέθηκαν στην παγωμένη νύχτα μαζί με όλους τους Ναουσαίους, μα οι ντουφεκιές είχαν τελειώσει.

- Αδέρφια, ακούστηκε, θαρρείς, σ’ όλη την πολιτεία η βροντερή φωνή του Ζαφειράκη. Αδέρφια, στ’ όνομα της Αγίας Τριάδας, στ’ όνομα της Πατρίδας μας ξεσηκωνόμαστε. Λευτεριά ή θάνατος, αδέρφια μου!!!
Πού βρέθηκαν τόσες φωνές μαζί να ακουστούν ως πέρα στα βουνά Λευτεριά ή θάνατος! Λευτεριά ή θάνατος! Ήταν τόσες οι φωνές, που ο Ζαφειράκης πια δεν ακούγεται. Μα από στόμα σε στόμα, όλοι το μάθανε. «Όλοι με τα γιορτινά στη μεγάλη μας εκκλησιά, στον Αηδημήτρη μας!». Και το μαντάτο έφτασε τόσο γρήγορα, που σαν γύρισαν πίσω στο σπίτι οι γυναίκες ήταν έτοιμες. Κυριακοντυμένες, τα κοτσίδια της Ανθούσας ένα γύρο στο κεφάλι. Ανέβηκε στο δωμάτιο ο Κωνσταντίνος να συγυριστεί, «καθαρά, σου ‘χω στο μπαούλο απάνω» η μάνα της Ανθούσας του φώναξε, κι όπως ντυνόταν και σκεφτόταν, μια θύμηση σαν καυτό σίδερο τον έτσουξε, του έφερε ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά. Σήμερα είναι 22 Φεβρουαρίου 1822. Πριν από ένα χρόνο – Θεέ μου, πώς πέρασε κιόλας ένα χρόνος- σαν σήμερα, σημαδιακιά μέρα, είδε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, τον Πρίγκιπά του, να περνάει τον Προύθο. Τον θυμάται να στέκεται, να κοιτάζει προς τη Ρωσία, τον ανθρώπινο δισταγμό του και το περήφανο, αποφασιστικό πάτημά του στην άλλη όχθη, που αντιπροσώπευε την πατρίδα του.
- Αργείς, ο Μιχάλης δεν μπορούσε άλλο πια να περιμένει. Κούμπωσε το τελευταίο του κουμπί, κατέβηκε κάτω, αντάμωσε τον κυρ Λάζαρο, τους γειτόνους. Όλη η Νάουσα τραβούσε για τον Άη Δημήτρη…
Ο πρωτοσύγκελος έκανε τη δοξολογία, κι οι αναπνοές είχαν σταματήσει. Όλοι, κι οι ανήμποροι κι οι γέροντες ήταν πεσμένοι στα γόνατα. Βγήκε από την Ωραία Πύλη ο πρωτοσύγκελος, κρατούσε στις χούφτες του το δισκοπότηρο. «Μετά φόβου θεού…». Πρώτος ο Ζαφεριάκης, μετά ο Γάτσος, ο Καρατάσος, τα παλικάρια τους μετά, ένας ένας από πίσω οι Ναουσαίοι, οι γέροντες, τα παιδιά, έφτασε η σειρά του Κωνσταντίνου. «Τον δούλο του Θεού…», «Κωνσταντίνο» ψιθύρισε, άνοιξε το στόμα του, με λαχτάρα δέχτηκε τη θεία Κοινωνία. Έκανε τον σταυρό του και άφησε τόπο να κοινωνήσει κι ο Μιχάλης. Μισοζαλισμένος βγήκε απ’ την εκκλησία, η λειτουργία είχε τελειώσει, η πόλη άρχισε να πανηγυρίζει. Ήταν λεύτερη. Σήμερα ήταν λεύτερη!
Στον πύργο του Ζαφειράκη είχε σηκωθεί η σημαία τον ελευθέρων ανθρώπων. Και στα πυργάκια, στα τείχη και στις εφτά πύλες της Νάουσας, κι εκεί ίδιες σημαίες σηκώθηκαν. Πήγε κοντύτερα ο Κωνσταντίνος να τις δει. Ο σταυρός στην μια μεριά και η φράση «Ἐν τούτ νίκα» και απ’ την  άλλη μεριά ο φοίνικας με την επιγραφή «Μάχου ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος». Θε μου, πόσο έμοιαζε με τη σημαία των Ιερολοχιτών! Ένιωθε την ανάγκη να βρεθεί μόνος, να συγκεντρωθεί, να μπορέσει να στείλει ένα μήνυμα, έναν χαιρετισμό στον Πρίγκιπά του, που ποιος ξέρει τώρα σε ποια φυλακή θα βρίσκεται. Άκουσε τον Ζαφειράκη να μιλάει στους Ναουσαίους, πήρε τ’ αυτί του πως επιτροπή συστήθηκε από τέσσερις, άκουσε ζητωκραυγές. Προχωρούσε σιγά. Μια-μια μπροστά του ξαναζούσαν οι ώρες, οι μέρες της Μολδοβλαχιάς. Τα νταούλια πήγαν να τον ξαναφέρουν στη γη, είδε πως χορό στήσαν οι άντρες και οι γυναίκες τραγουδούσαν και χτυπούσαν τα χέρια του στο ρυθμό του χασάπικου.

«Πού είναι ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας που όριζε την οικουμένη όλη»
Θεέ μου, αυτό το τραγούδαγε κι η μάνα του, η Σοφία. Τώρα θυμάται, πως του έλεγε, πως είναι Μακεδονίτικο. Τον κυνηγάν χίλιες θύμησες, το Παρίσι, ο Αλέξανδρος, ο Πρίγκιπας, ο νεκρός Δημήτριος Σούτσος, το γράμμα το έστειλε στους δικούς του. «Ευρίσκομαι επί κεφαλής ελευθέρων ανθρώπων, οι οποίοι δεν με φορτώνουν με ματαίους τίτλους, οι οποίοι μου δίδουν το γλυκύ του αδελφού όνομα…». Ζει κι ο Κωνσταντίνος ανάμεσα σε ελεύθερους ανθρώπους. Γιατί απ’ τη στιγμή που έπαψαν να νιώθουν σκλάβοι, οι Έλληνες είναι κιόλας ελεύθεροι.
- Αλέξανδρε, αδελφέ μου, δεν είσαι κοντά μου να δεις την Πατρίδα, να δεις τους δικούς μας ανθρώπους.
Είχε φτάσει στο ποτάμι, στην Αραπίτσα, και το ποτάμι ήταν φουσκωμένο, αγριεμένο κι έτρεχε με βουητό ν’ ανταμώσει τη θάλασσα, τη μάνα του…
- Λοιπόν παλικάρι, με ζήτησες;
- Ναι, καπετάνιο.
- Και σαν τι θες ελόγου σου από μένα;
- Να με πάρεις μαζί σου.
Ο Ζαφειράκης καθότανε στο μαλακό ντιβάνι και με μισόκλειστα μάτια μέτραγε τον Κωνσταντίνο.
- Ντόπιος δεν είσαι. Μου ‘πε ο κυρ Λάζαρος πως είσαι Ιερολοχίτης. Μα δύσκολες ώρες περνάει η πατρίδα μας, δυσκολότερες ώρες μας περιμένουν. Πρέπει να ξέρω ένα ένα τα παλικάρια μου. Σημάδι έχεις, πως είναι αλήθεια ό, τι μας είπες;
- Έχω, σοβαρά απάντησε ο Κωνσταντίνος.
- Ποιο; Και τι το κρύβεις; Δε θα ‘χαμε τόσην ώρα κουβεντιάσει λόγια του ανέμου.
Ο Κωνσταντίνος, αμίλητος, άνοιξε το δισάκι του και με χέρια που έτρεμαν, στα τυφλά έψαξε και έβγαλε το πανί.
- Η σημαία των Ιερολοχιτών! είπε με βραχνιασμένη φωνή.
Ορθώθηκε ο Ζαφειράκης, έκανε δύο βήματα μπροστά, έπιασε με δέος την σημαία. Δεν τόλμησε να τη χαϊδέψει, όπως το ‘θελε, μα απόμεινε να την κοιτάζει. Πρόσεξε πως η άκρη της είχε ξεραμένο αίμα.
- Σκοτώθηκε ο σημαιοφόρος, εξήγησε ο Κωνσταντίνος.
Ψημένος ο καπετάνιος, είχαν δει κι είχαν δει τα μάτια του, είχε σηκώσει κι αν δεν είχε σηκώσει πίκρες η καρδιά του, είχε πιεί φαρμάκια, μα τέτοιο φαρμάκι, τέτοια πίκρα τον συγκλόνισε. Σα βαλανιδιά χτυπημένη από αστροπελέκι, έγειρε, τρίκλισε και έπιασε κι ασπάστηκε το αίμα. Έκανε ώρα να συνέλθει. Κι όταν γύρισε και μίλησε στον Κωνσταντίνο, ήταν πέτρινο κι αδάκρυτο το πρόσωπό του.
- Ξέρεις, παιδί μου, ποια είναι η κατάσταση εδώ; Απάντηση δεν περίμενε και συνέχισε. Είχαμε στείλει κάποιον, Σάλας τ’ όνομά του, μ’ ένα καράβι, να πάει στα Ψαρά, να πάρει κανόνια, μα δεν πρόκειται να ‘ρθει. Στείλαμε στην Πελοπόννησο γράμματα να μας βοηθήσουν. Μα εκεί έχουν την Τριπολιτσά να πάρουν, έχουν δικές τους αγωνίες, λίγος ο στρατός, πολλοί κάτω οι Τούρκοι, δεν περισσεύουν άντρες να μας στείλουν. Για λεφτά ούτε λόγος να γίνεται, δεν υπάρχουν, είναι χειρότερα εκεί κάτω από μας. Οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου μας στείλανε μαντάτο πως, μη περιμένουμε να μας βοηθήσουνε, γιατί κι αυτοί τώρα πολεμάνε. Μακριά είμαστε απ’ τη θάλασσα, είμαστε αποκομμένοι από την άλλη Ελλάδα, που επαναστάτησε, με χιλιάδες Τούρκικο στρατό στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Μα είμαστε ένα κορμί οι Έλληνες. Και δεν μπορούμε να μη ζητήσουμε κι εμείς τη λευτεριά μας, όταν ολόκληρο κορμί την αποζητάει.
Δεν ξέρω αν κατάφερα να σου δείξω πεντακάθαρη την κατάσταση. Το δικό μας ξεσήκωμα έχει το χαρακτήρα της αυτοθυσίας, είμαστε σαν εκείνους τους τριακόσιους τους παλιούς τους Σπαρτιάτες, ξέρεις. Δεν είχανε ελπίδα να νικήσουνε, δεν είχανε ψεύτικα όνειρα πως θα διώχνανε τον Πέρση. Ίσως ανόητους να τους φαντάστηκαν μερικοί. Μα είναι λίγοι αυτοί, που έτσι τους φαντάστηκαν. Οι Σπαρτιάτες το ‘ξεραν πως θα νικιόντουσαν, πως θα πεθαίνανε και στάθηκαν εκεί και πολέμησαν .
Ξέρεις, είπε ο Ζαφειράκης σκεφτικά, είμαστε ένας λαός περίεργος. Από τη στόφα που υφαίνονται τα όνειρα είμαστε. Δεν είναι λίγο να ξέρεις πως θα νικηθείς και να πλένεσαι, να στεφανώνεσαι και να τραβάς να πολεμήσεις! Είμαστε νοικοκυραίοι, χορευταράδες, καλοφαγάδες αν θες, την αγαπάμε τη ζωή. Τι λέω την αγαπάμε! Τη λατρεύουμε τη ζωή. Και όλα αυτά στο λεφτό τα πετάμε για να είμαστε λεύτεροι.
Είσαι πιο νέος, μα άκου με εμένα, που έφαγα τη ζωή με το κουτάλι. Απ’ όλες τις ανθρώπινες δυνάμεις, οι δυνάμεις της ψυχής είναι αυτές που φέρνουν αποτέλεσμα. Κι εμείς έχουμε μια δύναμη, που ξεκινάει απ’ το πνεύμα μας και μας κάνει στο τέλος, να νικούμε. Γιατί, κι αυτό κομπόδεσέ το στο μυαλό σου, θα νικήσουμε στο τέλος, έστω κι αν λίγοι θα δούμε αυτή τη νίκη.
Ο Ζαφειράκης έκοψε βόλτες με τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη. Και χωρίς να φοβάται τα λόγια συνέχισε.
- Το λοιπόν, ακόμα ζητάς να μείνεις εδώ να πολεμήσεις μαζί μας;
- Τώρα το ζητώ περισσότερο από πριν. Σταθερή ήρθε η απάντηση. Κρυφοκαμάρωσε ο Ζαφειράκης, μα δεν το έδειξε.
- Καλά, είπε, Πήγαινε και θα σε ειδοποιήσω. Άσε μόνο τη σημαία, να καταφέρω να την στείλω κάπου, να φυλαχτεί. Θα ‘ρθουν χρόνοι, που θα προσκυνιέται τούτη η σημαία. Της έριξε μια τελευταία ματιά ο Κωνσταντίνος, την αποχαιρέτησε. Πήγαινε να φύγει, όταν είδε πλατιά την παλάμη του καπετάνιου να του προσφέρεται.

- Καλή τύχη να 'χουμε ή καλό βόλι, όπως λέμε εμείς εδώ. Σφίξαν τα χέρια και χώρισαν...

Το ελληνικό παιδικό βιβλίο και η Επανάσταση του 1821




Η πλούσια ελληνική ιστορία έχει αποτελέσει αφορμή και υπόβαθρο για τη δημιουργία σημαντικών λογοτεχνικών έργων. Ήδη από τη ελληνιστική εποχή όπου κάνει την εμφάνισή του το μυθιστόρημα ως ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος, το ιστορικό στοιχείο είναι παρόν σχεδόν από την αρχή ακόμη και στις υποθέσεις των μυθιστορημάτων με καθαρά μυθολογικό ή φαντασιακό χαρακτήρα. Με την ισχυροποίηση και κυριαρχία του από τον 19ο αιώνα και μετά γνωρίζει μεγάλη διάδοση και αποκτά φανατικούς αναγνώστες. Ο συγγραφέας του πρώτου καθαρά ιστορικού μυθιστορήματος θεωρείται ο Άγγλος σερ Γουόλτερ Σκοτ με το έργο του «Ιβανόης» (1814), το οποίο δημιούργησε μία ολόκληρη σχολή. Στην Ελλάδα η αρχή γίνεται από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο με το έργο του «Ο αυθέντης του Μορέως» (1850).
Σύμφωνα με τη συγγραφέα Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου: «Οι συγγραφείς που γράφουν ιστορικά μυθιστορήματα οφείλουν να παρουσιάζουν τα γεγονότα με όσο γίνεται μεγαλύτερη αντικειμενικότητα και ειλικρίνεια, χωρίς να τα ωραιοποιούν ή να εξιδανικεύουν κάποιες πράξεις και να θεοποιούν ιστορικά πρόσωπα, αλλά και χωρίς να κόβουν ή να μεγαλοποιούν τα ιστορικά γεγονότα, προκειμένου να εξυπηρετούνται διάφορα συμφέροντα μεταξύ χωρών». Ο Butterfield υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους μπορεί ένας συγγραφέας να χειριστεί την ιστορία: α) ο στατικός, σύμφωνα με τον οποίο μια παλαιότερη εποχή περιγράφεται ως μακρινή χώρα και απλά αναπαράγεται ένα στατικό πορτρέτο της εποχής και β) ο δυναμικός, σύμφωνα με τον οποίο περιγράφονται και αναλύονται οι συνθήκες που κυριαρχούσαν την εποχή αυτή. Προκύπτουν, έτσι, δύο τύποι ιστορικών μυθιστορημάτων: α) εκείνα που απλά φωτίζουν την ιστορία μιας περιόδου και διευκρινίζουν τις επικρατούσες συνθήκες και β) εκείνα που, από μόνα τους, αποτελούν ιστορική αφήγηση. Η ιστορία, δηλαδή, μπορεί να παρέχει στο συγγραφέα τον κόσμο της αφήγησής του, την υπόθεση, την ιδέα για την υπόθεση και το θέμα.


Η υπόθεση του ιστορικού βιβλίου θα πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα που να απέχουν μία ή δύο γενιές από την εποχή του συγγραφέα ώστε να αποδίδεται όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά η ιστορική αλήθεια (Adamson και Hagg). Ο συγγραφέας που θα ασχοληθεί με το ιστορικό μυθιστόρημα είναι απαραίτητο να κατέχει την ιστορική εποχή και τα πρόσωπα που προσπαθεί να ζωντανέψει (Αναγνωστόπουλος B.) και με το δικό του τρόπο να συνδυάσει τα ιστορικά γεγονότα με τα μυθιστορηματικά στοιχεία, για να πλάσει το μύθο του. Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν μπορεί να είναι φανταστικά, ωστόσο, το σκηνικό στο οποίο τοποθετούνται είναι αληθινό και πρέπει να αποτυπώνεται με ακρίβεια (Butterfield).
Οι νεαροί αναγνώστες, μέσα από τα ιστορικά, κυρίως, λογοτεχνήματα που αναφέρονται σε ιστορίες διαφορετικών περιόδων, οι οποίες περιλαμβάνουν μύθους και θρύλους, ιστορίες για ιστορικά γεγονότα, μαρτυρίες ιστορικών γεγονότων ή φανταστικές ιστορίες από το παρελθόν, θα αναπτύξουν μία αντίληψη του παρελθόντος, που θα τους βοηθήσουν όχι μόνο να διαχωρίσουν την πραγματικότητα από τη φαντασία, αλλά και να γνωρίσουν συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές του τόπου τους (Σακκής & Τσιλιμένη).


Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία που εθιμοτυπικά γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 25 Μαρτίου έδωσε αφορμή για την δημιουργία πολλών παιδικών βιβλίων με σχετικά θέματα, κυρίως την τελευταία πεντηκονταετία. Ο Τάκης Λάππας πρωτοστάτησε στην συγκεκριμένη θεματολογία γράφοντας δεκάδες βιβλία με πορτρέτα κυρίως πρωταγωνιστών της Επανάστασης αλλά και σημαντικών γεγονότων του Ξεσηκωμού όπως  «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος», «Παπαφλέσσας», «Πατροκοσμάς», «Δοξασμένη Έξοδος», «Μικροί Ήρωες του ‘21», «Φιλέλληνες του ‘21», «Ο ήρωας της Αλαμάνας» και πολλά ακόμη. Ο Άλκης Τροπαιάτης  έγραψε αρκετά βιβλία σχετικά με την περίοδο της Επανάστασης. Αναφέρουμε ενδεικτικά: «Άγια Νύχτα», «Στα χρόνια της σκλαβιάς», «Το μεγάλο Εικοσιένα», «Το παιδομάζωμα».


«Το μυστικό των Φιλικών» της Νίτσας Τζώρτζογλου μας μεταφέρει την ιστορία της δημιουργίας της Φιλικής Εταιρείας μέσα από τα ματιά ενός μικρού αγοριού, του Παντελή, που ζει στο σπίτι του Αθανάσιου Τσακάλωφ χωρίς εξωραϊσμούς και εθνικές εξάρσεις. Στο βιβλίο της «Ένας Σιναπόσπορος , έναν καιρό στο Μεσολόγγι», ο Θανάσης ένα αγόρι που ζει στο Μεσολόγγι βοηθά τους πολιορκημένους αγωνιστές μεταφέροντας μηνύματα και γίνεται η αφορμή να σωθεί το Μεσολόγγι στην πρώτη πολιορκία. Στο μυθιστόρημα της Γαλάτειας Σαράντη «Στη χαραυγή της λευτεριάς-Οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας», ο Κωνσταντής, ένα φτωχό και αγράμματο αγόρι, έρχεται κοντά στο δρόμο της γνώσης, συμμετέχει στα πολεμικά γεγονότα και σώζει τους μπαρουτόμυλους της Δημητσάνας. 


Ένα πανόραμα των γεγονότων από την Άλωση ως την Επανάσταση του 1821 μας προσφέρει η Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη με το βιβλίο της «Το δαχτυλίδι του αυτοκράτορα». «Ο μικρός μπουρλοτιέρης» αφηγείται τις περιπέτειες του μικρού αγωνιστή Λευτέρη που δουλεύει στα μπουρλότα μαζί με τον Κανάρη. Επίσης έχει γράψει μία μυθιστορηματική βιογραφία για τον Ρήγα Φεραίο και πορτρέτα των αγωνιστών της Επανάστασης με τίτλο «Οι ρίζες της λευτεριάς». «Το ταξίδι στ’ Ανάπλι» της Ελένης Βαλαβάνη αποτελεί μία σύνθεση παρόντος και παρελθόντος καθώς με ήρωα ένα αγόρι που μετακομίζει στο Ναύπλιο λόγω της μετάθεσης του πατέρα του μαθαίνει πολλά για το Ναύπλιο την εποχή της Επανάστασης.


«Ο Αργείος Εσπερινός» του Γιάννη Μπάρτζη αποτελεί ένα βιβλίο με τη  πιο πρωτότυπη θεματολογία που έχουμε δει σχετικά με την Επανάσταση του 1821. Ο 11χρονος Γάλλος Ζούλιους βρίσκεται μαζί με τους γονείς του στην επαναστατημένη Πελοπόννησο, ακολουθώντας το εκστρατευτικό σώμα του Μαιζών από τον Σεπτέμβριο του 1828 έως τον Μάιο του 1829. Καταγράφει τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις του από μια ρημαγμένη Ελλάδα πολύ διαφορετική από εκείνη που με βάση το αρχαίο της μεγαλείο είχε πλάσει στη φαντασία του. Μερική αναφορά στην Επανάσταση βρίσκουμε και στο βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου «Η προφητεία του κόκκινου κρασιού». Η ηρωίδα Όλγα Νόιγκερ σε ένα ταξίδι με τον πατέρα της στο Μελένικο μαθαίνει για τη σχέση της οικογένειάς της με τον Ρήγα Φεραίο.


Ο «Λουκής Λάρας» του Δημητρίου Βικέλα αναφέρεται στην προσπάθεια μιας οικογένειας από την Χίο να ξεφύγει από τις σφαγές που διέπραξαν οι Τούρκοι στο νησί το 1822. Αν και η γλώσσα είναι κάπως δύσκολη αξίζει να διαβαστεί από τα παιδιά μεγαλύτερων ηλικιών. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης αναφερόμενος σε ένα ευρύτερο ηλικιακά κοινό έγραψε διηγήματα για το 21 που μπορούν εύκολα να διαβαστούν από παιδιά όπως το «Έτσι ήτανε» και «Άγουρα ανθίσματα». Χαρακτηριστικό είναι επίσης το διήγημα της Πηνελόπης Δέλτα «Μισολογγίτικα Χριστούγεννα».
Η ιστορία και η παιδική λογοτεχνία ήταν ανέκαθεν αλληλέγγυοι συνοδοιπόροι και μία μεγάλη πηγή δημιουργικότητας και έμπνευσης για να προσεγγίσουν τα παιδιά την ιστορία πέρα από τον ξηρό τρόπο διδασκαλίας της στο σχολείο. Ο τρόπος προσέγγισης των ιστορικών γεγονότων γίνεται όλο και πιο αντικειμενικός όσο περνούν τα χρόνια και η ιστορική αλήθεια αποκαθίσταται.

Πηγές:

"Τάσεις και εξελίξεις στην παιδική λογοτεχνία", Βασ. Δ. Αναγνωστόπουλος, Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 1999

"Ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας", Χάρης Σακελλαρίου, Εκδόσεις Νόηση, Αθήνα, 2001

Το ιστορικό στοιχείο στο σύγχρονο ελληνικό νεανικό μυθιστόρημα. 

  Η περίπτωση του Μικρού αδελφο και της Προφητείας του κόκκινου κρασιού,
  της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου

Έλενας Χ. Στανιού,

Δρος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Νηπιαγωγού-Συγγραφέα και Τασούλας Τσιλιμένη, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
 http://lotypetrovits.blogspot.gr/2015/12/blog-post.html
 
Λογοτεχνία και Ιστορία
Μία σχέση ιδιαίτερα σημαντική για την λογοτεχνική εκπαίδευση
Βενετίας Αποστολίδου
 
 http://www.greek-language.gr/digitalResources/assets/img/literature/education/literature_history/apostolidou-literature-history.pdf

Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Η παιδική λογοτεχνία και το παιχνίδι του Κανόνα





Στην Ελλάδα όλοι μέμφονται διάφορους τομείς για την αργή και βασανιστικά βραδυπορούσα εξέλιξή τους σε σχέση με την μέση ταχύτητα και πορεία αλλαγής που ακολουθείται στο υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Αυτό συμπεριλαμβάνει τα πάντα και φυσικά τον τομέα του πολιτισμού στον οποίο είμαστε εξαιρετικά ευαισθητοποιημένοι κατά δηλώσεις μας ως απόγονοι του αρχαιότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού και ενός από τους παλαιότερους πολιτισμούς στον κόσμο. Και φυσικά ως θεμελιωτές της δυτικής λογοτεχνίας.
Όσον αφορά τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία υπάρχουν στιγμές που παλεύουμε να την εντάξουμε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία ως ισότιμη και άλλοτε που υψώνουμε τείχος άρνησης υπερασπιζόμενοι την εντοπιότητα και τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά της που εμπλουτίζουν τον ευρωπαϊκό και κατ’ επέκτασιν, τον παγκόσμιο πολιτισμικό χάρτη.  Στην ίδια προβληματική εντάσσεται και η ελληνική παιδική λογοτεχνία με τον επιπρόσθετο χαρακτηρισμό του κατώτερου λογοτεχνικού είδους που απευθύνεται στην εξίσου ιδιαίτερη μειοψηφική ομάδα των παιδιών.


Ως συμβατικό σημείο αναγνώρισης ενός λογοτεχνικού έργου ή είδους θεωρείται από πολλούς η ένταξή του τουλάχιστον στον εθνικό Λογοτεχνικό Κανόνα. Ο Λογοτεχνικός Κανόνας είναι το σύνολο των λογοτεχνικών έργων μίας χώρας ή ενός έθνους που θεωρούνται τα καλύτερα από την εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή βάσει των αναγνωστών, των κριτικών και της αντοχής τους στο πέρασμα του χρόνου. Το 1994, ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός και φιλόλογος Harold Bloom δημοσίευσε το θεμελιώδες βιβλίο του The Western Canon: The Books and School of the Ages. Στο βιβλίο ο Bloom υπερασπίζεται το μοντέλο του «δυτικού λογοτεχνικού κανόνα», γνωστού και ως προτύπου του «λευκού δυτικού άνδρα συγγραφέα» προκαλώντας πολλές συζητήσεις και αντιδράσεις. Προτείνοντας την επιστροφή στις ανθρωπιστικές αξίες παραθέτει έναν κατάλογο με 26 συγγραφείς τους οποίους πρέπει κανείς να διαβάσει οπωσδήποτε στη ζωή του (Shakespear, Cervantes, Dante, Goethe, Whitman, Dickinson, Proust κ.ά.).
Εκτός αυτού όσον αφορά την παιδική λογοτεχνία σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η ύπαρξη του σχολικού λογοτεχνικού κανόνα. Με τον όρο αναφερόμαστε στο υπο-σύνολο του λογοτεχνικού κανόνα κάθε χώρας (που είναι εθνικός) και δευτερευόντως στον παγκόσμιο κανόνα (καθώς τα κείμενα που εξετάζονται σε μετάφραση είναι ελάχιστα), σε κείμενα δηλαδή που επιλέγονται να διδαχθούν στο σχολείο και ανθολογούνται στα εγκεκριμένα από το Υπουργείο Παιδείας ανθολόγια.  Ο όρος θεωρείται από πολλούς κατασκευασμένος και τα κείμενα που θα διδαχτούν επιλέγονται από τους συντάκτες των λογοτεχνικών ανθολογίων.


Για την ένταξη ενός έργου στον Λογοτεχνικό Κανόνα άλλοτε συνεργούν όλοι οι παράγοντες άλλοτε ένας ή κάποιοι από αυτούς με τον χρόνο μάλλον να παίζει τον κυρίαρχο ρόλο. Πώς λοιπόν γίνεται να χωρά σε μία τέτοια έννοια φορτωμένη βαρυσήμαντες έννοιες και με περιεχόμενο που καταδύεται στα απύθμενα βάθη του ανθρώπινου ψυχισμού και της αντίστοιχης ανθρώπινης ιδεολογίας, η παιδική λογοτεχνία, ένα είδος του έντεχνου λόγου που χαρακτηρίζεται από το παιγνιώδες ύφος, την αισιοδοξία και την κάπως απλούστερη απεικόνιση της ανθρώπινης ζωής;
Η παιδική ηλικία αποτελεί ένα από τα πιο βασικά και κρίσιμα εξελικτικά στάδια στην πορεία κάθε ανθρώπου. Είναι η αφετηρία από όπου ανοίγονται και αποκλείονται ταυτόχρονα πολλές μελλοντικές προοπτικές και δρόμοι της ενήλικης ζωής. Ο ερευνητής Neil Postman αναφέρει σχετικά: «Είναι αδιανόητο ότι ο πολιτισμός μας θα ξεχάσει πως χρειάζεται παιδιά. Ωστόσο κοντεύει να ξεχάσει ότι τα παιδιά χρειάζονται την παιδική τους ηλικία. Εκείνοι που επιμένουν να το θυμούνται, επιτελούν έργο πολύτιμο». Η παιδική ηλικία είναι μία περίοδος αδυναμίας και εξάρτησης από τους ενηλίκους που πρέπει να αντιμετωπιστεί με βαθύτερη ψυχολογική κατανόηση και ουσιαστικότερη συμπαράσταση. Είναι η εποχή των μεγάλων ονείρων, της ειλικρίνειας, της δίψας για το καλό και το δίκιο, της αυθορμησίας, της φρέσκιας, καθαρής ματιάς που βλέπει τον αυτοκράτορα γυμνό και δε διστάζει να τ' ομολογήσει. Είναι η εποχή της συναισθηματικής επώασης του αυριανού ανανεωτή αλλά και συνεχιστή του ανθρώπινου πολιτισμού.

Επομένως δικαιούται να διεκδικήσει μία θέση και μάλιστα περίοπτη στην τροπαιοθήκη του Λογοτεχνικού Κανόνα με την αντίστοιχη θεωρητική και πρακτική στήριξη.
Η συγγραφέας Ζωή Βαλάση ορίζει την αξία της παιδικής λογοτεχνίας ως εξής:
«Η Παιδική Λογοτεχνία ή Λογοτεχνία για Παιδιά είναι ένα είδος της Λογοτεχνίας. Δεν είναι κατώτερο, όπως υπάρχει η τάση να θεωρείται από ορισμένους, αλλά ισάξιο και μάλιστα θα λέγαμε, πιο απαιτητικό, γιατί το κοινό του είναι ιδιαίτερα χαρισματικό. Πράγματι, τα έργα της παιδικής λογοτεχνίας θα πρέπει να ανταποκρίνονται στην εκρηκτική προσωπικότητα του παιδιού, την πλούσια σε φαντασία, την αστείρευτη σε ευρηματικότητα, με τον ευαίσθητο και απρόβλεπτο ψυχισμό και τη συναισθηματική της πολυπλοκότητα.
α) Η Παιδική Λογοτεχνία δεν απαρτίζεται από έργα παιδιών. Τα λογοτεχνήματα είναι έργα μεγάλων, ενηλίκων.
Β) Τα λογοτεχνήματα αυτά, μπορεί να έχουν συντεθεί εξαρχής για παιδικό κοινό μπορεί όμως να έχουν γίνει παιδικά εκ των υστέρων. Όχι γιατί επιβλήθηκαν, αλλά γιατί αγαπήθηκαν.
 Γ) Η λογοτεχνία για παιδιά περιλαμβάνει έργα που είναι είτε προφορικά είτε γραπτά. Τα προφορικά λογοτεχνήματα δημιουργούνται για να μεταδίδονται κυρίως με την προφορική και προσωπική επικοινωνία. Τα γραπτά λογοτεχνικά έργα συνιστούν το Παιδικό Λογοτεχνικό Βιβλίο.
Δ) Η παιδική λογοτεχνία εκφράζεται με λόγο Έμμετρο ή Πεζό.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι: Παιδική Λογοτεχνία ή Λογοτεχνία για Παιδιά, είναι το σύνολο των καλλιτεχνικών έργων του λόγου με τα οποία ψυχαγωγούνται τα παιδιά».
Η θεωρητικός της παιδικής λογοτεχνίας Ντενίζ Εσκαρπί αναφέρεται στην αμφισβήτηση που δέχτηκε η παιδική/νεανική λογοτεχνία και την κατάταξη της στην υπο-λογοτεχνία επειδή η παιδική ηλικία κατατάσσεται στην πρώτη βαθμίδα της ηλικιακής κλίμακας και την εξομοίωση της νεανικής λογοτεχνίας με τη λαϊκή λογοτεχνία. Ωστόσο η πορεία της παιδικής λογοτεχνίας υπήρξε αρραγής και τα όρια της ίδιας της λογοτεχνίας ως έννοιας δεν ήταν ποτέ σαφή.
Ο Ι. Βασιλαράκης εξετάζει την παιδική λογοτεχνία από την άποψη της γλώσσας καταλήγοντας πως:  «(α) η προφορική παράδοση δεν έπαψε ποτέ να είναι ο μεγάλος τροφοδότης της· ότι (β) ο προσδιο­ρισμός παιδική είναι σχετικά πρόσφατος, αφού παλαιότερα η λο­γοτεχνία ήταν ενιαία για μικρούς και μεγάλους· ότι (γ) ακόμα και σήμερα, ένα σημαντικό ποσοτικά και ποιοτικά μέρος της προέρχε­ται, με την Α ή Β διαδικασία οικειοποίησης ή σφετερισμού, από τη λογοτεχνία για μεγάλους· ότι (δ) πολλοί συγγραφείς που γρά­φουν και για (ή διαβάζονται και από) παιδιά δε νιώθουν καθόλου δισυπόστατοι στο ρόλο τους».
Η αξία της ανάγνωσης βιβλίων από μικρή ηλικία που απευθύνονται σε αναγνώστες ανάλογης ηλικίας και δυνατοτήτων προσφέρει πολλά και  ανεκτίμητα ωφέλη.  Μακροχρόνιες έρευνες απέδειξαν ότι η μύηση του παιδιού από την πολύ μικρή του ηλικία στον έντεχνο λόγο συμβάλλει στην αισθητική καλλιέργεια, στην ανάπτυξη της φαντασίας, στην ψυχική ωρίμανση και φυσικά στη γλωσσική του ανάπτυξη. Η λογοτεχνία συμβάλλει στη γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.  Συγκεκριμένα οι Robinson & Spodek παρατηρούν ότι η λογοτεχνία αποτελεί μια προφανή πηγή ποικιλίας στη χρήση λέξεων και λεξιλογίου.


Η διδασκαλία της παιδικής λογοτεχνίας στο σχολείο εφοδιάζει τους μαθητές με πολύτιμα εφόδια για την περαιτέρω σχολική και κοινωνική τους εξέλιξη. Όταν τα παιδιά εκτίθενται σ’
όλα τα είδη ενδιαφέρουσας λογοτεχνίας, σε κάθε στάδιο της σχολικής τους ζωής, αυξάνουν σημαντικά τις ικανότητες της γραπτής τους έκφρασης: τη δημιουργική γραφή, όπου η λογοτεχνία αποτελεί το έναυσμα για να εκφραστεί  το παιδί και με εποικοδομητικό τρόπο να  ανταποκριθεί στη λογοτεχνία, όπου τα παιδιά καλούνται να εκφράσουν τη γνώμη τους με δημιουργικό αλλά και κριτικό τρόπο, για τα έργα που τους διαβάζουμε. Ο  μικρός αναγνώστης  εξοικειώνεται  με  τις  αφηγηματικές  δομές  μιας λογοτεχνικής ιστορίας και τελικά είναι σαν να προετοιμάζεται  με όρους  και τρόπους για την προσέγγιση της. Τα παιδιά που από μικρά αρέσκονταν να τους διαβάζουν οι γονείς τους ιστορίες, παραμύθια και άλλα λογοτεχνικά είδη φαίνεται ότι με την εισαγωγή  τους  στην  πρωτοβάθμια  εκπαίδευση  η  αφηγηματική  τους  ικανότητα βρίσκεται  σαφώς  σε  καλύτερο  επίπεδο,  έναντι  των  παιδιών,  τα  οποία  δεν  είχαν ανάλογες εμπειρίες.
Όσον αφορά το περιεχόμενο της η παιδική λογοτεχνία παρουσιάζει πτυχές της πραγματικότητας και αντίστοιχες βιωματικές  και  συγκινησιακές  καταστάσεις.  Έτσι,  α)  εγείρει  το  ενδιαφέρον  του αναγνώστη και β) του δίνει τη δυνατότητα να δει με διαφορετικό τρόπο την πραγματικότητα. Προκαλεί προβληματισμό, γιατί προβάλλει βασικά θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο. Ψυχαγωγεί, γιατί δημιουργεί στον αναγνώστη τις συνθήκες εκείνες που τον οδηγούν σε καταστάσεις εσωτερικής πληρότητας. Μεταβιβάζει ηθικές αξίες και παρέχει πρότυπα.


Κλείνοντας, όπως παρατηρεί η Α. Κατσίκη-Γκίβαλου: «Η παιδική λογοτεχνία αποτελεί μια κρίσιμη και ιδιαίτερα ευαίσθητη «δίοδο» του νέου  ανθρώπου προς του κόσμο του αύριο, γι αυτό συνιστά  έναν από τους καθοριστικούς  παιδαγωγικούς  παράγοντες  της  διαμόρφωση τους, ασκώντας πολυποίκιλη  ουσιαστική  επίδραση  στο  πλαίσιο  άξιων  και  συμπεριφορών  του αυριανού ανθρώπου  και πολίτη».
Δεν απομένει, λοιπόν, καμιά αμφιβολία για την σημασία και την ένταξη της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας στον Λογοτεχνικό Κανόνα και την προετοιμασία των ενήλικων αναγνωστών του μέλλοντος.

Πηγές:

Για τον Λογοτεχνικό Κανόνα και τον Σχολικό Λογοτεχνικό Κανόνα:
selidodeiktes.greek-language.gr

Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπουλου, "Τα χαρακτηριστικά και η αξία της παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας", Α και Β μέρος


http://lotypetrovits.blogspot.gr/

Βαλάση, Ζ. (2001). Εισαγωγή στη μελέτη της Λογοτεχνίας και των Βιβλίων για Παιδιά. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Εσκαρπί, Ν. (1995). Η παιδική και νεανική λογοτεχνία στην Ευρώπη. Αθήνα: Καστανιώτης.

Ι. Βασιλαράκης, Γλώσσα και πράξη της παιδικής λογοτεχνίας, Gutenberg, Αθήνα, 2001, σ.11

Εργασία Α. Γιοβάνη, "Παιδική Λογοτεχνία και Φιλαναγνωσία: θεωρητικές προσεγγίσεις και πρακτικές εφαρμογές στο χώρο της προσχολικής αγωγής", ΑΤΕΙ Ιωαννίνων, Τμήμα Βρεφονηπιοκομίας, 2013

Κατσίκη-Γκίβαλου, Α. (1999). Το θαυμαστό ταξίδι. Αθήνα: Πατάκης.