Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Το μπουρλότο

Απόσπασμα από το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη, "Ο μικρός μπουρλοτιέρης"


 
Όλη τη νύχτα έμεινε άγρυπνος ο Λευτέρης. Η καρδιά του φτεροκοπούσε. Τις μικρές ώρες ο ύπνος ήρθε και τον ζάλισε λίγο. «Είκοσι εφτά του Μάη» (σ.σ. 1821) έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. Σήμερα θα πήγαινε το πρώτο μπουρλότο να κάψει ένα ντελίνι.


Ήταν δύο μέρες που η αρμάδα πέρασε από κοντά τους. Τα ελληνικά καράβια σηκώσανε πανιά και τραβήξανε ίσια απάνω της, μα οι εχθροί φύγανε. Μοναχά ένα ντελίνι, ξεκομμένο από τ’ άλλα, δεν τα κατάφερε. Το κυνηγήσανε, αλλά αυτό γρήγορα πρόλαβε και χώθηκε στο μικρό κόρφο της Ερεσού, στη Μυτιλήνη, και εκεί πόδισε. Αποφασίσανε οι καπεταναίοι να στείλουνε μπουρλότο να το κάψουν. Θα είχαν, έτσι, την ευκαιρία να δοκιμάσουνε και το καινούριο όπλο και είχαν όλοι αγωνία για το τι θα βγει.

Δεν είχε σβήσει ο Βέγας, όταν ο Λευτέρης έδωσε μια και βγήκε στο κατάστρωμα. Ξοπίσω του βγήκε και ο Θανάσης.
- Τι κάνεις εδώ, Λευτέρη;
- Την προσευχή μου, αδερφέ.
- Λευτέρη, πάρε αυτό.
μέσα στο αυγινό μισόθαμπο πλησίασε το φίλο του.
κάτι του ‘βαλε στο χέρι.
- Τι είναι;
- Φυλαχτό. Κρέμασέ το στο λαιμό σου.

Έσκυψε ο μικρός το κεφάλι. Δάκρυσαν και οι δύο.
- Μου το ‘δωσε φεύγοντας η μάνα μου. Τώρα το χρειάζεσαι εσύ. Θα σε βοηθήσει…
το ασπάστηκε ο μικρός μούτσος και το ‘βαλε στο λαιμό του. Ακούμπησε στο σώμα του και του ζέστανε τον κόρφο…
- Ο Τομπάζης παρέταξε όλα τα καράβια έτοιμα για τη μάχη, είπε ο Θανάσης για να σπάσει τη σιωπή.
Δεν πρόλαβε ο Λευτέρης ν’ απαντήσει:
- Έτοιμος παλικάρι; ήρθε η φωνή του Παπανικολή από πίσω τους.

Γύρισαν και τον είδαν. Οι ναύτες ένας ένας ανέβαιναν απάνω. Το τσούρμο άλαλο ήρθε και στάθηκε στην κουβέρτα. Λίγο πολύ κανένας δεν είχε κοιμηθεί τούτη τη νύχτα.

Ο Παπανικολής ανέβηκε στο μπουρλότο πρώτος. Στη βάρκα, που ακολουθούσε, σαλτάρισε ο Λευτέρης. Τα «συντρόφια», έτσι λέγονταν οι ναύτες στα μπουρλότα, μπήκαν ξοπίσω του και πήρε καθένας τη θέση του. Έβλεπε ο Λευτέρης τα τσούρμα απ’ όλα τα καράβια, που ήραν κρεμασμένα στα ξάρτια, στις κόφες, στην κουπαστή. Καθώς δεν είχε φέξει καλά, οι όψεις τους μόλις ξεχώριζαν, χαραγμένες από την αγωνία για τα αποτελέσματα που θα ‘φερνε το καινούριο τους όπλο.

Θα ‘ταν έξι η ώρα, σαν έδωσε το σινιάλο η  καπιτάνα για τη μάχη. Η πολεμική παντιέρα με το φοίνικα ανέβηκε ψηλά στο άλμπουρο.
- Με τα κανόνια χτυπάτε τον εχτρό, φώναξε με το τρομπόνι ο ναύαρχος.

Όλα μαζί τότε τα ελληνικά πολεμικά έριξαν βροχή τις μπάλες. Ο καπνός ήρθε και τύλιξε τα ρωμαίικα και το τούρκικο καράβι. Έτσι, βρήκε καιρό, προφυλαγμένο και χαμένο κι αυτό μέσα στον καπνό, να ξεκινήσει το μπουρλότο. Θέλουν να χωθούν στον κόρφο, για να χτυπήσουν το ντελίνι. θα το πετύχουν άραγε;

Μερικά καράβια ακολουθούν ξοπίσω από το μπουρλότο, για να το καλύψουν. Τα τσούρμα θέλουν να μεταδώσουν τον ενθουσιασμό τους στους μπουρλοτιέρηδες και καθώς εκείνοι περνάνε από κοντά τους τους φωνάζουν:
- Ζήτω, λεβέντες! Απάνω τους! Ήρθε η ώρα, αδέρφια!

Οι μπουρλοτιέρηδες αντιχαιρετάνε τα τσούρμα και αμέσως μετά κοιτάνε ίσια στο σκοπό τους. Ο καπετάνιος σφίγγει τα χείλια του. Κρατάει το τιμόνι με δύναμη και μανουβράρει με τέχνη το μπρίκι.

Όλο και ζυγώνουν τον εχθρό. Νιώθει την περηφάνια των συντρόφων του, έχει την ίδια χαρά με αυτούς, μα βλέπει κιόλας την ευθύνη: δεν ξέρει ακόμα τι θα καταφέρουνε. Ο Λευτέρης φοβάται λίγο, νιώθει ένα σφίξιμο στην καρδιά· μια κρυάδα του ανατριχιάζει την πλάτη. Δε δείχνεται όμως, παίρνει κουράγιο από τις φωνές των ναυτών, από τα αποφασισμένα πρόσωπα των συντρόφων του.

Τα καράβια σταμάτησαν. Το μπουρλότο προχώρησε μόνο του καταπάνω στο τούρκικο και σε λίγο έφτασε σε νερά επικίνδυνα. Το τούρκικο ντελίνι έχει οχτακόσιους άντρες αρματωμένους ως τα δόντια.

Είναι ένα περήφανο δίκροτο καράβι που τα εβδομήντα τέσσερα κανόνια του ξερνούν φωτιά. Το κατάστρωμα γυαλίζει από το λίπος που έβαλαν για να μην μπορέσουν οι Έλληνες να κάνουν ρεσάλτο. Αναταράζεται η θάλασσα από τις μπόμπες.
- Σκύψε κάτω, μωρέ παιδί!

Ο Παπανικολής μόλις και προλαβαίνει να κάνει το Λευτέρη να σκύψει πίσω από τους σωρούς τα σκοινιά. Μια σφαίρα πέρασε στ’ αυτί του ξυστά σφυρίζοντας. Κι ο φόβος, θαρρείς, πως με τούτη τη σφαίρα πέρασε. νιώθει ξαφνικά αντρειωμένος, λιοντάρι που δε σκέφτεται το θάνατο.
- Να βγουν, παιδιά, οι μπουκαπόρτες, διατάζει ο καπετάνιος.

Οι ναύτες τρέχουν, αρπάζουν τα ξύλινα σκεπάσματα και τα πετάνε στη θάλασσα.
- Οι γάντζοι έτοιμοι! δίνει άλλη διαταγή.

Ο Λευτέρης αρπάζει το γάντζο και τον κρατάει σφιχτά. Ο Παπανικολής πηγαίνει ίσια απάνω στο ντελίνι και καθώς ο καπνός διαλύεται οι Τούρκοι τους διακρίνουν. Στρέφουν τα κανόνια τους καταπάνω στο μπουρλότο και στέλνουν βροχή τα βόλια τους.

Μέσα στην κοσμοχαλασιά ακούγεται η βροντερή φωνή του καπετάνιου:
- Πετάξτε, συντρόφια, τους γάντζους!

Τρέχει ο ίδιος μπροστά και σφηνώνει το τσιμπούκι σε μια μπουκαπόρτα. Οι ναύτες γαντζώνουν το περήφανο καράβι. Πετάει και ο μικρός το δικό του γάντζο.
- Φύγε εσύ τώρα! σκουντάει το Λευτέρη ο καπετάνιος. Όπως τον βλέπει μικρό, τον παίρνει για εμπόδιο στη δουλειά.
- Άσε, καπετάνιε, σε μένα το τιμόνι! και, χωρίς να περιμένει απάντηση, ο Λευτέρης δένει γρήγορα το τιμόνι γερά, για να κρατήσει το μπουρλότο στη θέση του.

Οι στιγμές περνάνε γεμάτες αγωνία. Μια μπόμπα σηκώνει το νερό ψηλά και το μπρίκι τρατνάζεται.

Γέρνει δεξιά, έτοιμο, λες, να μπατάρει. Μερικοί ναύτες πήδηξαν στην άλλη μεριά και το μπουρλότο έρχεται στη θέση του. Ο Παπανικολής χώνει την κουτάλα στα κοκκινισμένα κάρβουνα και τα σκορπίζει στα λούκια, στο μπαρούτι. Σαν αστραπή μετά πηδάει στη βάρκα, όπου ‘ναι μαζεμένοι οι άλλοι. Κόβουν τα σκοινιά οι ναύτες. Δεν έχουν καιρό για άργητα.
- Στα κουπιά, παλικάρια! Γρήγορα! Όοο…οπ!

Με όλο το βάρος των κορμιών τους σπρώχνουν τη σκαμπαβία και τα κουπιά οργώνουν την ταραγμένη θάλασσα. Δεν πρόλαβαν ν’ αλαργέψουν πολύ και το κακό άρχισε. Το κατράμι, το θειάφι, το νέφτι κόρωσαν. Το μπρίκι τρίζει ολόκληρο· φωτιές άναψαν στα σωθικά του και βγήκαν από τις σκάρες, από τις πλαϊνές πορτίτσες και άρχίσαν να γλείφουν το περήφανο ντελίνι.

Τριζοβολάει το μεγάλο καράβι. Στην αρχή οι Τρούκοι τα χάνουν, δεν περίμεναν τέτοια συμφωρά. Δεν ξέρουν τι να κάνουν. Τα λεπτά περνούν. Τότε, σαν να ‘χαν μια σκέψη οι οχτακόσιοι ναύτες, τρέχουν ξετρελαμένοι από το φόβο, μα με μια στερνή ελπίδα, κατά τις τρόμπες. Με απεγνωσμένη δύναμη τις δουλεύουν και χύνουν νερό στη φωτιά. Οι αξιωματικοί στέλνουν άλλους με τσεκούρια να σπάσουν τις ατσαλένιες άγκυρες. Αγωνίζονται οι Τούρκοι, αγκομαχάνε, γυαλίζουν τα κορμιά τους από τον ιδρώτα, μα δεν τα καταφέρνουν. Πετάνε τα τσεκούρια στη θάλασσα και ξαναγυρίζουν τρέχοντας κοντά στους άλλους, για να τους βοηθήσουν στις τρόμπες. Ως κι οι κανονιέρηδες παρατάνε τα κανόνια τους. Κανένας δε σκέφτεται να κυνηγήσει τους μπουρλοτιέρηδες. Τα συντρόφια από τη σκαμπαβία, σηκωμένα όρθια, αφύλαχτα, κοιτάνε με αγωνία κατά το ντελίνι. Κάποια στιγμή οι φωτιές παίρνουν να σβήσουν και αμέσως μετά σηκώνεται ένας μαύρος καπνός που φτάνει μέχρι τα σύννεφα.
Ντελίνι και μπουρλότο είναι τυλιγμένα στον καπνό.
- Λες να γλιτώσουν; Η φωνή του Παπανικολή φανερώνει κούραση, απογοήτευση.

Όχι, όχι αυτό! Το παιδί δεν μπορεί να φανταστεί τόσους κόπους χαμένους, τόσα όνειρα σβησμένα.
- Είναι πεσμένος ο αγέρας, καπετάνιε…
- Ναι, γι’ αυτό άργησαν να το καταπιούν οι φωτιές.

Στ’ αλμυρισμένα πρόσωπα των ναυτικών είναι χυμένη η πίκρα.
«Ας φυσήξει, Θεέ μου! Μεγαλόχαρη, στείλε αγέρα!» παρακαλάει με δεμένα χέρια ο Λευτέρης.

Πριν τελειώσει όμως την προσευχή του, ο πεσμένος αγέρας ξαναπαίρνει ορμή. Το μπουρλότο άρπαξε πια και το ντελίνι καίγεται για τα καλά τώρα. Οι Τούρκοι βάοζυν τις φωνές έξαλλοι, μέχρι τη βάρκα ακούγονται:
- Ντενιζέ! Ντενιζέ!... στη θάλασσα! Στη θάλασσα να γλιτώσουμε!...

Τα ουρλιαχτά τους γεμίζουν τον αγέρα. Κυνηγημένοι από τις φωτιές, σαλτάρουν στη θάλασσα. Άλλοι σπρώχνονται πάνω στην κουπαστή, που καίγεται· ξεπροβάλλουν ανάμεσα από τις φλόγες όμοια κυνηγημένα ζώα. Τα πανιά, ψηλά στα άλμπουρα, παίρνουν φωτιά. Το σκαρί δεν αντέχει και οι Τούρκοι βιάζονται να προλάβουν να πετάξουν τις φελούκες τους στη θάλασσα. Όλοι θέλουν να χωρέσουν μέσα στις λίγες βάρκες. Ξέφρενοι από το φόβο τους, σπρώχνει ο ένας τον άλλον, αγωνίζονται ποιος θα πρωτομπεί. Οι φλόγες τους έχουν κυκλώσει. Το μεσαίο άλμπουρο, με τη σημαία ντροπιασμένη, πέφτει στο κατάστρωμα με θόρυβο. Δεν έχουν καιρό για χάσιμο. Τα καταφέρνουν λίγοι και οι βάρκες απομακρύνονται από το καράβι. Εκείνοι που ‘ναι στη θάλασσα αγωνίζονται να τις φτάσουν, αλλά στο μεταξύ έχει ξεσπάσει θαλασσοταραχή και πολλούς τους σκεπάζει το κύμα. 

Από τα ελληνικά πλοία φτάνουν οι βάρκες με τους αρματωμένους ναύτες. Αρχίζουν με βόλια, με μπαλτάδες να σκοτώνουν τους Τούρκους. Ο Λευτέρης ξεχνάει πως είναι εχθροί, ξεχνάει το μίσος και τους όρκους του. Κλείνει τα μάτια του να μη βλέπει το σκοτωμό, βουλώνει με τις απαλάμες του τ’ αυτιά του, για να μην ακούει τα ουρλιαχτά και τις κραυγές τους. Νιώθει το στομάχι του ν’ ανακατώνεται και του ‘ρχεται να κάνει εμετό. Σκύβει δειλά στο πλάι και ξαλαφρώνει στη θάλασσα.

Άξαφνα ακούγεται ένας βρόντος που αντηχεί σαν αναστεναγμός σε όλα τα γύρω βουνά. Γυρίζει ξαφνιασμένος ο Λευτέρης και κοιτάζει. Ήταν η μπαρουταποθήκη που πήρε φωτιά στο χτυπημένο καράβι. Τα άλμπουρα τιναχτήκανε στον αγέρα μαζί με κομμάτια ξύλα και σίδερα. 

Ψηλά, πολύ ψηλά φτάνουν τα συντρίμμια ανακατεμένα με τις σάρκες εκείνων που δεν πρόλαβαν να φύγουν. Έπειτα χτύπησαν με μανία στη θάλασσα και χάθηκαν στο σκοτεινό βυθό…

Ο Λευτέρης νιώθει έναν πόνο στο πόδι του. Μεγαλώνει, μεγαλώνει ο πόνος, ξανακάνει εμετό και χάνεται από τον κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου