Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Το παραμύθι του παππού

Απόσπασμα από το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη, "Ντο ρε μι κι ένα σκυλί"

 

Ο παππούς μάζεψε τα παιδιά γύρω του και –σαν παραμύθι- άρχισε να λέει:

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γίγαντας, ένας μεγάλος γίγαντας, τόσο μεγάλος, όσο σαράντα εκατομμύρια άνθρωποι μαζί.

Τον ίδιο καιρό κάπου κοντά στο γίγαντα ήταν κι ένας νάνος. Ένας μικρός νάνος.

Νάνος και γίγαντας ζούσαν ο καθένας στον τόπο του χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλο. Τους χώριζε άλλωστε ένα τεράστιο αυλάκι, μια ολόκληρη θάλασσα.

Κάθε πρωί ο μεγάλος γίγαντας έβανε στο στόμα του τα δυο του χέρια, τα ‘κανε χωνί και φώναζε στο μικρό νάνο: «Γεια σου, γείτονα». Έπαιρναν τη φωνή του τα κύματα και την πήγαιναν κατευθείαν στ’  αυτιά του μικρού νάνου. Άρπαζε τότε κι εκείνος έναν τεράστιο κόχυλα, εφτά φορές πιο μεγάλο απ’ το μπόι του, και φώναζε: «Γεια σου και σένα».

Και ήταν ευτυχισμένοι… Και περνούσε ο καιρός. Ο νάνος κοίταγε τη δουλειά του, ο γίγαντας τη δικιά του, και ζούσαν αγαπημένοι…

Ένα πρωί όμως ο μεγάλος γίγαντας φόρεσε ένα περίεργο καπέλο και μια ακόμα πιο περίεργη στολή. Φόρεσε και κάτι μεγάλες μπότες και μετά έκανε ένα μεγάλο πήδημα,  έφτασε μπροστά στην πόρτα του μικρού νάνου και, βανοντάς του μια λόγχη μπροστά στην κοιλιά, του είπε : «Ήρθα να σου πάρω το σπίτι σου΄ παραδώσου!».

Ο μικρός νάνος στην αρχή το πέρασε για χωρατό. «Κοίτα χωρατατζής που ναι ο μεγάλος γίγαντας!» σκέφτηκε. Και φέρνοντας στο νου του το γνωστό τους χαιρετισμό, του φώναξε:

-Γεια σου, γείτονα!

Ο γίγαντας όμως δεν καταλάβαινε πια από τέτοια. Πίεσε τη λόγχη πάνω στην κοιλιά του μικρού νάνου και άγρια του ξαναφώναξε:

-Παραδώσου!

Ο μικρός νάνος τότε κατάλαβε. Πέταξε τον τεράστιο κόχυλα, που μ’ αυτόν φώναζε το «γεια σου, γείτονα», και απομακρύνθηκε λίγο΄ κοίταξε λυπημένος κατάματα το  μεγάλο γίγαντα και χωρίς κανέναν φόβο του είπε:

-Όχι, δεν παραδίνομαι!

Αμέσως μετά έτρεξε, έφτασε στο μικρό καλύβι του και σε λίγο ξαναγύρισε κρατώντας στα χέρια του μια σφεντόνα. Στάθηκε μπροστά στο γίγαντα και περίμενε.

Ο μεγάλος γίγαντας τα ‘χασε για λίγο. Ύστερα χύθηκε πάνω στο μικρό νάνο θέλοντας να τον συντρίψει. Έγινε όμως κάτι απίστευτο. Ο μικρός νάνος νίκησε το μεγάλο γίγαντα! Ο μεγάλος γίγαντας το βαλε στα πόδια…

Έτσι οι Έλληνες του σαράντα, όπως ο μικρός νάνος του παραμυθιού, όταν η Ιταλία ζήτησε να της παραδώσουν τη χώρα τους, απάντησαν, όπως και κείνος, μ’ ένα θαρραλέο και αποφασιστικό ΟΧΙ!

Δεν είναι όμως μόνο πως είπαν το ΟΧΙ. Το διαφέντεψαν στη συνέχεια παλικαρίσια και νικηφόρα πάνω στις βουνοκορφές.

Το μπουρλότο

Απόσπασμα από το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη, "Ο μικρός μπουρλοτιέρης"


 
Όλη τη νύχτα έμεινε άγρυπνος ο Λευτέρης. Η καρδιά του φτεροκοπούσε. Τις μικρές ώρες ο ύπνος ήρθε και τον ζάλισε λίγο. «Είκοσι εφτά του Μάη» (σ.σ. 1821) έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. Σήμερα θα πήγαινε το πρώτο μπουρλότο να κάψει ένα ντελίνι.


Ήταν δύο μέρες που η αρμάδα πέρασε από κοντά τους. Τα ελληνικά καράβια σηκώσανε πανιά και τραβήξανε ίσια απάνω της, μα οι εχθροί φύγανε. Μοναχά ένα ντελίνι, ξεκομμένο από τ’ άλλα, δεν τα κατάφερε. Το κυνηγήσανε, αλλά αυτό γρήγορα πρόλαβε και χώθηκε στο μικρό κόρφο της Ερεσού, στη Μυτιλήνη, και εκεί πόδισε. Αποφασίσανε οι καπεταναίοι να στείλουνε μπουρλότο να το κάψουν. Θα είχαν, έτσι, την ευκαιρία να δοκιμάσουνε και το καινούριο όπλο και είχαν όλοι αγωνία για το τι θα βγει.

Δεν είχε σβήσει ο Βέγας, όταν ο Λευτέρης έδωσε μια και βγήκε στο κατάστρωμα. Ξοπίσω του βγήκε και ο Θανάσης.
- Τι κάνεις εδώ, Λευτέρη;
- Την προσευχή μου, αδερφέ.
- Λευτέρη, πάρε αυτό.
μέσα στο αυγινό μισόθαμπο πλησίασε το φίλο του.
κάτι του ‘βαλε στο χέρι.
- Τι είναι;
- Φυλαχτό. Κρέμασέ το στο λαιμό σου.

Έσκυψε ο μικρός το κεφάλι. Δάκρυσαν και οι δύο.
- Μου το ‘δωσε φεύγοντας η μάνα μου. Τώρα το χρειάζεσαι εσύ. Θα σε βοηθήσει…
το ασπάστηκε ο μικρός μούτσος και το ‘βαλε στο λαιμό του. Ακούμπησε στο σώμα του και του ζέστανε τον κόρφο…
- Ο Τομπάζης παρέταξε όλα τα καράβια έτοιμα για τη μάχη, είπε ο Θανάσης για να σπάσει τη σιωπή.
Δεν πρόλαβε ο Λευτέρης ν’ απαντήσει:
- Έτοιμος παλικάρι; ήρθε η φωνή του Παπανικολή από πίσω τους.

Γύρισαν και τον είδαν. Οι ναύτες ένας ένας ανέβαιναν απάνω. Το τσούρμο άλαλο ήρθε και στάθηκε στην κουβέρτα. Λίγο πολύ κανένας δεν είχε κοιμηθεί τούτη τη νύχτα.

Ο Παπανικολής ανέβηκε στο μπουρλότο πρώτος. Στη βάρκα, που ακολουθούσε, σαλτάρισε ο Λευτέρης. Τα «συντρόφια», έτσι λέγονταν οι ναύτες στα μπουρλότα, μπήκαν ξοπίσω του και πήρε καθένας τη θέση του. Έβλεπε ο Λευτέρης τα τσούρμα απ’ όλα τα καράβια, που ήραν κρεμασμένα στα ξάρτια, στις κόφες, στην κουπαστή. Καθώς δεν είχε φέξει καλά, οι όψεις τους μόλις ξεχώριζαν, χαραγμένες από την αγωνία για τα αποτελέσματα που θα ‘φερνε το καινούριο τους όπλο.

Θα ‘ταν έξι η ώρα, σαν έδωσε το σινιάλο η  καπιτάνα για τη μάχη. Η πολεμική παντιέρα με το φοίνικα ανέβηκε ψηλά στο άλμπουρο.
- Με τα κανόνια χτυπάτε τον εχτρό, φώναξε με το τρομπόνι ο ναύαρχος.

Όλα μαζί τότε τα ελληνικά πολεμικά έριξαν βροχή τις μπάλες. Ο καπνός ήρθε και τύλιξε τα ρωμαίικα και το τούρκικο καράβι. Έτσι, βρήκε καιρό, προφυλαγμένο και χαμένο κι αυτό μέσα στον καπνό, να ξεκινήσει το μπουρλότο. Θέλουν να χωθούν στον κόρφο, για να χτυπήσουν το ντελίνι. θα το πετύχουν άραγε;

Μερικά καράβια ακολουθούν ξοπίσω από το μπουρλότο, για να το καλύψουν. Τα τσούρμα θέλουν να μεταδώσουν τον ενθουσιασμό τους στους μπουρλοτιέρηδες και καθώς εκείνοι περνάνε από κοντά τους τους φωνάζουν:
- Ζήτω, λεβέντες! Απάνω τους! Ήρθε η ώρα, αδέρφια!

Οι μπουρλοτιέρηδες αντιχαιρετάνε τα τσούρμα και αμέσως μετά κοιτάνε ίσια στο σκοπό τους. Ο καπετάνιος σφίγγει τα χείλια του. Κρατάει το τιμόνι με δύναμη και μανουβράρει με τέχνη το μπρίκι.

Όλο και ζυγώνουν τον εχθρό. Νιώθει την περηφάνια των συντρόφων του, έχει την ίδια χαρά με αυτούς, μα βλέπει κιόλας την ευθύνη: δεν ξέρει ακόμα τι θα καταφέρουνε. Ο Λευτέρης φοβάται λίγο, νιώθει ένα σφίξιμο στην καρδιά· μια κρυάδα του ανατριχιάζει την πλάτη. Δε δείχνεται όμως, παίρνει κουράγιο από τις φωνές των ναυτών, από τα αποφασισμένα πρόσωπα των συντρόφων του.

Τα καράβια σταμάτησαν. Το μπουρλότο προχώρησε μόνο του καταπάνω στο τούρκικο και σε λίγο έφτασε σε νερά επικίνδυνα. Το τούρκικο ντελίνι έχει οχτακόσιους άντρες αρματωμένους ως τα δόντια.

Είναι ένα περήφανο δίκροτο καράβι που τα εβδομήντα τέσσερα κανόνια του ξερνούν φωτιά. Το κατάστρωμα γυαλίζει από το λίπος που έβαλαν για να μην μπορέσουν οι Έλληνες να κάνουν ρεσάλτο. Αναταράζεται η θάλασσα από τις μπόμπες.
- Σκύψε κάτω, μωρέ παιδί!

Ο Παπανικολής μόλις και προλαβαίνει να κάνει το Λευτέρη να σκύψει πίσω από τους σωρούς τα σκοινιά. Μια σφαίρα πέρασε στ’ αυτί του ξυστά σφυρίζοντας. Κι ο φόβος, θαρρείς, πως με τούτη τη σφαίρα πέρασε. νιώθει ξαφνικά αντρειωμένος, λιοντάρι που δε σκέφτεται το θάνατο.
- Να βγουν, παιδιά, οι μπουκαπόρτες, διατάζει ο καπετάνιος.

Οι ναύτες τρέχουν, αρπάζουν τα ξύλινα σκεπάσματα και τα πετάνε στη θάλασσα.
- Οι γάντζοι έτοιμοι! δίνει άλλη διαταγή.

Ο Λευτέρης αρπάζει το γάντζο και τον κρατάει σφιχτά. Ο Παπανικολής πηγαίνει ίσια απάνω στο ντελίνι και καθώς ο καπνός διαλύεται οι Τούρκοι τους διακρίνουν. Στρέφουν τα κανόνια τους καταπάνω στο μπουρλότο και στέλνουν βροχή τα βόλια τους.

Μέσα στην κοσμοχαλασιά ακούγεται η βροντερή φωνή του καπετάνιου:
- Πετάξτε, συντρόφια, τους γάντζους!

Τρέχει ο ίδιος μπροστά και σφηνώνει το τσιμπούκι σε μια μπουκαπόρτα. Οι ναύτες γαντζώνουν το περήφανο καράβι. Πετάει και ο μικρός το δικό του γάντζο.
- Φύγε εσύ τώρα! σκουντάει το Λευτέρη ο καπετάνιος. Όπως τον βλέπει μικρό, τον παίρνει για εμπόδιο στη δουλειά.
- Άσε, καπετάνιε, σε μένα το τιμόνι! και, χωρίς να περιμένει απάντηση, ο Λευτέρης δένει γρήγορα το τιμόνι γερά, για να κρατήσει το μπουρλότο στη θέση του.

Οι στιγμές περνάνε γεμάτες αγωνία. Μια μπόμπα σηκώνει το νερό ψηλά και το μπρίκι τρατνάζεται.

Γέρνει δεξιά, έτοιμο, λες, να μπατάρει. Μερικοί ναύτες πήδηξαν στην άλλη μεριά και το μπουρλότο έρχεται στη θέση του. Ο Παπανικολής χώνει την κουτάλα στα κοκκινισμένα κάρβουνα και τα σκορπίζει στα λούκια, στο μπαρούτι. Σαν αστραπή μετά πηδάει στη βάρκα, όπου ‘ναι μαζεμένοι οι άλλοι. Κόβουν τα σκοινιά οι ναύτες. Δεν έχουν καιρό για άργητα.
- Στα κουπιά, παλικάρια! Γρήγορα! Όοο…οπ!

Με όλο το βάρος των κορμιών τους σπρώχνουν τη σκαμπαβία και τα κουπιά οργώνουν την ταραγμένη θάλασσα. Δεν πρόλαβαν ν’ αλαργέψουν πολύ και το κακό άρχισε. Το κατράμι, το θειάφι, το νέφτι κόρωσαν. Το μπρίκι τρίζει ολόκληρο· φωτιές άναψαν στα σωθικά του και βγήκαν από τις σκάρες, από τις πλαϊνές πορτίτσες και άρχίσαν να γλείφουν το περήφανο ντελίνι.

Τριζοβολάει το μεγάλο καράβι. Στην αρχή οι Τρούκοι τα χάνουν, δεν περίμεναν τέτοια συμφωρά. Δεν ξέρουν τι να κάνουν. Τα λεπτά περνούν. Τότε, σαν να ‘χαν μια σκέψη οι οχτακόσιοι ναύτες, τρέχουν ξετρελαμένοι από το φόβο, μα με μια στερνή ελπίδα, κατά τις τρόμπες. Με απεγνωσμένη δύναμη τις δουλεύουν και χύνουν νερό στη φωτιά. Οι αξιωματικοί στέλνουν άλλους με τσεκούρια να σπάσουν τις ατσαλένιες άγκυρες. Αγωνίζονται οι Τούρκοι, αγκομαχάνε, γυαλίζουν τα κορμιά τους από τον ιδρώτα, μα δεν τα καταφέρνουν. Πετάνε τα τσεκούρια στη θάλασσα και ξαναγυρίζουν τρέχοντας κοντά στους άλλους, για να τους βοηθήσουν στις τρόμπες. Ως κι οι κανονιέρηδες παρατάνε τα κανόνια τους. Κανένας δε σκέφτεται να κυνηγήσει τους μπουρλοτιέρηδες. Τα συντρόφια από τη σκαμπαβία, σηκωμένα όρθια, αφύλαχτα, κοιτάνε με αγωνία κατά το ντελίνι. Κάποια στιγμή οι φωτιές παίρνουν να σβήσουν και αμέσως μετά σηκώνεται ένας μαύρος καπνός που φτάνει μέχρι τα σύννεφα.
Ντελίνι και μπουρλότο είναι τυλιγμένα στον καπνό.
- Λες να γλιτώσουν; Η φωνή του Παπανικολή φανερώνει κούραση, απογοήτευση.

Όχι, όχι αυτό! Το παιδί δεν μπορεί να φανταστεί τόσους κόπους χαμένους, τόσα όνειρα σβησμένα.
- Είναι πεσμένος ο αγέρας, καπετάνιε…
- Ναι, γι’ αυτό άργησαν να το καταπιούν οι φωτιές.

Στ’ αλμυρισμένα πρόσωπα των ναυτικών είναι χυμένη η πίκρα.
«Ας φυσήξει, Θεέ μου! Μεγαλόχαρη, στείλε αγέρα!» παρακαλάει με δεμένα χέρια ο Λευτέρης.

Πριν τελειώσει όμως την προσευχή του, ο πεσμένος αγέρας ξαναπαίρνει ορμή. Το μπουρλότο άρπαξε πια και το ντελίνι καίγεται για τα καλά τώρα. Οι Τούρκοι βάοζυν τις φωνές έξαλλοι, μέχρι τη βάρκα ακούγονται:
- Ντενιζέ! Ντενιζέ!... στη θάλασσα! Στη θάλασσα να γλιτώσουμε!...

Τα ουρλιαχτά τους γεμίζουν τον αγέρα. Κυνηγημένοι από τις φωτιές, σαλτάρουν στη θάλασσα. Άλλοι σπρώχνονται πάνω στην κουπαστή, που καίγεται· ξεπροβάλλουν ανάμεσα από τις φλόγες όμοια κυνηγημένα ζώα. Τα πανιά, ψηλά στα άλμπουρα, παίρνουν φωτιά. Το σκαρί δεν αντέχει και οι Τούρκοι βιάζονται να προλάβουν να πετάξουν τις φελούκες τους στη θάλασσα. Όλοι θέλουν να χωρέσουν μέσα στις λίγες βάρκες. Ξέφρενοι από το φόβο τους, σπρώχνει ο ένας τον άλλον, αγωνίζονται ποιος θα πρωτομπεί. Οι φλόγες τους έχουν κυκλώσει. Το μεσαίο άλμπουρο, με τη σημαία ντροπιασμένη, πέφτει στο κατάστρωμα με θόρυβο. Δεν έχουν καιρό για χάσιμο. Τα καταφέρνουν λίγοι και οι βάρκες απομακρύνονται από το καράβι. Εκείνοι που ‘ναι στη θάλασσα αγωνίζονται να τις φτάσουν, αλλά στο μεταξύ έχει ξεσπάσει θαλασσοταραχή και πολλούς τους σκεπάζει το κύμα. 

Από τα ελληνικά πλοία φτάνουν οι βάρκες με τους αρματωμένους ναύτες. Αρχίζουν με βόλια, με μπαλτάδες να σκοτώνουν τους Τούρκους. Ο Λευτέρης ξεχνάει πως είναι εχθροί, ξεχνάει το μίσος και τους όρκους του. Κλείνει τα μάτια του να μη βλέπει το σκοτωμό, βουλώνει με τις απαλάμες του τ’ αυτιά του, για να μην ακούει τα ουρλιαχτά και τις κραυγές τους. Νιώθει το στομάχι του ν’ ανακατώνεται και του ‘ρχεται να κάνει εμετό. Σκύβει δειλά στο πλάι και ξαλαφρώνει στη θάλασσα.

Άξαφνα ακούγεται ένας βρόντος που αντηχεί σαν αναστεναγμός σε όλα τα γύρω βουνά. Γυρίζει ξαφνιασμένος ο Λευτέρης και κοιτάζει. Ήταν η μπαρουταποθήκη που πήρε φωτιά στο χτυπημένο καράβι. Τα άλμπουρα τιναχτήκανε στον αγέρα μαζί με κομμάτια ξύλα και σίδερα. 

Ψηλά, πολύ ψηλά φτάνουν τα συντρίμμια ανακατεμένα με τις σάρκες εκείνων που δεν πρόλαβαν να φύγουν. Έπειτα χτύπησαν με μανία στη θάλασσα και χάθηκαν στο σκοτεινό βυθό…

Ο Λευτέρης νιώθει έναν πόνο στο πόδι του. Μεγαλώνει, μεγαλώνει ο πόνος, ξανακάνει εμετό και χάνεται από τον κόσμο.

Η ελληνική σημαία

Απόσπασμα από το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη, "Ο αγέρας παίζει φλογέρα"

 

Μιλούσανε δυο νεράιδες.

-Τι σημαία να δώσουμε σ’ αυτή τη χώρα; είπαν και έδειξαν την Ελλάδα.

-Ας ρωτήσουμε την ίδια, είπε η μια.

-Ας ρωτήσουμε, συμφώνησε και η άλλη.

Βρήκαν την Ελλάδα να λούζεται σε μια καταγάλανη θάλασσα και να στεγνώνει κάτω από έναν ολόλαμπρο ήλιο.

-Κυρά, κυρά αρχόντισσα,
κυρά μας παινεμένη,
Ελλάδα δοξασμένη,
Τι χρώμα θέλεις να ‘χει η σημαία σου;

-Να ρωτήσω τα παιδιά μου, είπε η Ελλάδα.
Τα μισά παιδιά της ζούσαν στη στεριά, παιδεύονταν με τη γη και τα βουνά.

-Κυρά, κυρά αρχόντισσα,
κυρά μας παινεμένη,
 Ελλάδα δοξασμένη,
σκληρός ο τόπος.
Και η δουλειά σκληρή.
Μα άσπρα περιστέρια οι ψυχές μας.
 Γι’ αυτό άσπρη, ολόασπρη τη θέμε τη σημαία μας.

Τα ‘γραψε τα λόγια αυτά σε χρυσόδετο τεφτέρι η Ελλάδα.

-Ας πάω τώρα να ρωτήσω και τ’ άλλα μου παιδιά, τα παιδιά της θάλασσας, είπε η Ελλάδα.

Τα βρήκε να παλεύουν με τα δίχτυα. Να τα τραβούν με κόπο, γιατί ήταν γιομάτα απ’ ασημένια λαχταριστά ψάρια.

-Κυρά, κυρά αρχόντισσα,
κυρά μας παινεμένη,
Ελλάδα δοξασμένη,
εμάς οι ψυχές μας είναι δοσμένες στο γαλανό νερό.
Τούτη η θάλασσα η μεγάλη, που μας δίνει χαρά και ζωή, θέλουμε να χωρέσει στη σημαία μας.

Τα ‘γραψε και τούτα τα λόγια η Ελλάδα σε χρυσόδετο τεφτέρι και το ‘δωσε, το τεφτέρι, στις νεράιδες.

-Έτσι να γίνει, είπαν εκείνες.

Και τότε μέσα από την αφρισμένη θάλασσα βγήκε τ’ ασπρογάλανο πανί κι απλώθηκε σε ουρανό και γη. Κείνη την ώρα ο ήλιος άστραψε, έσκυψε, φίλησε το πανί και το φίλημά του έγινε ένας ολόχρυσος σταυρός.

-Η σημαία μας, είπε η Ελλάδα. Η σημαία για τα παιδιά της στεριάς, για τα παιδιά της θάλασσας.

Η συνάντηση του Καπετάν Κώττα με τον Μητροπολίτη


Απόσπασμα από το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη, "Καπετάν Κώττας"



Τι να σκέφτεται ο Άγιος; Έτρεμε το φυλλοκάρδι του Κώττα, μα δεν τολμούσε να πει τίποτα άλλο. Κι ο Δέσποτας σκεφτόταν αυτά που ‘γραφε χθες το πρωί στο ημερολόγιό του.

Όταν έφτασα εδώ, βρήκα τον τόπο σε άθλια κατάσταση. Ο πόλεμος του ’97 είναι ακόμα πρόσφατος. Οι Τούρκοι από μίσος για την Ελλάδα υποστηρίζουν τας εξαρχικάς αξιώσεις· οι Βούλγαροι επωφελούνται της ψυχολογικής καταστάσεως και είναι κύριοι του τόπου. Οι βλέψεις του βουλγαρικού κομιτάτου φθάνουν ως τον Αλιάκμονα και τα καστανοχώρια και γι’ αυτό το στρατόπεδο των συμμοριών στήθηκε στα Κορέστια της Καστοριάς για ν’ αποδείξουν μια μέρα στην ευρωπαϊκή διπλωματία ότι στην Καστοριά πρέπει να χαραχτούν τα σύνορα της ονειροπολούμενης Μεγάλης Βουλγαρίας. Στην αρχή συγκροτήθηκαν εκεί δυο συμμορίες· η μια υπό τον Πετρόφ από το Σίστεβο για τα Κορέστια, η άλλη υπό τον Μαρκόφ από το χωριό Πατέλι για την περιφέρεια Φλωρίνης. Τα πρώτα αιματηρά κρούσματα παρουσιάστηκαν στην επαρχία Καστοριάς. Το βουλγαρικό κομιτάτο εκτελώντας το ανθελληνικόν του σχέδιον, άρχισε να ρίχνει τον ένα ύστερα από τον άλλον τους στύλους των ελληνικών κοινοτήτων, για να εμπνεύσει τον πανικόν, να υποτάξει τον πληθυσμό στη βουλγαρική Εξαρχία. Το ελληνικό αίμα άρχισε να βάφει τη γη της Μακεδονίας, τα σλαβόφωνα χωριά μπρος στο τραγικό δίλημμα «Εξαρχία ή θάνατος» αποσκιρτούν στην Εξαρχία. Η κατάστασις γίνεται απελπιστική. Οι συμμορίες συγκαλούν τη νύχτα τους χωρικούς μέσα σ’ εκκλησίες κι αφού τους ορκίσουν στο κομιτάτο, τους αποσπούν υπό την απειλή των όπλων αναφορές προς την Εξαρχία και την Κυβέρνηση, όπου δηλώνουν ότι αποσκιρτούν στην Εξαρχία. Όσοι από τους χωρικούς κινδυνεύουν ως ύποπτοι στους Βουλγάρους καταφεύγουν στην Καστοριά, οι δάσκαλοι εγκαταλείπουν τις θέσεις τους.
Αφού μελέτησα την κατάσταση πήγα στο Προξενείο του Μοναστηριού να συνεννοηθώ με τον πρόξενο. Του εξέθεσα τα πράγματα, του είπα ότι η προπαγάνδα η βουλγαρική κερδίζει έδαφος, ότι κάθε μέρα γίνονται φόνοι κι εκβιασμοί. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες λένε στους δικούς μας «Δε θα πάτε στη Μητρόπολη». Κι αν πάνε τους σκοτώνουν. Ο Πεζάς μού είπε ότι η κατάσταση αυτή είναι κι εδώ κι αλλού. Μου είπε όμως ο Πεζάς να κάνω μια έκθεση προς την Κυβέρνηση κι έκαμα μια και την έστειλε ο ίδιος ο πρόξενος στο Υπουργείο. Σ’ αυτή τους υποδείκνυα ότι ήταν αδύνατο να κρατηθεί ο αγών χωρίς ελληνικά σώματα. Η έκθεση στάλθηκε μα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Σε λίγες εβδομάδες πήγα πάλι στο Προξενείο και ο πρόξενος μου είπε ότι όχι μόνο δε μας στέλνουν βοήθεια, αλλά μας εμποδίζουν.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», μου λέει…
«Μα καλά», του απαντώ, «κάθε μέρα χύνεται αίμα ελληνικό. Κάθε μέρα οι ορθόδοξοι αποσκιρτούν. Αυτοί σκοτώνουν. Το κομιτάτο τούς δυναμώνει, θα μείνω λοιπόν με τα χέρια δεμένα; Τότε χάθηκε η Μακεδονία…»

Κι αυτός ήταν σύμφωνος. Γύρισα απελπισμένος στην Καστοριά και αποφάσισα να ενεργήσω όπως μπορούσα μόνος μου.
Αναστέναξε με ανακούφιση ο Καραβαγγέλης.
- Θεέ μου! ψιθύρισε. Πόσο γρήγορα ήρθε η απάντηση στο αίτημά μου!
- Είπες τίποτα, Δέσποτα; ανησύχησε ο Κώττας.
- Θα σου πω μια ιστορία, άρχισε ο Άγιος. Μια φορά ήταν μια χώρα. Όμορφη, πανέμορφη, όπως είναι οι βασιλοπούλες στα παραμύθια. Τη λέγανε Μακεδονία, μάνα είχε την Ελλάδα κι είχε αφέντη της το Μεγαλέξαντρο. Μα, σαν όμορφη που ήτανε, πολλοί τη λαχταρούσανε. Και περισσότερο αυτοί που είχαν γειτονιά μαζί της. Τη βλέπανε το πρωί σαν λουζότανε στα ποτάμια της, τη βλέπανε τ’ απόγευμα σαν μαζεύονταν τα πουλιά στα δέντρα της. Μα με τέτοιον αφέντη, εύκολο δεν ήταν να κάνουν δικιά τους τη Μακεδονία. Σαν πέθανε ο Μεγαλέξαντρος αναγάλλιασαν. «Τώρα είναι δικιά μας», είπαν. «την κουρσεύουμε». Και το πρώτο που ήθελαν ήταν να ξεχαστεί ο Μεγαλέξαντρος. Μα η γης όλο και το θυμίζει στα παιδιά και στα εγγόνια του στρατηλάτη. Όλο και βγάζει αγάλματα, νομίσματα χρυσαφικά, στολίδια, να τα βλέπουν τα παιδιά και τα εγγόνια του Μεγαλέξαντρου να μην ξεχνάν την τρανή γενιά τους. Κι εγγόνι του Μεγαλέξαντρου είσαι κι εσύ, Κωνσταντή!
Έβγαλε από τη μέσα τσέπη ο Δέσποτας ένα νόμισμα. Το ‘δωσε στον καπετάνιο.
Μέσα από το φως του φεγγαριού του χαμογέλασε η μορφή ενός εφήβου.
- Ο Μεγαλέξαντρος είναι και γύρω γύρω ελληνικά γράμματα, εξήγησε ο Καραβαγγέλης.
Έσκυψε ο Κώττας ξανά, κοίταξε το όμορφο πρόσωπο. Κάτι σαν παράκληση είχαν τα μάτια του στρατηλάτη.
«Βοήθησε…» είπε στον Καπετάνιο και τώρα θαρρείς πως, όπως τον κοίταζε ίσια στα μάτια, τον διέταζε.
- Θα βοηθήσω, του υποσχέθηκε ο Κώττας, κι όλο λαχτάρα έφερε το νόμισα στα χείλη και το φίλησε.
- Θα σου πω μια αληθινή ιστορία για ένα τέτοιο νόμισμα, χαμηλόφωνα συνέχισε ο Δεσπότης: Μάλωναν μια μέρα ένας Βούλγαρος κι ένας Έλληνας, υπηρέτες κι οι δυο ενός πασά. Άκουσε ο πασάς τις φωνές στην αυλή και τους κάλεσε. «Τι πάθατε κι από το πρωί τρωγόσαστε;» τους ρώτησε. «Να, αφέντη», έπιασε να εξηγεί ο Βούλγαρος, «έχουμε ένα νόμισμα με το κεφάλι ενού βασιλιά απάνω».
«Δικός μου ο Βασιλιάς, ο Μεγαλέξαντρος», λέει ο Γραικός. «Δικιά μου και η χώρα του». «Δικός μου ο βασιλιάς, δικιά μου η χώρα του, λέω ελόγου μου. Και γίνηκε ο σαματάς που άκουσες».
«Να δω κι εγώ», λέει ο πασάς και κοιτάζει καλά καλά την κεφαλή και τα γραφούμενα. «Τι γλώσσα είναι τούτα δω τα γράμματα;» ρωτάει. «Ελληνικά!» του λέει ο Έλληνας. Γελάει ο πασάς. Γυρνάει στο Βούλγαρο.
«Δικός του ο βασιλιάς, δικιά του η χώρα!» λέει. «Γιατί έχεις δει μωρέ, ποτέ Τούρκο σουλτάνο να γράφει στις λίρες του απάνω φράγκικα;…»
Φτερούγισε η καρδιά του Κώττα, χτύπησε τα χέρια του από χαρά σαν παιδί με το πάθημα του Βούλγαρου.
- Χάρισέ το μου, Άγιε, παρακάλεσε κι έδειξε το νόμισμα.
- Χάρισμά σου, παιδί μου. Μα η ιστορία δε σταματάει εδώ. Η Ελλάδα πρόκοψε, απλώθηκε κι έγινε Βυζάντιο. Μα προκόβει ο γονιός και δεν προκόβει το παιδί του; Έτσι κι η Μακεδονία πρόκοβε κι αυτή. Τώρα πια, αν τη λιμπίζονταν οι γείτονές της, λούφαξαν όμως από φόβο. Κι ήρθαν δίσεκτα χρόνια, παιδί μου. Ήρθε ο Τούρκος και σκλάβωσε την Ελλάδα, που πα να πει σκλάβωσε και τη Μακεδονία. Έπεσε σκοτάδι, αλήθεια σου λέω, τόσο σκοτάδι που σκοτίστηκαν κι οι άνθρωποι και λίγο έλειψε να ξεχάσουν τη γενιά τους. Τι κάθομαι και λέω! Και γενιά και γλώσσα και θρησκεία πήγαν να ξεχάσουν. Και τότες…
- Και τότες; Κουνήθηκε ανήσυχα ο Κώττας.
- Και τότες ένας καλόγερος μ’ ένα ραβδί στο χέρι φάνηκε στις πολιτείες και στα χωριά. Τον ξέρεις. Τον έλεγαν Κοσμά, Κοσμά Αιτωλό.
- Δεν τον ξέρω, τον έκοψε ο Κώττας.
- Τον ξέρεις με τ’ όνομα που τον προσκυνάν οι Αρβανίτες. Τσουμπάν παπά τον λέτε εδώ.
- Τον άγιο λες! Σηκώθηκε από κάτω ο Κώττας κι έκανε το σταυρό του.
Χαμογέλασε ευτυχισμένα  ο Καραβαγγέλης. Το ‘ξερε πως εδώ πάνω τον Πατροκοσμά τον βάζανε αν όχι πιο ψηλά, πάντως ίσια με τον Μεγαλοδύναμο.
- Ξέρεις τι έκανε αυτός; ρώτησε.
- Θαύματα! είπε απλοϊκά ο Κώττας.
- Ναι! Μα εγώ μόνο για το ένα και μεγάλο θαύμα του θα σου πω. Μοναχός του ξεκίνησε, μ’ ένα δισάκι κι ένα ραβδί κι έσωσε τον Ελληνισμό που χανότανε! Τα χαρτιά γράφαν 200.000 τους Χριστιανούς μόνο στο Μπεράτι. Είχαν 40.000 απομείνει σαν πήγε εκεί ο Κοσμάς. Οι άλλοι είχαν χαθεί και για την Εκκλησία και για το Γένος. Κόμπιασε λίγο ο Καραβαγγέλης και σιγανά συνέχισε: στην Καστοριά είχε στήσει το σταυρό του στο νεκροταφείο του Αγίου Αντρέα, στη ρίζα μια συκαμιάς. Όταν έχω αβάσταχτη λύπη, πάω εκεί και ξεκουράζομαι. Και παίρνω θάρρος και παίρνω ελπίδα. Σαν να ‘ναι εκεί πλάι μου, τον ακούω να επιμένει στο τρίγωνο Μοναστήρι – Αχρίδα – Καστοριά που ‘ ναι ο Προμαχώνας της Εθνότητας ενάντια στο Σλάβο. Πόσο βαθιά έβλεπε η ματιά του τους μελλοντικούς αγώνες της φυλής εδώ ψηλά! Κι ήταν προφήτης. Αν το έργο του Κοσμά συνεχιζόταν, κανείς Σλάβος δε θα ‘χε πατήσει σε κείνα τα χώματα που χάσαμε κατόπιν και που μέχρι τότε είχαν ελληνικό χαρακτήρα.
Ο Δεσπότης δε μιλούσε πια με τον Κώττα. Είχε χαθεί στους δικούς του συλλογισμούς.
- Αν συνεχιζόταν το έργο του Κοσμά… ξανάπε, αναστέναξε και άναψε τσιγάρο.
τότε είδε τον Κώττα.
Ο καπετάνιος τον κοίταζε θαμπωμένος, ζαλισμένος· του άρπαξε το χέρι ο Δεσπότης, το ‘σφιξε, έσκυψε μετά απάνω του.
- Είδε ο Άγιος τα δικά μας τα βουνά και είπε «ευλογημένα βουνά κατοικία των ανδρείων αρματολών»· και αλλού ξανάπε, «βλέπετε αυτά τα βουνά; Απ’ αυτά θα λάμψει η θεία χάρη της Ελευθερίας…» Κωνσταντή! Και σένα μπορεί να είδε στα οράματά του ο Άγιος και έρχεται τώρα με το δικό μου στόμα και σε παρακαλεί να παλέψεις. Σου λέει πως ο αγώνας και πάλι ο αγώνας και μόνο ο αγώνας μπορεί να σώσει αυτόν τον τόπο. Κωνσταντή, τι λες;
- Πως θέλουμε όπλα, Δέσποτα, απάντησε ο Κώττας κι είχε λυγμούς πνιγμένους στη φωνή του
Σηκώθηκε ο Καραβαγγέλης, η πέτρα που τον κράταγε κουνήθηκε.
Είδε το φεγγάρι που χανόταν, αγκάλιασε με τη ματιά του το Πράσινο, όλη τη Μακεδονία. γύρισε μετά, είδε το σηκωμένο καπετάνιο. Στο αδύνατο πρόσωπό του έλαμπαν τα μάτια του από έρωτα για την Πατρίδα. Είδε ο Δεσπότης πως τον ίδιο καημό έχουν οι δυο τους. Τον έπιασε από τους ώμους σχεδόν τρυφερά.
- Παιδί μου, είπε σιγά, ο Θεός θέλησε να δώσεις εσύ το θανατερό δάγκωμα. Μπορεί να σωθεί το θεριό. Μα θα ‘ναι θανάσιμα πληγωμένο. Και θα ‘ρθουν άλλοι μετά από μας, που θα το αποτελειώσουν. Και θα ‘ναι πιο εύκολη δουλειά η δικιά τους.

Προχώρησε ένα βήμα, ξαναστάθηκε. Από σήμερα – είπε επίσημα- θα είσαι ο πρώτος. Θα σε στείλω κάτω να γνωρίσεις τους Έλληνες βασιλιάδες· και τα παιδιά σου θα τα στείλω στην Ελλάδα να σπουδάσουν.
Πήγε, χάιδεψε τη μούλα του, την ξέδεσε.
Είδε πάλι τον ουρανό. Μόλις και πρόκανε πριν ξημερώσει να ‘ναι στην Καστοριά.
- Ο Θεός μαζί μας, είπε, όπως σταύρωνε το σκυμμένο κεφάλι του καπετάνιου που του φίλαγε το χέρι. Ο Θεός μαζί μας, ξανάπε.
Η καινούρια μέρα έφτανε...

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Η εξόρμηση του Μπάρι

Απόσπαμα από το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη, "Τα σκυλιά του αγίου Βερνάρδου"

 

 


Δεν ήξεραν πως τόσο γρήγορα τα γυμνάσματα για δήθεν χαμένους οδοιπόρους θα έπαυαν να είναι απλή εκπαίδευση. Πολύ γρήγορα χρειάστηκαν τα σκυλιά να παλέψουν και να σώσουν ανθρώπους.
Είχαν δεν είχαν ακόμα αναλάβει απ’ την περιπέτειά τους ο αδελφός Πιερ και ο Μπάρι, όταν ο καιρός, έτσι στα καλά καθούμενα, πήρε το χειρότερο. Το ραδιόφωνο μίλησε για «πρωτοφανή κακοκαιρία» -μια κακοκαιρία που εκατό χρόνια είχε να πλήξει την Ευρώπη – και έδωσε το δελτίο θυέλλης.
Από το τηλέφωνο, πριν ακόμα κοπεί και απομονωθούν οι καλόγεροι, ο ηγούμενος πήρε και την προσωπική συμβουλή του αστυνόμου της κοντινής πόλης να λάβουν μέτρα έκτακτης ανάγκης.
Με σύστημα, χωρίς πανικό, οι καλόγεροι οργάνωσαν την άμυνά τους στο κακό, που ώρα την ώρα θα χτυπούσε την περιοχή. Τα ζώα ασφαλίστηκαν, οι υδραυλικές εγκαταστάσεις ελέγχθηκαν, οι στέγες καθαρίστηκαν, οι αποθήκες με τα τρόφιμα εξετάστηκαν σχολαστικά, ειδικά τσεκαρίστηκε το απόθεμα ασφάλειας φαρμάκων. Ο μοναχός – γιατρός επέβλεπε προσεχτικά στην επιθεώρηση του κινητού χειρουργείου και την άψογη λειτουργία του μόνιμου. Οι βάρδιες στους πύργους του μοναστηριού διπλασιάστηκαν. Τα μπουκάλια με το κονιάκ γεμίστηκαν από τα τεράστια βαρέλια που φυλάγονταν στο κελάρι, και έτοιμα περίμεναν να δεθούν στις κοιλιές των σκυλιών. Και οι κουβέρτες, καλοδιπλωμένα μπογαλάκια, η μια πάνω στην άλλη, έτοιμες να δεθούν στην κοιλιά του κάθε σκύλου. Οι συνοδοί τους κοιμούνταν ντυμένοι. Έτοιμοι να ξεχυθούν έξω, στην άσπρη κόλαση, να δώσουν μάχη για τη σωτηρία κάποιου ανθρώπου που θα κινδύνευε. Όλα ήταν έτοιμα να δεχτούν την τρομερή επίθεση της κακοκαιρίας, που δεν άργησε να φτάσει στις Άλπεις.
Ξαφνικά, ο ουρανός έγινε μουντός. Μουντός, με κάτι περίεργες κόκκινες ανταύγειες. Η φύση κράτησε την αναπνοή της. Τα ζώα είχαν ειδοποιηθεί από το ένστικτό τους και είχαν λουφάξει. Για λίγο, μια απειλητική σιγή έπεσε πάνω στα χιονισμένα βουνά. Κι έπειτα ξέσπασε το κακό. Μούγκρισαν οι Άλπεις, κι αυτό το μουγκρητό γέμισε τις κοιλάδες, διπλασιάστηκε, τριπλασιάστηκε απ’ την ηχώ μια φοβερή κραυγή απόγνωσης, που έφτασε μέχρι το μοναστήρι. Τρεμούλιασε το πέτρινο τεράστιο οικοδόμημα, τα φώτα χαμήλωσαν, ξανάναψαν και τελικά έσβησαν. Έτοιμες ήταν οι γεννήτριες και δώσανε φως στο μοναστήρι.
Τη δεύτερη μέρα, όταν το κακό, αντί να υποχωρήσει, γιγαντώθηκε, οι βάρδιες είδαν τις φωτοβολίδες. Δεν ήταν μια ούτε δυο. Πάνω από τρεις υπολογίσανε οι παρατηρητές. Άρα η ομάδα που κινδύνευε ήταν μεγάλη, πολυπρόσωπη.
- Θα χρησιμοποιηθούν και τα σκυλιά που εκπαιδεύονται τώρα, αποφάσισε ο ηγούμενος.
Ο αδελφός Αντώνιος είχε αντιρρήσεις. Άλλο ασκήσεις σε ομαλές περιπτώσεις κι άλλο να ζητάς από ένα σκυλί χωρίς πείρα να τα βγάλει πέρα σε τόσο σοβαρές στιγμές.
- Φοβάμαι να το ρισκάρω, εξήγησε βιαστικά στον ηγούμενο. Και το σκυλί μπορεί να κινδυνέψει, αλλά και ο εκπαιδευτής του. Μπορεί σκυλί και μοναχός να χαθούν.
- Είναι μεγάλη η ομάδα των ανθρώπων. Πρέπει να βοηθήσει όλη η μονάδα των μοναχών με όλα τα σκυλιά, δεν άλλαξε γνώμη ο ηγούμενος. Μόνο μην αργούμε. Κάθε δευτερόλεπτο φέρνει με σιγουριά τους αδερφούς μας προς το θάνατο.
Άλλο δεν μπορούσε να επιμείνει ο αδελφός Αντώνιος.
- Ευλόγησον, είπε και έφυγε τρεχάτος να δώσει διαταγές.
Έβαλε ο αδελφός Πιερ στον Μπάρι την κουβέρτα και το κονιάκ.
- Μπάρι, του ψιθύρισε, τα θυμάσαι όλα όσα σου ‘μαθα;
Το σκυλί γρύλισε. Ναι, τίποτα δεν ξέχναγε.
Τελείωσε το δέσιμο του κονιάκ και της κουβέρτας στην κοιλιά του ζωντανού ο αδελφός Πιερ και επιθεώρησε για τελευταία φορά τα πετσιά. Ήταν εντάξει. Έβαλε τα δικά του πλατιά παπούτσια και ετοιμάστηκε να βγει στην αυλή, εκεί που μαζεύονταν και οι άλλοι.
Φοβήθηκε ξαφνικά. Ξανακοίταξε το σκύλο του. Όπως τον είδε, μεγαλόσωμο, γεροφτιαγμένο, ένιωσε μια σιγουριά, πήρε μια βαθιά αναπνοή.
- Μπάρι, καλή τύχη να ‘χουμε κι οι δυο μας, του ψιθύρισε και του φίλησε το υγρό μουσούδι.
Κι ο Μπάρι, σοβαρά, έβγαλε τη γλώσσα του και τρυφερά του φίλησε το μάγουλο.
Κρατούσαν σφιχτά τις λάμπες θυέλλης απ’ το χέρι, τη χοντρή αλυσίδα με το σκύλο απ’ την άλλη. Και βγήκαν όλοι μαζί από το μοναστήρι.
Απ’ το φοβερό αέρα που τους υποδέχτηκε, δεν άκουσαν καν τη βαριά πόρτα που έκλεισε πίσω τους. Μπρος, θολές φιγούρες τα τεράστια βουνά. Το χιόνι γινόταν κρύσταλλο μόλις τους άγγιζε. Στην αρχή, πήγαιναν όλοι μαζί, μα τα σκυλιά κάποια στιγμή τινάχτηκαν μπροστά και τους παρέσυραν σ’ ένα ξέφρενο κατηφόρισμα.
Βρέθηκε μόνος με τον Μπάρι. Το σκυλί τραβούσε νευρικά με τόση δύναμη την αλυσίδα του, που κόντεψε να του βγάλει το χέρι απ’ τον ώμο. Δεν έβλεπε τίποτα, κάθε βήμα γινόταν απίθανα επικίνδυνο και κουραστικό. Πού πήγαιναν, Θεέ μου;
Μέρα ήταν; Νύχτα ήταν; Δεν ήξερε πια. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Είχε πάψει να ψάχνει το έδαφος, αν ήταν στέρεο. Με τα παπούτσια, που είχαν μεγάλη επιφάνεια, πατούσε γερά στο χιόνι, προσπαθώντας να αντισταθεί στον αγέρα που πάλευε να τον ρίξει κάτω. Και προχωρούσαν. Τώρα το σκυλί έγινε πιο νευρικό. Κάποια στιγμή στάθηκε αναποφάσιστο, οσμίστηκε μια δυο φορές κι έπειτα ρίχτηκε προς την πλαγιά. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και ο αδελφός Πιερ, τυφλωμένος απ’ το χιόνι, που του έγδερνε το πρόσωπο, το ακολούθησε. Κατάλαβε το τράνταγμα της αλυσίδας να γίνεται επιτακτικό. Τέτοιο δυνατό τράνταγμα, που τον πέταξε κάτω. Βρέθηκε χωμένος σε μια εσοχή, κι έτσι σώθηκε.
Η χιονοστιβάδα, ακολουθώντας το δρόμο της με βοή, πέρασε ακριβώς από πλάι του. Το έδαφος τρεμούλιασε, έπαψε να ‘ναι σταθερό, ήταν έτοιμο να σκιστεί στα δύο.
Περίμενε φοβισμένος, άκουσε το θόρυβο της χιονοστιβάδας που, παρασύροντας κι άλλους όγκους χιονιού, έπεφτε με τρομαχτική βοή στο χάος. Έκατσε ακίνητος λίγη ώρα, με μισοχαμένες από τον τρόμο τις αισθήσεις του. Κάποια στιγμή συνήλθε.  Σηκώθηκε με κόπο. Πού ήταν ο Μπάρι; Τον έπιασε τρόμος. Αν έχανε τον Μπάρι, ελάχιστες ελπίδες είχε να σωθεί κι αυτός. Η αλυσίδα του ‘χε φύγει απ’ τα χέρια καθώς έπεφτε. Έψαξε στα τυφλά να τη βρει. Και αγκάλιασε το ζεστό κορμί του Μπάρι.
Ο Μπάρι ανυπόμονα περίμενε να βρει το αφεντικό του την αλυσίδα. Κι όταν σιγουρεύτηκε πως έγινε αυτό, βγάζοντας ένα δυνατό ουρλιαχτό, ξεκίνησε με καινούρια ορμή. Κάποια στιγμή ένας όγκος χιονιού τους έκοψε το δρόμο. Ο Πιερ δεν τον είχε αντιληφθεί και σκόνταψε απάνω του. Εκεί στάθηκε ο Μπάρι. Με ένα ακόμα ουρλιαχτό, άρχισε σαν παλαβός να σκάβει με τα τέσσερα πόδια του. Ο αδελφός Πιερ έβγαλε με μεγάλο κόπο ένα μικρό φτυάρι που είχε στον κόρφο του. Προσπάθησε να βοηθήσει τον Μπάρι, να του κάνει πιο εύκολη τη σκληρή δουλειά. Σκεφτόταν πως θα του ‘τρωγε πολλή ώρα αυτό το σκάψιμο κι όποιος ήταν εκεί παραχωμένος θα πέθαινε απ’ αυτή την αργοπορία. Για ώρα ανάγκης είχε το μικρό πιστόλι με τη φωτοβολίδα. Το έβγαλε και με μεγάλη προσπάθεια έριξε σήμα. Οι άλλοι μοναχοί δε θ’ αργούσαν να ‘ρθουν για βοήθεια. Κι όμως άργησαν.
Η ομάδα οδοιπόρων είχαν παραθαφτεί απ’ τη χιονοστιβάδα σε μεγάλη ακτίνα. Κι έτσι πάλευαν υπεράνθρωπα οι άλλοι καλόγεροι να ξεθάψουν αυτούς που τα δικά τους σκυλιά είχαν εντοπίσει.
Ο Μπάρι δεν είχε ξανακάνει αυτή την άσκηση σε τόσο βάθος.
Έσκαβε, έσκαβε απελπισμένα, πολλές στιγμές θύμωνε, άλλες δίβουλα στεκόταν, από φόβο μήπως έκανε λάθος, κι έπειτα με περισσότερο πείσμα προχωρούσε στην τρύπα που ‘χε καταφέρει να ανοίξει στο χιονισμένο σκληρό όγκο.
Κι όταν σε βάθος δύο μέτρων βρήκε αυτό που γύρευε, το λιποθυμισμένο άνθρωπο, τότε έβγαλε μια κραυγή, που ήταν όμως κραυγή νίκης. Ο αδελφός Πιερ έστειλε άλλο σινιάλο – άλλο χρώμα φωτοβολίδας- πως βρήκε οδοιπόρο, κι αμέσως άρχισε να στάζει στα παγωμένα χείλια του άγνωστου κονιάκ.
Ο οδοιπόρος σάλεψε, άρχισε να συνέρχεται. Τότε φτάσαν κι άλλοι μοναχοί. Δε θα μπορούσε να πει πώς ακριβώς έγινε. Ίσως επειδή πρώτη φορά λάβαινε μέρος σε ομάδα διάσωσης, ίσως γιατί η χαρά και η υπερηφάνεια τον συνεπήραν, μια και πέτυχε αυτή η πρώτη του έξοδος, ίσως γιατί ήταν αποκαμωμένος απ’ το τρέξιμο και το σκάψιμο, ίσως γιατί δεν είχε πείρα, ξέχασε τον Μπάρι.
Σιγουρεύτηκε πως ο τραυματισμένος δέθηκε γερά στο έλκηθρο κι ανάπνεε. Έτσι ακολούθησε τους άλλους μοναχούς, που κουβαλούσαν και τους υπόλοιπους οδοιπόρους. Ίσως, καθώς άκουγε τα άλλα σκυλιά να αλυχτούν, να πίστεψε πως μαζί τους ήταν και ο Μπάρι. Δεν ξέρει τι έφταιξε και, όσο γινότανε πιο γρήγορα, πήρε μαζί με τους υπόλοιπους το δρόμο για το μοναστήρι. Ο γυρισμός του φάνηκε πιο εύκολος, ο αγέρας τους έσπρωχνε από πίσω, ήταν πολλοί μαζί, δεν το κατάλαβε πώς έφτασε στο μοναστήρι.
Άνοιξε η βαριά εξώπορτα, οι νοσοκόμοι-αδελφοί πήγαν τους χτυπημένους στο κτίσμα που ήτανε νοσοκομείο. Και μόνο τότε, σαν είδε τους καλόγερους να παίρνουν τα σκυλιά να παν να τα ταΐσουν, μονάχα τότε αναζήτησε τον Μπάρι.
Σφύριξε… Τίποτα.
- Μπάρι, ψιθύρισε. Μπάρι, φώναξε. Μπάρι, ούρλιαξε.
Μα το γνώριμο γρύλισμα δεν τα’ άκουσε. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Ο σκύλος είχε απομείνει στις χιονισμένες πλαγιές.
Δε δίστασε. Με έναν πήδο βρέθηκε στην εξώπορτα. Με τη φασαρία που επικρατούσε, κανείς δεν τον πήρε είδηση που την άνοιξε. Την έκλεισε πίσω του και, χωρίς να σκεφτεί, άρχισε να τρέχει μες στην χιονοθύελλα· ούτε τον αγέρα κατάλαβε, ούτε το χιόνι που τον μαστίγωνε. Ούτε πρόσεξε τον ουρανό, που είχε μπλαβιάσει και τον απειλούσε. Έβγαλε μια σφυρίχτρα και καλούσε τον Μπάρι μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του. Δεν ξέρει ποιους αδιάβατους δρόμους πήρε. Δεν ξέρει καν αν κινδύνεψε σ’ αυτά τα μονοπάτια. Είχε ξεχάσει τον εαυτό του και μόνο τον Μπάρι σκεφτόταν. Η φαντασία του τον έβλεπε ξεπαγιασμένο, άψυχο, να πεθαίνει χωρίς κανείς να βρίσκεται κοντά του. Προσευχήθηκε: «Θεέ μου, ας βρω τον Μπάρι!».
- Μπάρι! Όλο το είναι του τον φώναξε. Ολόκληρος είχε γίνει μια κραυγή.
- Μπάρι!
Και τότε μέσα στα ουρλιαχτά του αγέρα, σαν να ‘κουσε ένα παραπονεμένο κλάμα. Καρδιοχτύπησε. Λες ν ‘ταν ιδέα του; Μήπως το φαντάστηκε; Κι από πού άκουσε το κλάμα; Ίδιο λαγωνικό τέντωσε τ’ αυτιά του. Και τότε καθαρά πια έφτασε ως αυτόν το ίδιο παραπονεμένο κλάμα. Σαν παλαβός, ο αδελφός Πιερ έτρεξε προς τα εκεί που ακούστηκε ο Μπάρι. Περισσότερο το ένστικτο τον οδήγησε σε κείνο το μέρος. Μα πού να ψάξει; Απελπισμένος έβλεπε την πλαγιά. Κάπου εκεί ψυχομαχούσε ο Μπάρι, αλλά πού;
Τότε ήταν που άκουσε καθαρά το κλάμα του σκυλιού. Πηδούσε τώρα, δεν έτρεχε. Έφτασε κι άρχισε να σκάβει σαν τρελός. Όταν ξέθαψε το σκύλο, όταν άγγιξε το αγαπημένο του κρομί, τότε στάθηκε να πάρει μια ανάσα. Έπειτα πήρε το κορμί του στα χέρια, αγκαλιά, και άρχισε το δύσκολο αγώνα της επιστροφής. Ο Μπάρι ήταν βαρύς, ήταν κι ο ίδιος πολύ κουρασμένος κι η θύελλα μαινόταν γύρω τους. Μα ο αδελφός προχωρούσε για το μοναστήρι, για τη σωτηρία. Ο Μπάρι ανάπνεε τώρα βαριά. Κι ο Μπάρι έζησε.
Στιγμή δεν έφυγε από πλάι του ο αδελφός Πιερ. Τα φάρμακα τα ανακάτευε στο ζεστό γάλα και τάιζε με μπιμπερό το εξαντλημένο σκυλί. Κι ο Μπάρι, μ’ όλη την αδυναμία του, προσπαθούσε να σαλέψει την ουρά του, να ξαναδεθεί, προσπαθούσε για τη ζωή. Κι αυτό, για να μη λυπήσει το αφεντικό του· γι’ αυτό περισσότερο…
- Αδελφέ, έκανες μεγάλη αμαρτία. Κινδύνεψες για να σώσεις το σκυλί σου.
Ο ηγούμενος, όρθιος, κατσάδιαζε τον αδελφό Πιερ.
- Από θαύμα γύρισες ζωντανός. Έβαλες και σε κίνδυνο κι άλλους αδελφούς, που βγήκαν να σε αναζητήσουν. Ναός του Θεού είναι ο άνθρωπος, Κι εσύ δεν τον λογάριασες αυτόν το ναό του Θεού.
Ο Πιέρ είχε σκύψει το κεφάλι κι άκουγε τα σκληρά λόγια του ηγούμενου. Έτσι όμως δεν έβλεπε τα μάτια του ηγούμενου, που τον κοιτούσαν όλο αγάπη και στοργή.
- Πήγαινε, αδελφέ, θα μείνεις αμίλητος πέντε μέρες και θα πεις την προσευχή της Παρθένου διακόσιες φορές.
- Ευλόγησον, γέροντα, ψέλλισε ο αδελφός Πιερ ταπεινά.
Όχι, δεν είχε δει πόσο καμάρι είχαν τα μάτια του ηγούμενου.

Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη: μία εμπνευσμένη συγγραφέας και ένας χαρισματικός άνθρωπος




Η Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη γεννήθηκε το 1930 στην Καβάλα. Υπήρξε μία σπουδαία συγγραφέας της παιδικής λογοτεχνίας που την λάτρεψαν μικροί και μεγάλοι λόγω της αμεσότητας και του απέριττου της γραφής της αλλά και λόγω του πηγαίου και πρόσχαρου χαρακτήρα της. Σχεδόν ως το τέλος της ζωής της, χθες 23 Σεπτεμβρίου, δεν έπαυε να προσφέρει με όποιον τρόπο μπορούσε και να βλέπει τα πράγματα με αισιοδοξία.


Με το κείμενό μας αυτό θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε μία ματιά στο έργο και την προσφορά της στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας στην οποία συνεισέφερε τα μέγιστα και άλλαξε ριζικά τον τρόπο που την βλέπουν οι κριτικοί και ενήλικοι αναγνώστες με το να αγαπηθούν εξαιρετικά από τα παιδιά τα βιβλία της.
Σπούδασε στη σχολή Kοινωνικών Λειτουργών και στη σχολή δημοσιογραφίας της "Δαμασκού".  Στα νεοελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1954 με το βιβλίο «Κόκκινη κλωστή δεμένη». Έκτοτε ακολούθησε μία πολύ επιτυχημένη συγγραφική πορεία, κυρίως στην παιδική και εφηβική λογοτεχνία. Ήταν άνθρωπος σεμνός και χαμηλών τόνων, αφοσιωμένη στο γράψιμο και την οικογένειά της.
Όταν εμφανίστηκε στα νεοελληνικά γράμματα κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, η χώρα προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τον οδυνηρό εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε. Όλοι δούλευαν πυρετωδώς προς την κατεύθυνση αυτή ενώ τα πάθη ακόμη σιγόβραζαν. Παράλληλα ήδη στην Ευρώπη είχαν ξεκινήσει ανανεωτικές προσπάθειες στον τομέα της παιδείας και της παιδικής λογοτεχνίας (όπου εκεί είχε μεγαλύτερη παράδοση σε σχέση με την Ελλάδα), με σκοπό να μην οδηγηθεί ξανά η ήπειρος σε ολοκληρωτικό πόλεμο. Η εβραϊκής καταγωγής Γερμανίδα  Jella Lepman ηγείται της προσπάθειας αυτής με την ίδρυση της ΙΒΒΥ.  Στην Ελλάδα ανάλογη προσπάθεια πραγματοποιείται με την ίδρυση της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς το 1958 και του ελληνικού τμήματος της ΙΒΒΥ το 1969. Η Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη δραστηριοποιήθηκε έντονα ως μέλος και των δύο αυτών οργανισμών.  Επίσης υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Η πλούσια δράση της περιελάμβανε από εκδηλώσεις και ομιλίες για το βιβλίο έως επισκέψεις σε σχολεία και κυρίως πολλή εθελοντική εργασία.
Εξέδωσε πολλά βιβλία για παιδιά και νέους, πάνω από 60-ίσως και περισσότερα. Όλα ξεχωρίζουν για την ποιότητα της γραφής τους και την διαπραγμάτευση του θέματος και της υπόθεσης. Τα έργα της 


κινούνται κυρίως γύρω από τρεις θεματικούς άξονες, την ελληνική ιστορία, τη σύγχρονη ζωή και τα προβλήματά της  και την ελληνική παράδοση. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα βιβλία της συγγραφέως που διαπραγματεύονται θέματα παρμένα από την ελληνική ιστορική πραγματικότητα. Επικεντρώνει κυρίως το ενδιαφέρον της περισσότερο σε θέματα της ελληνικής αρχαιότητας και της νεότερης ιστορίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους τίτλους: Ο μικρός μπουρλοτιέρης, Στις ρίζες της λευτεριάς, Το δαχτυλίδι του αυτοκράτορα, Ρήγας Φεραίος, Καπετάν Κώττας,  Μνήμες της Σμύρνης. Στην δεύτερη κατηγορία η συγγραφέας εκφράζει τις αγωνίες και την ανησυχία της για τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας προσεγγίζοντάς τα με ηπιότητα και προοδευτικό πνεύμα χωρίς διδακτισμό. Κυριότερα έργα της σε αυτό το θεματικό άξονα είναι: Παιχνίδι χωρίς κανόνες, Πριν από το τέρμα, Είναι κανείς εδώ;, Τα σκυλιά του αγίου Βερνάρδου, Εμένα με νοιάζει, Τα δώδεκα φεγγάρια. Στην τρίτη κατηγορία, στα εμπνευσμένα από την παράδοση έργα της, βρίσκουμε και τα περίφημα παραμύθια της. Με οδηγό την ελληνική παράδοση, η Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη προετοιμάζει τα ελληνόπουλα για τον αγώνα του αύριο. Εδώ ξεχωρίζουν Ο Αλέξης με το ξύλινο άλογο, Συντροφιά με τον άνεμο, Κατερίνα–για μια θέση στον Παράδεισο, Τρελοβάπορο χωρίς τιμόνι, Φουρφουρής ο κότσυφας, Οι μάγοι της κασέτας, Χορεύοντας στο δάσος, Το φεγγάρι, το γραμματόσημο κι εγώ, Το τσίρκο μαςκαι φυσικά ο περίφημος Σπουργίτης με το κόκκινο γιλέκο.


Συχνά η αξία και η φήμη των έργων της ξεπερνούσε τα όρια των ελληνικών συνόρων εκπροσωπώντας επάξια την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό. «Ο σπουργίτης με το κόκκινο γιλέκο» βραβεύεται το 1969 στον Πανευρωπαϊκό Διαγωνισμό του Παιδαγωγικού Iνστιτούτου της Πάδουα. Το 1978 το βιβλίο της «Εμένα με νοιάζει» έλαβε το Τιμητικό Δίπλωμα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ) και αναρτήθηκε στον τιμητικό πίνακα του Διεθνούς Βραβείου Άντερσεν. Να σημειωθεί πως είναι το πρώτο ελληνικό παιδικό βιβλίο που αναφέρεται στο οικολογικό ζήτημα. Η Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη το 1991 υπήρξε, επίσης, υποψήφια της χώρας μας για το Διεθνές Βραβείο Αντερσεν.

 



Φυσικά, δεν έλειψαν και οι διακρίσεις στην Ελλάδα. Το 1964 η Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά βραβεύει το βιβλίο της «Ο μικρός μπουρλοτιέρης» και το 1965 το παραμύθι της «Χορεύοντας στο δάσος». Tο 1969, ο Κύκλος του Eλληνικού Παιδικού Bιβλίου τη βραβεύει για το παραμύθι της «O σπουργίτης με το κόκκινο γιλέκο».  Tο 1972, ο "Kύκλος" της απονέμει το βραβείο του Δήμου Aθηναίων για το πρωτότυπο μυθιστόρημα- παραμύθι "ο Aλέξης με το ξύλινο άλογο". Βραβεία έχουν λάβει και τα βιβλία της: "Kώττας", μυθιστοριοποιημένη βιογραφία του πρώτου Mακεδονομάχου (βραβείο 1970), "Στις ρίζες της λευτερίας" ιστορικές μονογραφίες (βραβείο 1970), "Kαυτές μνήμες από τη Σμύρνη" πρώτο βραβείο Eθνικής Eταιρίας Eλλήνων Λογοτεχνών, "Πρίν απ'το τέρμα" βραβείο Xριστιανικών Γραμμάτων (1988),  "O μεγάλος αποχαιρετισμός" (1990) πρώτο βραβείο Ένωσης Σμυρναίων. Το 1980, η Ακαδημία Αθηνών, της απένειμε βραβείο για την προσφορά της και το έργο της, στην παιδική και εφηβική λογοτεχνία. Το 2005 τιμήθηκε και από την Εκκλησία της Ελλάδας.


Η Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη ήταν γνωστή για την γνήσια και βαθιά πίστη της στο χριστιανισμό και τη στενή της σχέση με την ελληνική Εκκλησία στην οποία πρόσφερε επίσης πολλά. Με παραίνεση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου, που ήταν για χρόνια στην Ελλάδα η ψυχή της Ορθόδοξης ιεραποστολής στην Αφρική και στην Κορέα, επισκέφθηκε τη Μαύρη Ήπειρο. Αποτέλεσμα του ταξιδιού και των εμπειριών της ήταν η έκδοση τριών βιβλίων για την πολύπαθη ήπειρο, τα έσοδα των οποίων δίδονται όλα στην Ιεραποστολή. Συμμετείχε στην συντακτική επιτροπή του περιοδικού “Σαλπίσματα”, που εξέδιδε η Μητρόπολη Νικαίας επί Μητροπολίτου του αείμνηστου Γεωργίου Παυλίδη. Μια σημαντική δραστηριότητα της ήταν  και η επί 25 χρόνια συνεχής παρουσία της στα ερτζιανά, μέσα από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Πειραϊκής Εκκλησίας, 91,2 FM. το βιβλίο της “Αύριο είναι Κυριακή” μεταφράστηκε στα ρωσικά, με την εκ μέρους της παραχώρηση στο Πατριαρχείο της Μόσχας των συγγραφικών δικαιωμάτων του βιβλίου της και ήδη η πρώτη του έκδοση, με 18.000 αντίτυπα, έχει εξαντληθεί. Για την προσφορά της αυτή έλαβε την ευλογία και τις ευχαριστίες του Πατριάρχου Μόσχας κ. Κυρίλλου.


Η Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη, μία σπουδαία συγγραφέας, ένας υπέροχος άνθρωπος, μία μοναδική ομιλήτρια και παιδαγωγός μέσα από τα βιβλία της, που έφυγε από τη ζωή χθες, αφήνοντας μας μία αξεπέραστη κληρονομιά που νικάει το χρόνο, θα μας συντροφεύει πάντα με τις ιστορίες και τα παραμύθια της αλλά και ως πρότυπο ανθρώπου.



Κυριότερα έργα της:
  • Ο μικρός μπουρλοτιέρης (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1989)
  • Ο Αλέξης με το ξύλινο άλογο (Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1989)
  • Το δαχτυλίδι του αυτοκράτορα (Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1992)
  • Ρήγας Φεραίος (Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1992)
  • Φουρφουρής ο κότσυφας (Εκδόσεις Πατάκη, 1995)
  • Τα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου (Εκδόσεις Πατάκη, 1995)
  • Αθάνατη ιδέα (Συλλογικό έργο, Άγκυρα, 1996)
  • Εμένα με νοιάζει (Εκδόσεις Πατάκη, 1996)
  • Ο αγέρας παίζει φλογέρα (Εκδόσεις Πατάκη, 1996)
  • Οι μάγοι της κασέτας (Άγκυρα, 1996)
  • Πριν από το τέρμα (Εκδόσεις Πατάκη, 1996)
  • Στο γαλαξία της ενωμένης Ευρώπης (Συλλογικό έργο, Άγκυρα, 1996)
  • Συντροφιά με τον άνεμο (Εκδόσεις Πατάκη, 1996)
  • Χορεύοντας στο δάσος (Εκδόσεις Πατάκη, 1997)
  • Τρελοβάπορο χωρίς τιμόνι (Εκδόσεις Πατάκη, 1998)
  • Σκύλος με σπίτι (Εκδόσεις Πατάκη, 1998)
  • Κατερίνα (Εκδόσεις Πατάκη, 1999)
  • Καπετάν-Κώττας (Ψυχογιός, 1999)
  • Ο μεγάλος αποχαιρετισμός (Ψυχογιός, 2000)
  • Το φεγγάρι, το γραμματόσημο κι εγώ (Εκδόσεις Πατάκη, 2001)
  • Τέλος δεν έχει η αγάπη (Εκδόσεις Πατάκη, 2001)
  • Ο σπουργίτης με το κόκκινο γιλέκο (Ψυχογιός, 2001)
  • Ντο-ρε-μι κι ένα σκυλί (Ψυχογιός, 2001)
  • Τα δώδεκα φεγγάρια (Εκδόσεις Πατάκη, 2002)
  • Αθάνατο Ολυμπιακό Πνεύμα (Συλλογικό έργο, Ψυχογιός, 2003)
  • Στις ρίζες της λευτεριάς (Εκδόσεις Πατάκη, 2004)
  • Μιλήστε μου για τα Χριστούγεννα (Ψυχογιός, 2005)
  • Κομπιουτεράκι αγάπη μου (Ψυχογιός, 2005)
  • Αν κατάλαβες... τρελά πράγματα (Εκδόσεις Πατάκη, 2006)
  • Τα παραμύθια της Γαλάτειας (Ψυχογιός, 2007)
  • Σόλων και Κροίσος (Εκδόσεις Πατάκη, 2007)
  • Ιστορίες της μιας νύχτας (Εκδόσεις Πατάκη, 2007)
  • Από τον Άργο στη Λάικα (Εκδόσεις Πατάκη, 2007)
  • Οι μύθοι του Λα Φοντέν (Ψυχογιός, 2008)
  • Δωσ' μου το χέρι σου (Εκδόσεις Πατάκη, 2010)
  • Μιά ευχή στον ουρανό (Ψυχογιός, 2011)
  • Ελάτε να διαβάσουμε παραμύθια (Ψυχογιός, 2012)
  • Αγκαλιά με παραμύθια (Ψυχογιός, 2013)
  • Δρόμο παίρνω...δρόμο αφήνω (Πατάκης, 2015)
  • Σήμερα είναι Κυριακή (Ουρανός, 2015)

Πηγές:
Λήμμα Βικιπαίδεια Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%B1_%CE%93%CF%81%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%AC%CE%B4%CE%BF%CF%85-%CE%A3%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%AD%CE%BB%CE%B7

Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη Βάση Βιβλιονέτ
http://www.biblionet.gr/author/1687/%CE%93%CF%81%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%AC%CE%B4%CE%BF%CF%85_-_%CE%A3%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%AD%CE%BB%CE%B7,_%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%B1

Άρθρο Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου
Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη: Μία χειμαρρώδης και ακούραστη δημιουργός
lotypetrovits.blogspot.gr

Τάσεις και εξελίξεις της παιδικής  λογοτεχνίας
Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος
Εκδόσεις των Φίλων
Αθήνα 1999
 
Άρθρο Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
«Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη»
http://www.enromiosini.gr/paratiritirio/epikairothta/%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CE%B3%CF%81%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%B4%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B5%CE%BB%CE%B7