Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

Τραγούδια του Θεού του Α. Παπαδιαμάντη




Μὲ εἶχε καλέσει ὁ γενναῖος φίλος μου, ὁ κὺρ Στέφανος Μ., εἰς τὴν οἰκίαν του τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, διὰ νὰ συμφάγωμεν τὴν ὥραν τοῦ προγεύματος περὶ τὰς δέκα, ἀπὸ συγκατάβασιν καὶ εὐσπλαγχνίαν, διὰ νὰ κάμω κ᾿ ἐγὼ μετὰ τόσα χρόνια ***οἰκιακόν, ἔρημος καὶ ξένος στὰ ξένα. Εὔχαρι καὶ θαλπερὸν ἦτο τὸ ἐσωτερικὸν τῆς ἑστίας του, ἀφοῦ διῆλθον τὴν εὐρεῖαν αὐλήν, μὲ τὴν διάπλατον πύλην, καὶ τοὺς σταύλους τῶν ἀλόγων, καὶ τὴν πρασινάδαν, καὶ τὰς γάστρας τῶν ἀνθέων. Ἡ οἰκογένειά του, ἡ γραῖα Μαρία ἡ συμβία του, ἀφελὴς καὶ ἀρχαϊκή, ὁ υἱός του, ἀμόρφωτος καὶ ἄπλαστος καλὸς ἁμαξηλάτης, κι ὁ ἀδελφός του, στιβαρός, γεροντοπαλλήκαρον, τραχὺς καὶ φιλαλήθης. Τέλος ἡ κόρη του ἡ Ρηνούλα, τελεία ἀντιπρόσωπος τῆς νέας γενεᾶς, κεντήτρια, ζωγραφίνα καὶ θεατρίνα. Πλὴν ὅμως κι αὐτὴ ἀφελὴς καὶ ἁπλῆ εἰς τὴν *** καὶ τοὺς τρόπους: Εἶχε μίαν παιδίσκην ἑπτὰ ἐτῶν, τὴν Μαρίαν, πάντοτε μειδιῶσαν καὶ ἀνοικτόκαρδον, καὶ ἓν χαριτωμένον ξενικὸν πλάσμα, τὴν Τοτώ, ξανθήν, γαλανόμορφον, καὶ ἀγγελοθωροῦσαν. Ἡ μικρὰ κόρη, δὲν ἠξεύρω ἀκριβῶς πῶς, εἶχε πέσει εἰς τὰς χεῖράς της, καὶ ἀπετέλει μέρος τῆς οἰκογενείας. Φαίνεται ὅτι κάποια ξένη Γαλλίς, παιδαγωγὸς ἢ διδασκάλισσα εἰς πλουσίαν οἰκίαν, εἶχεν ἐμπέσει εἰς τὰ δίκτυα κανενὸς †ἐπιχειρητοῦ† καὶ εἶχε συλλάβει τὸ μαγικὸν τοῦτο χρυσόψαρον τῆς δεξαμενῆς, διὰ νὰ πλεύσῃ εἰς τὸ πέλαγος τοῦ ἀγνώστου, ἐὰν δὲν ἔμελλε ποτὲ νὰ †πτεροφυήσῃ† εἰς τὸν αἰθέρα τοῦ ἀχανοῦς. Εἶτα τὴν φερέοικον μητέρα, ὁποὺ δὲν εἶχε κτίσει τὴν φωλεάν της ποτέ, τὴν ἐπῆραν ἄλλαι πνοαὶ καὶ τὴν μετεκόμισαν, τίς οἶδε ποῦ, εἰς ἄλλα κλίματα ― εὗρε θέσιν καλυτέραν ἀλλοῦ, κ᾿ ἐταξίδευσε, κ᾿ ἐνεπιστεύθη τὸ ἔμψυχον κειμήλιον αὐτὸ εἰς τὰς χεῖρας τῆς Ρηνούλας, ἥτις ἀφοῦ τὴν εἶχεν ἐγκαταλίπει κι αὐτὴν ὁ πλανήτης, ὅστις τὴν ἐστεφανώθη, ἀνέθρεψε τὸ τέκνον της, κ᾿ ἔμεινε ζωντοχηροῦσα, κ᾿ ἐδέχθη ὡς ἕρμαιον τὸ ξένον βρέφος αὐτό, ἴσως ἐπειδὴ ᾐσθάνετο μικρὸν θησαυρὸν φιλοστοργίας εἰς τὰ στήθη της.
Πόση εἶναι ἡ δύναμις τῆς ἐπιρροῆς, καὶ ἂν ἡ Ρηνούλα εἶχε γοητείαν καὶ ὄμμα ἐπιβάλλον διὰ ν᾿ ἀνατρέφῃ παιδία, τὸ ᾐσθάνθην τὴν ἡμέραν ἐκείνην τοῦ Πάσχα, ὅταν ἡ μικρὰ Τοτώ, ἡλικίας τότε τριάντα μηνῶν περίπου, ἤρχισεν αἴφνης νὰ κλαυθμυρίζῃ ἐκεῖ ποὺ τὴν εἶχαν βάλει νὰ φάγῃ, διὰ μίαν μικρὰν παράλειψιν. Ἡ Ρηνούλα ἐστράφη πρὸς τὴν μικρὰν καὶ τῆς εἶπεν ἁπλῶς μὲ τὸν τρόπον καὶ μὲ τὸ βλέμμα ποὺ αὐτὴ ἤξευρε:
― Faut pas pleurer! [φῶ πὰ πλερέ]. Δὲν πρέπει νὰ κλαῖς.
Κ᾽ ἡ μικρὰ ἐλούφαξεν ὡς ἐκ θαύματος.
*
* *
Ὅταν ἀπεφάγαμεν, κ᾿ ἐσυγκρούσαμεν τὰ κόκκιν᾿ αὐγά, κ᾿ εἴχαμεν κενώσει τὰ τρία τέταρτα τῆς χιλιάρικης ―ἦτο ὡραῖον ρετσινᾶτο, ὅλον ἄρωμα καὶ πτῆσις καὶ ἀφρός― ἀφοῦ ἔψαλεν ὁ γέρων Φίλιππος τὸ Χριστὸς ἀνέστη (ὁ κὺρ Στέφανος δὲν ἤξευρεν ἄλλο νὰ ψάλῃ εἰμὴ τό, ψήσου γίδα ψήσου καὶ ροδοκοκκινίσου), ἠθέλησα κ᾿ ἐγὼ νὰ εἴπω τὸ Ἀναστάσεως ἡμέρα, τὸ ἀλλέγρο, τὸν πρῶτον δηλ. εἱρμὸν τοῦ Κανόνος τῆς ἡμέρας, ὄχι τὸ τελευταῖον τὸ δοξαστικόν, τὸ ἀργόν. Μόλις ἤνοιξα τὸ στόμα μου κ᾿ ἐπρόφερα:
Ἀναστάσεως ἡμέρα,
λαμπρυνθῶμεν λαοί·
Πάσχα Κυρίου Πάσχα…
ἡ μικρὰ Τοτώ, βλέπουσα ἀτενῶς πρός με, ἀφῆκεν ἀκράτητον ἐπιφώνημα χαρᾶς, κ᾿ ἔλαμψε τὸ προσωπάκι της, τὰ ματάκια της, τὸ στόμα της, τὰ μάγουλά της, ὅλα ἐμόρφασαν κ᾿ ἐμειδίασαν ἄρρητον μειδίαμα ἀγαλλιάσεως. Τὸ πρᾶγμα μοῦ ἐπροξένησεν αἴσθησιν. Φαίνεται τῷ ὄντι ὅτι ἔχουν ἄφατον ἄρωμα καὶ κάλλος μαρτυρούμενον «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων», αὐτὰ τὰ ἐμπνευσμένα ᾄσματα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας.
Συγχρόνως ἡ Μαρία, μὲ παιδικὴν χαρὰν κι αὐτή, ἀνέκραξεν:
― Αὐτὰ δὲν εἶναι τροπάρια ποὺ ψέλνετε, κύριε.
―Ἀλλὰ τί εἶναι κορίτσι μου; ἠρώτησα.
― Αὐτὰ εἶναι σὰν γλυκὰ-γλυκὰ τραγουδάκια.
*
* *
Τοῦτο μοῦ ἐνθύμισε μίαν ἄλλην μικρὰν κορασίδα, τὴν Κούλαν (Ἀγγελικὴν) τοῦ φίλου μου Νικόλα τοῦ Μπούκη. Ἁπλοῦς μανάβης, ἢ ὀπωροπώλης, ἦτον ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ εἶχε λάβει θεόθεν διὰ τὴν φιλοξενίαν του τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἀβραάμ. Ἡ μικρὰ οἰκία ἦτο ξενὼν διὰ τοὺς φίλους καὶ τοὺς διαβατικούς, διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ τοὺς τυχόντας. Εἶχεν ἀπολύσει ἡ λειτουργία μετὰ τὴν παννυχίδα εἰς τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου καὶ τὴν ὥραν τοῦ ἀντιδώρου, ἡ γυνὴ τοῦ Μπούκη τοῦ φίλου μου, ἀκολουθουμένη ἀπὸ τὴν μικρὰν κόρην της, τὴν Ἀγγελικούλαν, μ᾿ ἐπλησίασεν εἰς τὸ στασίδι, διὰ νὰ μοῦ ὑπομνήσῃ, ὡς συνήθως, ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγω εἰς τὸ γεῦμα. Τότε ἡ μικρὰ παιδίσκη (ἦτο ὣς ἐννέα ἐτῶν, ροδίνη καὶ καστανή, καὶ τὴν εἶχαν υἱοθετήσει ἀπὸ τὸ Βρεφοκομεῖον, ὡς ἄτεκνον ὁποὺ ἦτο τὸ ἀνδρόγυνον· ἀλλ᾿ αὐτὴ τὸ ἠγνόει), μ᾿ ἐχαιρέτισε καὶ μοῦ λέγει:
―Ἐσύ, μπαρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ.
*
* *
Τραγούδια τοῦ Θεοῦ! Ἔκτοτε ἡ μικρὰ μὲ ἤκουε νὰ ψάλλω συνεχῶς «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», εἰς τὸν πενιχρὸν νυκτερινὸν ναΐσκον, ὅπου ἐσύχναζε τακτικὰ μὲ τὴν μητέρα της. Ἐκοιμᾶτο μὲς στὸ στασίδι, εἰς τὸν γυναικωνίτην, τὴν ὥρα τῶν ἀποστίχων, ἐξύπνα μετὰ δύο ὥρας εἰς τὸν Πολυέλεον, κ᾿ ἔκτοτε δὲν ἤθελε νὰ κοιμηθῇ πλέον. Ἦτο μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἦτο 8η Σεπτεμβρίου, εἶχα ψάλει τὸ «Χαῖρε σεμνὴ μῆτερ καὶ δούλη Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ». Μετὰ ἓξ ἡμέρας μὲ ἤκουσεν ἡ μικρὰ νὰ ψάλλω τὸ «Ἀγαλλιάσθω τὰ δρυμοῦ ξύλα σύμπαντα». Καὶ τὴν ἡμέραν τοῦ Θεολόγου ἔψαλα τὸ «Φίλε μυστικέ, Χριστοῦ ἐπιστήθιε». Καὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἔμελψα τὸ «Δεῦρο Μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς». Καὶ τῶν Εἰσοδίων ἔψαλα τὸ «Διανέμοις τῶν χαρισμάτων». Καὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἔψαλα «Τὴν Ζωοδόχον πηγὴν τὴν ἀέναον», καὶ «Τῆς Ἐκκλησίας τὰ ἄνθη περιιπτάμενος». Καὶ τὰ Χριστούγεννα ἔψαλα τὸ «Θεὸς ὢν εἰρήνης». Καὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τὸ «Δεῦτε τοῦ Δεσπότου τὰ ἔνδοξα Χριστοῦ ὀνομαστήρια», καὶ τὸ «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Καὶ τῶν Φώτων ἔψαλα τὸ «Ἰησοῦς ὁ ζωῆς ἀρχηγός». Καὶ τῆς Ὑπαπαντῆς ἔψαλα τὸ «Χέρσον ἀβυσσοτόκον». Καὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τὸ «Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ». Καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τὸ «Ἀνέτειλε τὸ ἔαρ», καὶ τῆς Ἀναλήψεως τὸ «Θείῳ καλυφθείς». Καὶ τῆς Πεντηκοστῆς τὸ «Παράδοξα σήμερον». Καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἔψαλα τὸ «Σὲ τὴν ὑπερένδοξον νύμφην», καὶ τὸ «Ὁ Χριστοκήρυξ Σταυροῦ καύχημα φέρων, σὺ τὴν πολυέραστον θείαν ἀγάπησιν». Καὶ τῆς Μεταμορφώσεως ἔψαλα τὸ «Πρὸ τοῦ Σταυροῦ σου, Κύριε, ὄρος οὐρανὸν ἐμιμεῖτο». Καὶ εἰς τὴν μνήμην τῆς Παναγίας ἔψαλα τὰ θεσπέσια ἐκεῖνα κελαδήματα, τὸ «Πεποικιλμένη» καὶ τὸ «Νενίκηνται», καὶ τὸ «Συνέστειλε χορὸς τῶν Ἀποστόλων, τὸ Θεοδόχον σῶμα σου· εἰς οὐρανίους θαλάμους πρὸς τὸν υἱὸν ἐκφοιτῶσα». Κ᾿ εἰς τὴν Ἀποτομὴν τοῦ Προδρόμου ἔψαλα τὸ «Φρίττουσι πάθη τῶν βροτῶν», καὶ τόσα ἄλλα. Κ᾿ ἡ μικρὰ κόρη τὰ ᾐσθάνετο, καὶ τὰ ἐπόθει καὶ τὰ ἐχαρακτήριζε, μὲ ἀγγελικὸν αἴσθημα, ὡς «τραγούδια τοῦ Θεοῦ».
*
* *
Ἔκτοτε ἀπουσίασα ἀπὸ τὰς Ἀθήνας. Εἶχα ἐνθυμηθῆ τοὺς πτωχοὺς οἰκείους, εἰς τὴν μικρὰν πατρίδα μου, μακρὰν τῆς ὁποίας εἶχα ζήσει, ἐκ μικρῶν διαλειμμάτων, ὑπὲρ τὸ ἥμισυ τῆς ζωῆς μου. Ὅταν τέλος μὲ εἶχον βαρυνθῆ κ᾿ ἐκεῖ, ἐτόλμησα, μετὰ τρία ἔτη νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν πρωτεύουσαν, μὲ τὴν ἀμυδρὰν ἐλπίδα ὅτι δὲν θὰ ἐγενόμην καὶ πάλιν βαρετὸς εἰς τοὺς φίλους μου.
Ἀφοῦ ἐκρύβην ἐπὶ ἑβδομάδα εἰς ταπεινόν τινα ξενῶνα, ἐπῆγα λάθρᾳ μίαν πρωίαν νὰ ἀνταμώσω τὸν φίλον μου Νικόλαν τὸν Μπούκην. Φεῦ! τί ἔμαθα; Ἡ μικρὰ Κούλα, ἥτις ἦγε τώρα τὸ ἑνδέκατον ἔτος τῆς ἡλικίας της, ἦτον ἄρρωστη βαριά! Εἶχε δέκα ἡμέρας στὸ κρεβάτι, κι ὁ ἰατρὸς εἶπεν ὅτι ἦτο κακὸς πυρετός, ἴσως τυφοειδοῦς φύσεως.
Ἐπῆγα κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸ ὀπωροπωλεῖον, ὅπως μὲ προέτρεψεν ὁ Νικόλας, διὰ νὰ βοηθήσω μὲ λόγια καὶ ἐνθαρρύνω τὴν μητέρα. Ἡ πτωχή, ἥτις τὴν ἠγάπα ὡς νὰ ἦτο γέννημα τῶν σπλάγχνων της, ἴσως καὶ περισσότερον, ἐχάρη ἅμα μὲ εἶδεν, εἶτα μοῦ ἔδειξε τὴν κλίνην. Ἡ μικρὰ Κούλα ἦτο ἰσχνή, κάτωχρος, πυρέσσουσα, κ᾿ ἔκειτο σχεδὸν ἀναίσθητος ἐπὶ τῆς κλίνης. Εἶπα εἰς τὴν μητέρα τὰ συνήθη λόγια τῆς παρηγορίας καὶ τῆς ἐνθαρρύνσεως, ἔμεινα δύο ὥρας ἐκεῖ, εἶτα ἐπανῆλθα πάλιν τὸ δειλινόν, καὶ τὴν νύκτα, καὶ τὴν ἄλλην πρωίαν. Ἡ Κούλα ἔβαινε χειρότερα. Εἶτα, τὴν τρίτην ἡμέραν, ἐφάνη νὰ εἶχε βελτιωθῆ κάπως, καὶ ᾐσθάνετο. Ἡ μητέρα της μοῦ εἶπε νὰ πλησιάσω καὶ νὰ τῆς ὁμιλήσω.
― Περαστικά, Κούλα. Δὲν ἔχεις τίποτα, κορίτσι μου.
―Ἄ! μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ἐψέλλισεν ἀσθενῶς. Πότε θὰ μοῦ πῇς πάλι τὰ θεῖα… τραγούδια;
―Ὅποτε θέλεις, Κούλα μου. Ἅμα γίνῃ ἀγρυπνία εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον νὰ ἔλθῃς, νὰ σοῦ τὰ πῶ.
― Νὰ μοῦ τὰ πῇς. Μὰ θὰ τ᾿ ἀκούσω;
―Ἅμα προσέχῃς, θὰ τ᾿ ἀκούσῃς…
― Ὤχ!
Ἐστέναξεν, ἔκλεισε τὰ ὄμματα, καὶ δὲν μοῦ ὡμίλησε πλέον. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε πολὺ κουρασθῆ (ἔφερεν ἀσθενῶς τὴν ἰσχνὴν χεῖρα πρὸς τὸ οὖς ἐνῷ ἐψέλλιζε. Φαίνεται ὅτι εἶχε πάθει βαρυηκοΐαν ἕνεκα τῆς νόσου). Τῆς ἔφεραν χρῖσμα, ἔλαιον ἀπὸ τὴν κανδήλαν. Αὐτὴ ἀνέλαβε πρὸς στιγμὴν τὰς αἰσθήσεις της, κ᾿ ἐψιθύρισε:
― Μοσχοβολᾷ ἡ ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ἠρεμία. Θὰ πλέψω καλά.
*
* *
Μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὴν προεπέμπομεν εἰς τὸν τάφον. Οἱ ἐπαγγελματικοὶ ἱερεῖς κ᾿ οἱ ψάλται ἔψαλλον τὰ κατὰ συνθήκην, ἀπὸ τὴν «Ἄμωμον ὁδὸν» ἕως τὸν «Τελευταῖον ἀσπασμόν». Μόνος ὁ παπα-Νικόλας ἀπ᾿ τὸν Ἁι-Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ, ὁ Ναξιώτης, ἐφαίνετο ὅτι ἔκανε χωριστὴν ἀκολουθίαν, ἐμορμύριζε μέσα του, καὶ τὰ ὄμματά του ἐφαίνοντο δακρυσμένα.
― Τί μουρμουρίζεις, παπά; τοῦ εἶπα, ἀπὸ τὸ ὄπισθεν τοῦ στασιδίου, ὅπου εἶχεν ἀκουμβήσει.
― Λέγω τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων μέσα μου, εἶπεν ὁ παπα-Νικόλας. Εἰς αὐτὸ τὸ ἄκακον ἁρμόζει ἡ κηδεία τῶν νηπίων.
Τῳόντι κ᾿ ἐγώ, μὲ ὅλον τὸν πόνον καὶ τὰ δάκρυά μου, εἶχα ἀναλογισθῆ ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων. Καὶ ἀκουσίως ἔλεγα μέσα μου τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ: «Τῶν τοῦ κόσμου ἡδέων ἀναρπασθὲν ἄγευστον» καὶ «ὡς καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον πρὸς καλιὰς ἐπουρανίους ἔσωσας» καὶ «τοῦ Ἀβραάμ, ἐν κόλποις, ἐν τόποις ἀνέσεως, ἔνθα τὸ ὕδωρ ἐστὶ τὸ ζῶν, τάξαι σε Χριστὸς ὁ δι᾿ ἡμᾶς νηπιάσας» καὶ «οἷς ἀριθμοῖς τὸ πλάσμα σου, νήπιον φοιτῆσαν τανῦν πρὸς σέ».
Καὶ ἀντὶ τοῦ «Δεῦτε τελευταῖον», «Ὢ τίς μὴ θρηνήσει, τέκνον μου, ὅτι βρέφος ἄωρον ἐκ μητρικῶν ἀγκαλῶν νῦν, ὥσπερ στρουθίον τάχος ἐπέτασας». Καὶ ἀκροτελεύτιον, ὕστερον ἀπὸ τόσα καὶ τόσα τραγούδια τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα πρὸ τριῶν ἡμερῶν εἶχε προφητεύσει ὅτι δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ τ᾿ ἀκούσῃ, τό: «Ἄλγος τῷ Ἀδὰμ ἐχρημάτισεν, ἡ τοῦ ξύλου ἀπόγευσις πάλαι ἐν Ἐδέμ, ὅτε ὄφις ἰὸν ἐξηρεύξατο». Ἀλλὰ τὰ ἤκουε τάχα ἡ ἁγνὴ ψυχή, ἂν ὁ ἄγγελός της τῆς ἐπέτρεπε νὰ περιίπταται ἐκεῖ γύρω;
(1912)

Υπό την βασιλικήν δρυν του Α. Παπαδιαμάντη



Ὅταν παιδίον διηρχόμην ἐκεῖ πλησίον, ἐπὶ ὀναρίου ὀχούμενος, διὰ νὰ ὑπάγω νὰ ἀπολαύσω τὰς ἀγροτικάς μας πανηγύρεις, τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάσχα, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τῆς Πρωτομαγιᾶς, ἐρρέμβαζον γλυκὰ μὴ χορταίνων νὰ θαυμάζω περικαλλὲς δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικὴν δρῦν. Ὁποῖον μεγαλεῖον εἶχεν! Οἱ κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οἱ κλῶνές της, γαμψοὶ ὡς ἡ κατατομὴ τοῦ ἀετοῦ, οὖλοι ὡς ἡ χαίτη τοῦ λέοντος, προεῖχον ἀναδεδημένοι, εἰς βασιλικὰ στέμματα. Καὶ ἦτον ἐκείνη ἄνασσα τοῦ δρυμοῦ, δέσποινα ἀγρίας καλλονῆς, βασίλισσα τῆς δρόσου…
Ἀπὸ τὰ φύλλα της ἐστάλαζε κ᾽ ἔρρεεν ὁλόγυρά της «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Ἔθαλπον οἱ ζωηφόροι ὀποί της ἔρωτα θείας ἀκμῆς, κ᾽ ἔπνεεν ἡ θεσπεσία φυλλάς της ἵμερον τρυφῆς ἀκηράτου. Καὶ ἡ κορυφή της βαθύκομος ἠγείρετο ὡς στέμμα παρθενικόν, διάδημα θεῖον.
ᾘσθανόμην ἄφατον συγκίνησιν νὰ θεωρῶ τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐκεῖνο δένδρον. Ἐφάνταζεν εἰς τὸ ὄμμα, ἔμελπεν εἰς τὸ οὖς, ἐψιθύριζεν εἰς τὴν ψυχὴν φθόγγους ἀρρήτου γοητείας. Οἱ κλῶνες, οἱ ράμνοι, τὸ φύλλωμά της, εἰς τοῦ ἀνέμου τὴν σεῖσιν, ἐφαίνοντο ὡς νὰ ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, τὸ «Ὡς ἐμεγαλύνθη». Μ᾽ ἔθελγε, μ᾽ ἐκήλει, μ᾽ ἐκάλει ἐγγύς της. Ἐπόθουν νὰ πηδήσω ἀπὸ τοῦ ὑποζυγίου, νὰ τρέξω πλησίον της, νὰ τὴν ἀπολαύσω· νὰ περιπτυχθῶ τὸν κορμόν της, ὅστις θὰ ἦτον ἀγκάλιασμα διὰ πέντε παιδιὰ ὡς ἐμέ, καὶ νὰ τὸν φιλήσω. Νὰ προσπαθήσω ν᾽ ἀναρριχηθῶ εἰς τὸ πελώριον στέλεχος, τὸ ἁδρὸν καὶ ἀμαυρόν, ν᾽ ἀναβῶ εἰς τὸ σταύρωμα τῶν κλάδων της, ν᾽ ἀνέλθω εἰς τοὺς κλῶνας, νὰ ὑψωθῶ εἰς τοὺς ἀκρέμονας… Καὶ ἂν δὲν μ᾽ ἐδέχετο, καὶ ἂν μ᾽ ἀπέβαλλεν ἀπὸ τὸ σῶμά της καὶ μ᾽ ἔρριπτε κάτω, ἂς ἔπιπτον νὰ κυλισθῶ εἰς τὴν χλόην της, νὰ στεγασθῶ ὑπὸ τὴν σκιάν της, ὑπὸ τὰ ἀετώματα τῶν κλώνων της, τὰ ὅμοια μὲ στέμματα Δαυῒδ θεολήπτου.
Ἐπόθουν, ἀλλ᾽ ἡ συνοδία τῶν οἰκείων μου, μεθ᾽ ὧν ἐτέλουν τὰς ἐκδρομὰς ἐκείνας ἀνὰ τὰ ὄρη, δὲν θὰ ἤθελε νὰ μοὶ τὸ ἐπιτρέψῃ. Καὶ μίαν χρονιάν, ἦτο κατὰ τὰς ἑορτὰς τοῦ σωτηρίου ἔτους 186…, καθὼς εἴχομεν διέλθει πλησίον τοῦ δένδρου, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Μέγα Μανδρί· ― ἦτο δὲ τὸ Μέγα Μανδρὶ μικρὸς συνοικισμός, θερινὸν σκήνωμα τῶν βοσκῶν τοῦ τόπου. Ἐκατοίκουν ἐκεῖ ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ οἰκογένειαι ἀγροτῶν. Δύο ἐκ τῶν οἰκογενειῶν τούτων συνεδέοντο πρὸς τοὺς γονεῖς μου διὰ δεσμῶν βαπτίσματος, κολληγοσύνης, κτλ. καὶ ὅλοι ἦσαν φίλοι καὶ συμπατριῶταί μας.
Κατηρχόμεθα ἐκεῖ συνήθως τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, εἶτα πάλιν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἢ τὴν Πρωτομαγιάν, ἄλλοτε δὲ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ἢ τῆς Ἀναλήψεως. Ἐπὶ τερπνοῦ λόφου ὑπῆρχε τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὅπου ἐλειτουργούμεθα.
Ἤγοντο ἐκεῖ χοροὶ καὶ πανηγύρεις· δρόσος καὶ ἀναψυχὴ καὶ χάρμα ἐβασίλευεν. Ἐθύοντο ἀρνία καὶ ἐρίφια, καὶ σπονδαὶ ἐγίνοντο πυροξάνθου ἀνθοσμίου. Ἐτελοῦντο ἀγῶνες ἁμίλλης, δισκοβολίαι καὶ ἅλματα. Ἔπληττε τὰς πραείας ἠχοὺς ὁ φθόγγος τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς λύρας, συνοδεύων τὸ ἔρρυθμον βῆμα τῶν παρθένων πρὸς κύκλιον χορόν. Καὶ ξανθαί, ἐρυθρόπεπλοι βοσκοποῦλαι ἐπήδων, ἐπέτων, ἐκελάδουν.
Καθὼς εἴχομεν φθάσει ἐκεῖ, τὴν χρονιὰν ἐκείνην, μὲ εἶχε κυριεύσει ζωηρότερον ἡ ἐντύπωσις ἡ μαγικὴ τῆς δρυός. Διηρχόμεθα ἑκάστοτε οὐχὶ μακρὰν τοῦ δένδρου, ἀπέχοντος ἡμισείας ὥρας ὁδὸν ἀπὸ τὸ Μέγα Μανδρί. Ὁ δρόμος μας ἦτον ἐπὶ τῆς κλιτύος, ὀλίγον ὑψηλότερον τῆς θέσεως ὅπου ἵστατο τὸ δένδρον, ἔτεμνε δὲ πλαγίως τὸ βουνόν… καὶ ἡ δρῦς ἡ μαγική, καθὼς ἐξηκολούθουν νὰ τὴν βλέπω ἐπὶ ἱκανὴν ὥραν, μὲ ἐγοήτευε καὶ μὲ ἐκάλει, ὡς νὰ ἦτο πλάσμα ἔμψυχον, κόρη παρθενικὴ τοῦ βουνοῦ.
Κατὰ τὰς ποικίλας κυμάνσεις τῆς ὁδοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ κοιλώματα ἢ τὰς προεξοχὰς τοῦ ἐδάφους, καὶ κατὰ τὰς κινήσεις τοῦ ὀναρίου τὰς ἰδιοτρόπους καὶ πείσμονας ― καθὼς ἐξάνοιγα τὸ πρῶτον τὴν δρῦν, καθόσον ἐπλησίαζα ἢ ἀπεμακρυνόμην ἀπ᾽ αὐτῆς, τόσας θέας, ἀπόψεις καὶ φάσεις ἐλάμβανε τὸ δένδρον. Ἐκ πλαγίου καὶ μακρόθεν εἶχεν ὄψιν λιγυρᾶς χάριτος· ἐγγύθεν καὶ κατὰ μέτωπον, προέκυπτεν ὅλη μεστὴ καὶ ἀμφιλαφής, βαθύχλωρος, ἐπιβάλλουσα ὡς νύμφη.
Ὅλην τὴν νύκτα, κοιμώμενος καὶ ἀγρυπνῶν, ὠνειρευόμην τὴν δρῦν, τὴν θεσπεσίαν καὶ ὑψηλήν… Τὴν πρωίαν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καθὼς εἶχεν εὐωδιάσει ὁ ναΐσκος ἀπὸ δάφνας καὶ λιβανωτίδας, καὶ εἶχε κρουσθῆ τρελὰ ἀπὸ παιδικὰς χεῖρας ὁ μικρὸς κώδων ὁ ὑπεράνω τοῦ γείσου τῆς στέγης τῆς πλακοσκεποῦς, χαιρετίζων τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός», τὸ ὁποῖον ἔψαλλεν ὁ παπὰς ραίνων τοὺς πιστοὺς μὲ πέταλα ρόδων καὶ ἴων… εἶτα, πρὶν ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία, ἐγὼ ἔγινα ἄφαντος.
Διὰ πλαγίου, κρυφοῦ δρομίσκου τὸν ὁποῖον εἶχον ἀνακαλύψει τὴν προτεραίαν, ἤρχισα νὰ ἀνέρχωμαι τὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ… διευθυνόμενος πρὸς τὸ μέρος ὅπου εὑρίσκετο ἡ βασιλικὴ δρῦς. Ἐπίστευον ὅτι ἐγνώριζα καλὰ τὸν δρόμον.
Ἦτον ὅλη ἡ ὁδὸς ἀνωφερής, κ᾽ ἐγὼ ἔτρεχον, ἔτρεχον διὰ νὰ φθάσω ταχέως, ν᾽ ἀσπασθῶ τὴν ἐρωμένην μου ―ἐπειδὴ ἡ δρῦς ὑπῆρξεν ἡ πρώτη παιδική μου ἐρωμένη― καὶ ταχέως πάλιν νὰ ἐπιστρέψω, φανταζόμενος ὅτι ἡ ἀπουσία μου τότε δὲν θὰ παρετηρεῖτο, καὶ δὲν θὰ εἶχον ν᾽ ἀκούσω ἐπιπλήξεις ἀπὸ τοὺς οἰκείους.
Πρὸ ἐμοῦ εἶχον ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ ποιμενικὸν σκήνωμα ὀλίγοι ἐκ τῆς τάξεως τῶν βοσκῶν, ἀπερχόμενοι εἰς τὴν πολίχνην, διὰ νὰ κομίσωσιν ἀρνία καὶ τυρίον εἰς τοὺς κολλήγας, ἀποφέρωσι δὲ ἄλλα ὀψώνια ἐκ τῆς πόλεως. Οὗτοι θὰ ἐπέστρεφον πρὸς ἑσπέραν, καὶ δὲν ἦτο πιθανὸν νὰ συναντήσω τινὰς καθ᾽ ὁδόν. Πλὴν παρ᾽ ἐλπίδα εἶδον μακρόθεν ἄλλους ἐρχομένους πρὸς τὰ ἐδῶ, ἐν συνοδίᾳ γυναικῶν καὶ παίδων καὶ ὑποζυγίων· οὗτοι ἤρχοντο ἐκ τῆς πόλεως διὰ νὰ συνεορτάσωσιν ἐν τῇ ἐξοχῇ πλησίον τῶν συγγενῶν των, τῶν βοσκῶν.
Πάραυτα ἐξετράπην τῆς ὁδοῦ, κ᾽ ἔσπευσα νὰ κρυβῶ ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἂν μὲ συνήντων, μεμονωμένον, μακρὰν τῶν γονέων μου, πορευόμενον ἄγνωστον ποῦ, θὰ ἐπαραξενεύοντο, καὶ ἂν δὲν μ᾽ ἔπειθον νὰ κατέλθω μετ᾽ αὐτῶν εὐθὺς ὀπίσω, ἐξ ἅπαντος θὰ μὲ κατήγγελλον εἰς τοὺς γονεῖς μου, τοὺς ὁποίους θὰ εὕρισκον κάτω εἰς τὸ Μέγα Μανδρί. Ἤμην ἕνδεκα ἐτῶν παιδίον.
Ἐκεῖνοι ταχέως ἀντιπαρῆλθον, κ᾽ ἐγὼ ἀνέλαβα τὸν δρόμον μου, ἀλλὰ μετ᾽ ὀλίγον τὸν ἔχασα. Εἰς ἓν σταυροδρόμιον ὅπου ἔφθασα, ἐπῆρα τὸν δρόμον ἀριστερά, τὸν ὑψηλότερον, καὶ ἀσθμαίνων ἔφθασα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ. Πλὴν ἡ μεγάλη δρῦς ὑπῆρξεν εὐεργέτις μου καὶ κηδεμών μου. Αὕτη μ᾽ ἐξήγαγεν ἐκ τῆς ἀπάτης, ἐφαίνετο δὲ ὡς νὰ μοὶ ἔνευε μακρόθεν, καὶ μὲ ὡδήγει νὰ ἔλθω πλησίον της.
Καθὼς τὴν εἶδα χαμηλότερα, δεξιόθεν, ἀρκετὰ μακράν, ἄφησα τὸν δρομίσκον εἰς τὸν ὁποῖον ἔτρεχα, καὶ στραφεὶς πρὸς δυσμὰς ἤρχισα νὰ κατέρχωμαι, μέσῳ τῶν ἀγρῶν, ὑπερπηδῶν αἱμασιάς, χάνδακας, φραγμοὺς θάμνων καὶ βάτων, σχίζων τὰς σάρκας μου, αἱμάσσων χεῖρας καὶ πόδας… Τέλος ἔφθασα πλησίον τῆς ποθητῆς νύμφης τῶν δασῶν.
Ἤμην κατάκοπος, κάθιδρος καὶ πνευστιῶν. Ἅμα ἔφθασα, ἐρρίφθην ἐπὶ τῆς χλόης, ἐκυλίσθην ἐπάνω εἰς παπαροῦνες καὶ χαμολούλουδα. Ἀλλ᾽ ὅμως ᾐσθανόμην κρυφὴν εὐτυχίαν, ὀνειρώδη ἀπόλαυσιν. Ἐρρέμβαζον ἀναβλέπων εἰς τοὺς κλῶνάς της τοὺς κραταιούς, καὶ ἠνοιγόκλειον ἡδυπαθῶς τὰ χείλη εἰς τὴν πνοὴν τῆς αὔρας της, εἰς τὸν θροῦν τῶν φύλλων της. Ἑκατοντάδες πουλιῶν ἀνεπαύοντο εἰς τοὺς κλῶνάς της, ἔμελπον τρελὰ τραγούδια… Δρόσος, ἄρωμα καὶ χαρμονὴ ἐθώπευον τὴν ψυχήν μου…
Ἤμην ἀποσταμένος, καὶ δὲν εἶχον κοιμηθῆ καλὰ τὴν νύκτα. Ὁ ὕπνος μοῦ ἔλειπεν. Εἰς τὴν σκιὰν τοῦ πελωρίου δένδρου, ἐν μέσῳ τῶν μηκώνων του τῶν κατακοκκίνων, ὁ Μορφεὺς ἦλθε καὶ μ᾽ ἐβαυκάλησε, καὶ μοὶ ἔδειξεν εἰκόνας, ὡς εἰς περίεργον παιδίον.
Μοῦ ἐφάνη ὅτι τὸ δένδρον ―ἔσωζον καθ᾽ ὕπνον τὴν ἔννοιαν τοῦ δένδρου― μικρὸν κατὰ μικρὸν μετέβαλλεν ὄψιν, εἶδος καὶ μορφήν. Εἰς μίαν στιγμὴν ἡ ρίζα του μοῦ ἐφάνη ὡς δύο ὡραῖαι εὔτορνοι κνῆμαι, κολλημέναι ἡ μία ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην, εἶτα κατ᾽ ὀλίγον ἐξεκόλλησαν κ᾽ ἐχωρίσθησαν εἰς δύο· ὁ κορμὸς μοῦ ἐφάνη ὅτι διεπλάσσετο καὶ ἐμορφοῦτο εἰς ὀσφύν, εἰς κοιλίαν καὶ στέρνον, μὲ δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας· οἱ δύο παμμέγιστοι κλάδοι μοῦ ἐφάνησαν ὡς δύο βραχίονες, χεῖρες ὀρεγόμεναι εἰς τὸ ἄπειρον, εἶτα κατερχόμεναι συγκαταβατικῶς πρὸς τὴν γῆν, ἐφ᾽ ἧς ἐγὼ ἐκείμην· καὶ τὸ βαθύφαιον, ἀειθαλὲς φύλλωμα μοῦ ἐφάνη ὡς κόμη πλουσία κόρης, ἀναδεδημένη πρὸς τ᾽ ἄνω, εἶτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη πρὸς τὰ κάτω.
Τὸ πόρισμά μου, τὸ ἐν ὀνείρῳ ἐξαχθέν, καὶ εἰς λῆρον ἐν εἴδει συλλογισμοῦ διατυπωθέν, ὑπῆρξε τοῦτο: «Ἄ! δὲν εἶναι δένδρον, εἶναι κόρη· καὶ τὰ δένδρα, ὅσα βλέπομεν, εἶναι γυναῖκες!»
Ὅταν μετ᾽ ὀλίγον ἐξύπνησα, ὡς συνέχειαν τοῦ ὀνείρου ἔσχον ἐν νῷ τὴν ἀνάμνησιν τῆς ἱστορίας τοῦ τυφλοῦ, τὸν ὁποῖον ὁ Χριστὸς ἐθεράπευσε, καθὼς εἶχον ἀκούσει τὸν διδάσκαλόν μας εἰς τὴν Ἱερὰν Ἱστορίαν: «Καταρχὰς μὲν εἶδε τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα· δεύτερον δὲ τοὺς εἶδε καθαρά…»
Πλὴν δὲν ἐξύπνησα ἀκόμη, πρὶν ἀκούσω τί ἔλεγε τὸ φάσμα· ἡ κόρη ― ἡ δρῦς, εἶχε λάβει φωνὴν καὶ μοὶ ἔλεγεν:
― Εἰπὲ νὰ μοῦ φεισθοῦν, νὰ μὴ μὲ κόψουν… διὰ νὰ μὴ κάμω ἀκουσίως κακόν. Δὲν εἶμ᾽ ἐγὼ νύμφη ἀθάνατος· θὰ ζήσω ὅσον αὐτὸ τὸ δένδρον…
Ἐξύπνησα ἔντρομος, κ᾽ ἔφυγον… Ἦτο ἤδη μεσημβρία, καὶ ὁ ἥλιος ἐμεσουράνει… Ἔκαιεν ὑψηλά, ὑπεράνω τῆς κορυφῆς τῆς δρυός, ἥτις ἦτο σκιὰ ἀδιαπέραστος… Ἀπὸ τὸν ἀντικρινὸν λόφον ἤκουσα φωνὴν νὰ μὲ καλῇ ἐξ ὀνόματος.
Ἦτον εἷς μικρὸς βοσκός, μὲ τὴν κάππαν του, μὲ τὴν στραβολέκαν* του, καὶ μὲ δέκα αἶγας, τὰς ὁποίας ὡδήγει. Μοῦ ἐφώναξεν ὅτι ὁ πατήρ μου μὲ ἀνεζήτει ἀνήσυχος, καί, νὰ τρέξω, νὰ φθάσω ταχέως ἐκεῖ κάτω…
Δὲν ἐνόησα τίποτε ἀπὸ τὸ μαντικὸν ὄνειρον. Ἀργότερα ἐδιδάχθην ἀπὸ ἐγχειρίδιον Μυθολογίας ὅτι ἡ Ἁμαδρυὰς συναποθνήσκει μὲ τὴν δρῦν, ἐν ᾗ εὑρίσκεται ἐνσαρκωμένη…
Μετὰ πολλὰ ἔτη, ὅταν ξενιτευμένος ἀπὸ μακροῦ ἐπέστρεψα εἰς τὸ χωρίον μου, κ᾽ ἐπεσκέφθην τὰ τοπία ἐκεῖνα, τὰ προσκυνητήρια τῶν παιδικῶν ἀναμνήσεων, δὲν εὗρον πλέον οὐδὲ τὸν τόπον ἔνθα ἦτό ποτε ἡ Δρῦς ἡ Βασιλική, τὸ πάγκαλον καὶ μεγαλοπρεπὲς δένδρον, ἡ νύμφη ἡ ἀνάσσουσα τῶν δρυμώνων.
Μία γραῖα μὲ τὴν ρόκαν της, μὲ δύο προβατίνας τὰς ὁποίας ἔβοσκεν ἐντὸς ἀγροῦ πλησίον, εὑρίσκετο ἐκεῖ, καθημένη ἔξωθεν τῆς μικρᾶς καλύβης της.
Ὅταν τὴν ἠρώτησα τί εἶχε γίνει τὸ «Μεγάλο Δέντρο», τὸ ὁποῖον ἦτον ἕνα καιρὸν ἐκεῖ, μοὶ ἀπήντησεν:
―Ὁ σχωρεμένος ὁ Βαργένης τὸ ἔκοψε… μὰ κ᾽ ἐκεῖνος δὲν εἶχε κάμει νισάφι* μὲ τὸ τσεκούρι του· ὅλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακὰ πράματα… Σὰν τό ᾽κοψε κ᾽ ὕστερα, δὲν εἶδε χαΐρι* καὶ προκοπή. Ἀρρώστησε, καὶ σὲ λίγες μέρες πέθανε… Τὸ Μεγάλο Δέντρο ἦτον στοιχειωμένο.
(1901)
Χωρίς Εσωτερικό Πλαίσιο (IFrame)

Σάββατο 15 Απριλίου 2017

Η άκληρη του Α. Παπαδιαμάντη

Βέβαια, ἡ τύχη της τὸ εἶχε κοντὰ εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα βάσανά της, νὰ εὑρεθῇ καὶ τὸ σπίτι της αὐτό, ὅπου ἐκατοικοῦσεν, εἰς μέρος τόσον παράμερον, καὶ τόσον ξανοιχτὸν συνάμα· σιμὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, κατέναντι εἰς μικρὰν πλατεῖαν, καὶ ἀνάμεσα εἰς δύο ἐργαστήρια, τὸ ἓν σιδηρουργεῖον, τὸ ἄλλο βαρελάδικον. Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ διάφορα μέρη ἦσαν ὡς κυψέλαι, ὡς σφηκοφωλεαί, ὅπου ἐμαζώνοντο καθημερινῶς ὅλες «οἱ κλῆρες»* τῆς γειτονιᾶς καὶ τοῦ χωρίου, κ᾿ ἐθορυβοῦσαν, κ᾿ ἐχαλνοῦσαν τὸν κόσμον.
Νέα ὅταν ἦτον ἡ Μαχώ, ἐνόσω εἶχεν ἀκόμη ἐλπίδα, ν᾿ ἀποκτήσῃ κι αὐτὴ τέκνον, ἐσυνήθιζε ν᾿ ἀγαπᾷ ὅ,τι σήμερον ὠνόμαζε «κλῆρες», τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ εἶχε κάμει τόσα ταξίματα καὶ μετεχειρίσθη ψευτογιατρικά, κ᾿ ἐπῆγε δύο τρεῖς φορὲς στὰ «Θέρμα», καὶ ἡ στείρωσίς της δὲν ἐθεραπεύθη, καὶ δὲν ἠμπόρεσε νὰ καρπογονήσῃ ―τώρα, τελευταῖον, ἐξενιτεύθη καὶ ὁ σύζυγός της, κι αὐτὴ πλέον ἤρχισε νὰ γηράζῃ―, δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ὑποφέρῃ τὰ μικρὰ παιδιά· καθίσταντο λίαν ὀχληρά!
Διότι ὁ γιαλὸς εἶχε βάρκες, καὶ μέσα στὶς βάρκες ἐπηδοῦσαν οἱ κλῆρες, κ᾿ ἐφώναζαν, καὶ ἀτακτοῦσαν· ἂν ἦτον καλοκαίρι, πρωί, βράδυ, μεσημέρι, δὲν ἔπαυαν νὰ κολυμβοῦν, κ᾿ ἐβουλιοῦσαν τὶς βάρκες, κ᾿ ἔκαναν διαβολεμένον θόρυβον· καὶ ἡ μικρὰ πλατεῖα εἶχε δένδρα, κ᾿ ἐπάνω στὰ δένδρα ἀνερριχῶντο οἱ κλῆρες, κ᾿ ἔτρωγαν μισοάγουρα τὰ μοῦρα καὶ τὰ ζίζυφα, κ᾿ ἐκυνηγοῦσαν τὰ πουλιά, κ᾿ ἔσπαζαν τὰ κλωνάρια· καὶ κανὲν ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν ἔπιπτε ποτὲ κάτω νὰ μισερωθῇ διὰ νὰ πάρουν φόβον τ᾿ ἄλλα. Καὶ ἀπὸ τὸ ἓν ἐργαστήριον ὁ βαρελὰς ἦτον ἄνθρωπος μαλακός, κ᾿ ἐπέτρεπεν εἰς τὶς κλῆρες νὰ κυλοῦν τὰ βαρέλια, νὰ τοῦ χαλοῦν τὰ στεφάνια, νὰ κάμουν ὧρες-ὧρες τρομερὸν βόμβον εἰς τὴν γειτονιάν. Καὶ ὅσον διὰ τοὺς δύο ἀδελφοὺς γύφτους τοῦ ἄλλου ἐργαστηρίου, ὁ μαστρο-Γιάννης, ὅσον καὶ ἂν τὰ ἐμάλωνε, δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ περιορίσῃ· καὶ ὁ Γιάλα-Ντρίτσας ἐπικαλούμενος, ὁ ἄλλος ἀδελφός, ἦτον πάντοτε σχεδὸν μεθυσμένος κ᾿ οἱ μάγκες εἶχον εὕρει μὲ αὐτὸν καλὴν διασκέδασιν. Ἐκτυποῦσαν κ᾿ ἔσπαζαν τοὺς φυσητῆρας, ἔκλεπταν τεμάχια σιδήρων, τοῦ ἥρπαζαν τὶς βρεχτοῦρες, καὶ τὸν ἐκυνηγοῦσαν μὲ ἀλαλαγμοὺς καὶ φωνές:
― Γιάλα-Ντρίτσα! Γιάλα-Ντρίτσα!
Δίπλα εἰς τὸ σπίτι τῆς θειᾶς Μαχῶς, ἐκατοικοῦσεν ἡ Ἀφροδὼ μὲ τὸν ἄνδρα της καὶ τὰ παιδιά της. Ἡ Ἀφροδὼ εἶχε ―πῶς τὰ μοιράζει ὁ Θεός!― ὀκτὼ παιδιά, ὅλο κορίτσια! Ἓν μόνον ἀγόρι εἶχε κάμει, καὶ ὡς διὰ νὰ διορθωθῇ τὸ παρόραμα τῆς φύσεως, τῆς τὸ εἶχε πάρει ὁ Χάρος. Κάποια ἐχθρά της στρίγλα, τίς οἶδε ποία, τῆς εἶχε ρίξει τὰ κορίτσια* ἐπάνω στὸν γάμον της, ὅταν ἀνεγινώσκετο ὁ Ἀρραβών. Δὲν εἶχαν λάβει πρόνοιαν οἱ δικοί της, νὰ τῆς βάλουν τὸ Τετραβάγγελον εἰς τὸν κόρφον της. Ἄλλως, ὁ πενθερός της ἔλεγαν ὅτι ἐδιάβαζε τὴν Σολομωνικήν, καὶ ἴσως ἐκείνη ἡ ἁμαρτία νὰ εἶχε φθάσει…
Εἶχεν ὀκτὼ κορίτσια, ὅλα ὡς ἀραπάκια, τὸ ἓν μελανώτερον τοῦ ἄλλου. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔφθαναν τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο, καὶ πολὺ σύντομα, εἰς τὴν ἥβην, ὅλα ἐξάσπριζαν, ὠμόρφαιναν, ἐγίνοντο ἀγνώριστα… Αὐτὰ κατορθώνει ἡ δημιουργὸς μήτηρ, ἡ φύσις!
Ἡ θεια-Μαχὼ «σὰ ψέμματα, σὰν ἀλήθεια», τῆς εἶχε ζητήσει νὰ τῆς δώσῃ ἓν τῶν κορασίων της νὰ τὸ υἱοθετήσῃ. Ἡ Ἀφροδώ, μὲ ὅλας τὰς ἀνάγκας της (ὁ σύζυγός της, χωρικός, εἶχε μικράν τινα κτηματικὴν περιουσίαν), ἀδιστάκτως ἠρνήθη!…
*
* *
Μίαν χρονιάν, ὅταν ἦλθεν ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς, ἀπὸ τὴν Τετάρτην ἑσπέρας, καθὼς διεκόπησαν τὰ μαθήματα τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, ὅλες οἱ «πανοῦκλες» τοῦ χωριοῦ, τοῦ σχολείου καὶ τοῦ δρόμου, εἶχαν κολλήσει γύρω, εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν καὶ εἰς τὸ σιδηρουργεῖον, κ᾿ ἔκαμνον δαιμονικὸν θόρυβον. Ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τὸν Γιάλα-Δρίτσαν νὰ τοὺς δώσῃ μεγάλα καρφιά, «τζαβέτες»*, διὰ νὰ καίουν τὰ καψύλιά των. Ἄλλοι ἐζητοῦσαν ἐπιτακτικῶς νὰ τοὺς κατασκευάσῃ μικρὰ «κανονάκια». Ἔψαλλον τὸν στίχον τοῦ ᾄσματος:
Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσ᾿ μας καρφιά,
φτιάσ᾿ μας πιρούνια τρία,
ὁ σκύλος ὁ παράνομος
.
Ἡ βρεχτούρα ἔπαιζε μέγα μέρος εἰς ὅλην αὐτὴν τὴν διαμάχην καὶ τὴν στιχομυθίαν. Τὴν μίαν τὴν εἶχαν κλέψει οἱ μάγκες, καὶ τὴν ἔβρεχαν μὲ θαλάσσιον νερόν, ὁ Γιάλα-Δρίτσας τοὺς ἐφοβέριζε μὲ τὴν ἄλλην.
Εἰς ἐπίμετρον, ὁ νέος δήμαρχος, ὅστις εἶχεν ἐκλεχθῆ τὸ ἔτος ἐκεῖνο, θέλων νὰ νεωτερίσῃ καὶ νὰ μιμηθῇ ὅ,τι γίνεται εἰς τὰς πόλεις, εἶχε διατάξει νὰ κατασκευασθῇ ἐξέδρα ἐπὶ τῆς μικρᾶς πλατείας διὰ νὰ ψαλῇ ἡ Ἀνάστασις. Ὁ ναὸς ἀπεῖχε περὶ τὰ διακόσια βήματα. Ἐπάνω εἰς τὰς δοκοὺς καὶ εἰς τὰ ξύλα καὶ τὰ σκελετὰ ἐκεῖνα, ἐκόλλησαν ὅλες οἱ «κλῆρες» καὶ δὲν ἐξεκολλοῦσαν. Περισσότερον θόρυβον ἔκαμνον αὐτοὶ παρὰ ὅσην δουλειὰν οἱ μαστόροι, ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ· ὡμοίαζον μὲ μυῖγες, ὁποὺ εἶχαν πέσει ἐπάνω εἰς κολλητικὸν γλυκὺ στρῶμα. Πᾶν νεοφανὲς πρᾶγμα ἦτο δι᾿ αὐτοὺς ἀνέκφραστος ἀγαλλίασις.
Ἡ πτωχὴ ἡ «Ἄκληρη», δὲν ἐτόλμα πλέον ν᾿ ἀνοίξῃ παράθυρον, νὰ τοὺς ἐπιπλήξῃ. Εἶχε διδαχθῆ ἐκ πικρᾶς πείρας ὅτι τὸ «νὰ τοὺς μαλώνῃ» τις ἦτο δι᾿ αὐτοὺς μεγάλη διασκέδασις· καὶ ἄλλο καλύτερον δὲν ἐζητοῦσαν, εἰμὴ νὰ εὕρουν πλᾶσμά τι νὰ κάμνῃ τὸ σοβαρόν, διὰ νὰ τὸν πάρουν «στὸ μεζέ». Πρὸ πολλοῦ καιροῦ ἤδη εἶχε λάβει τὰ μέτρα της, νὰ μὴ παραπονῆται ποτέ, ἀλλὰ νὰ ὑποφέρῃ ἐν ἄκρᾳ ὑπομονῇ. Τὸ ὁποῖον εἶναι σπανία φρόνησις, καὶ δι᾿ ἄνδρα ἀκόμη.
Τέλος ἦλθεν ἡ νύκτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Τὰ μεσάνυκτα ἐψάλη ἡ Ἀνάστασις, ἐπὶ τῆς ἐξέδρας, κατὰ τὰ σχέδια τοῦ νέου Δημάρχου. Ὅλος ὁ κόσμος ἐστάθη γύρω εἰς τὴν ἐξέδραν, αἱ γυναῖκες ὀλίγον παραπίσω. Ἡ θεια-Μαχώ, μαζὶ μὲ ἄλλας δύο ἢ τρεῖς, χήρας ἢ γραίας, ἐστάθησαν ἔξω τῆς γυναικείας θύρας τοῦ ναοῦ, κ᾿ ἐθεῶντο μακρόθεν.
Γυναῖκές τινες ἐγόγγυσαν ὅτι δὲν ἤκουον ἢ ὅτι δὲν ἔβλεπον καλά, τὰ ἐν τῇ ἐξέδρᾳ. Ἐσυμπέραναν μόνον ὅτι ἐψάλλετο τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἀπὸ τὰς σταυροειδεῖς ἀνακινήσεις τῶν λαμπάδων, καὶ ἀπὸ τὰ ὀλίγα τρομπόνια ποὺ ἔπεσαν.
*
* *
Πλησίον εἰς τὸν ὅμιλον τῶν χηρῶν καὶ τῶν γεροντισσῶν ἦλθεν ἓν δεκαετὲς παιδίον, τὸ ὁποῖον δὲν ἐφαίνετο εὐχαριστημένον. Ἦτο μακρινὸς ἀνεψιὸς τῆς Μαχῶς. Μία ἐκ τοῦ ὁμίλου ἦτο ἡ μητέρα του. Ἦτο τὸ μόνον παιδίον τὸ ὁποῖον ἦτο κάπως συμπαθὲς εἰς τὴν «Ἄκληρην».
― Ἰπέρσ᾿ ἦταν καλά, θεια-Μαχώ, εἶπεν ἀποτείνας τὸν λόγον πρὸς τὴν θείαν του.
«Ἰπέρσι», καθὼς ἐνθυμεῖτο ἡ Μαχώ, ἔβρεχε, καὶ ἡ Ἀνάστασις δὲν εἶχε ψαλῆ εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἀλλ᾿ ἴσως ὁ μικρὸς ἐνθυμεῖτο ἓν πυροτέχνημα, τὸ ὁποῖον ἐκάη ἀπὸ παραθύρου γειτονικῆς οἰκίας.
― Τάχα θὰ ζήσουμε καὶ τοῦ χρόνου, παιδάκι μ᾿; εἶπεν ἡ Μαχώ.
Τὸ παιδίον, ἀπογοητευμένον ἤδη, εἶχεν ἀρχίσει νὰ χάνῃ τὸ ἰδανικόν του, κ᾿ ἐλυπεῖτο τὸ παρελθόν.
Ἡ γραῖα ἀνησύχει διὰ τὸ μέλλον.
(1905)
Χωρίς Εσωτερικό Πλαίσιο (IFrame)

Η τελευταία βαπτιστική του Α. Παπαδιαμάντη

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ ΠΑΣΧΑΛΙΝΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ

 

Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδέ ποτε καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡμέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ θεια-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου.
Τὴν ἐκάλουν κοινῶς Σαραντανού, καὶ πολλοὶ ὑπέθετον ὅτι τὸ ἐπίθετον τοῦτο τῇ ἀπεδόθη, διότι δῆθεν εἶχεν ἴσον μὲ σαράντα γυναικῶν νοῦν, ὅπερ δὲν ἐνομίζετο ὑπερβολή. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγον ὅτι ἡ λέξις ἐσχηματίσθη κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ Σαραντανοννού, ἤτοι νοννὰ μὲ σαράντα βαπτιστικούς.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι, ἂν δὲν εἶχε φθάσει εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, δύο ἢ τρεῖς μονάδες τῆς ἔλειπον, καὶ ἤλπιζε προσεχῶς νὰ συμπληρώσῃ τὴν τεσσαρακοντάδα. Ὁμολογητέον δὲ ὅτι αὐτὴ κατ᾽ ἀρχὰς εἶχε βαπτίσει οἰκειοθελῶς μόνον πέντε ἢ ἓξ νήπια τῶν γειτόνων της, ὅσα καὶ πᾶσα ἄλλη καλὴ οἰκοκυρὰ συνήθως βαπτίζει. Ἀλλ᾽ ὅταν ἅπαξ ἐγνώσθη καὶ ἀπεδείχθη ὅτι εἶχε καλὸ χέρι, τότε ὅλαι αἱ γειτόνισσαι, συγγενεῖς, παρασυγγενεῖς, κολλήγισσαι, ἤρχισαν νὰ τὴν πολιορκοῦν.
Εἶχε πάρει καλὸ ὄνομα, ὅτι τῆς ἐζοῦσαν τὰ παιδιά, ὅσα ἀνεδέχετο ἐκ τῆς κολυμβήθρας. Εἶναι δὲ τόσον σπουδαῖον νὰ εὑρεθῇ νοννὰ «νὰ τῆς ζοῦν τὰ παιδιά», ὅσον καὶ ἱερεὺς «νὰ πιάνῃ τὸ διάβασμά του».
Ἡ θεια-Σοφούλα ὅμως ὑπέφερε μετὰ χάριτος τὴν ἀγγαρείαν ταύτην. Εἶναι ἀληθές, ὅτι τὰ φωτίκια* εἰς τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, χιτὼν καὶ κουκούλιον μετὰ σταυροῦ, καθὼς καὶ τὰ μαρτυριάτικα*, ἐαρινὴ βροχὴ λεπτῶν καὶ διλέπτων διὰ τοὺς ἀγυιόπαιδας, ἐκόστιζαν ἐν ὅλῳ δέκα γρόσια.
Ἡ θεια-Σοφούλα ὡμοίαζε μὲ τὴν ἐπιμελῆ ἀνθοκόμον, ἥτις δὲν ἀρκεῖται νὰ φυτεύῃ μόνον τὰ ἄνθη της, ἀλλὰ τὰ περιθάλπει καὶ τὰ καταρδεύει. Ἠγάπα τὰ πνευματικά της τέκνα ὡς τέκνα της ἐγκαρδιακά, τὰ ἐθώπευε, τὰ ἐφίλευε, καὶ τὰ ἐπαιδαγώγει.
Ὁ μπαρμπα-Κωνσταντής, ὁ πρῶτος γρινιάρης τοῦ χωρίου, δὲν συνεμερίζετο τὴν ἀδυναμίαν ταύτην τῆς συζύγου του.
― Ἄ, μπράβο! φίλευέ τα τ᾽ ἀναδεξίμια σου, μουρή!… ἐγόγγυζεν ἑκάστοτε, ὁσάκις τὴν ἔβλεπε μεριμνῶσαν περὶ τῶν ἀναδεκτῶν της· ηὗρες κι ἁλωνίζεις, μουρή!…
Ἡ θεια-Σοφούλα ὀλίγον ἀνησύχει περὶ τῆς ἰδιοτροπίας ταύτης τοῦ συζύγου της, ὅστις ἦτο ἀγαθὸς ἄνθρωπος εἰς τὰς καλάς του ὥρας. Ἔπειτα ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὴς σπανίως ἐφαίνετο ἐν τῇ πολίχνῃ. Ἀφότου ἔπαυσε τὰ θαλάσσια ταξίδια, ἠσχολεῖτο ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν κτημάτων του. Κατὰ πᾶσαν πρωίαν ἵππευεν ἐπὶ τοῦ εὐρώστου ἡμιόνου του, ἐτρέπετο εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ ἐπανήρχετο μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου.
Κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, περὶ τὰ 184…, ἡ θεια-Σοφούλα εἶχε φθάσει εἰς τὸ τριακοστὸν ἔνατον βαπτιστικόν. Ἓν μόνον τῇ ἔλειπε διὰ νὰ τὰ κάμῃ σαράντα, πρὸς ἀνάπαυσιν τῆς συνειδήσεώς της. Ἐβάπτιζεν ἀδιακρίτως ἄρρενα καὶ θήλεα, ἀλλ᾽ ἐφρόντιζε νὰ δίδῃ ἀκριβεῖς σημειώσεις εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ πνευματικούς, διὰ νὰ μὴ τυχὸν γίνῃ κανὲν συνοικέσιον εἰς τὸ μέλλον μεταξὺ δύο ἑτεροφύλων ἀναδεκτῶν, καὶ κολασθῇ ἡ ψυχή της.
Κατ᾽ ἔτος τὴν Μ. Πέμπτην, μεγίστη κίνησις ἐγίνετο ἐν τῇ εὐρυχώρῳ αὐλῇ τῆς οἰκίας. Ἡ θεια-Σοφούλα ἀνεσφουγγώνετο* μέχρις ἀγκώνων, καὶ ἐζύμωνε μόνη της τὰς τριάκοντα ἐννέα αὐγοκουλούρας διὰ τοὺς τοσούτους βαπτιστικούς της… Ἀλλὰ πλὴν τῶν βαπτιστικῶν ὑπῆρχον καὶ τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονα, καὶ ταῦτα δὲν ἦσαν ὀλιγάριθμα.
Ἐν συνόλῳ ἐχρειάζετο ἑβδομήκοντα καὶ πλέον κοκκῶνες*, δηλ. παιδικὰς κουλούρας, διὰ τοὺς βαπτιστικούς, διὰ τοὺς ἐγγόνους καὶ τὰ δισέγγονα. Εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον δὲν συμπεριλαμβάνονται αἱ μεγαλύτεραι κουλοῦραι, τὰς ὁποίας παρεσκεύαζε διὰ τὰς συντεκνίσσας, διὰ τὰς ἀνεψιὰς καὶ δισεξαδέλφας της.
Μέγας δὲ ἐβόμβει ὁ ἑσμὸς τῶν ἀναδεκτῶν καὶ δισεγγόνων περὶ τοὺς ἀνθῶνας τῆς αὐλῆς κατ᾽ ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Ἀπὸ τῆς τρίτης ὥρας τοῦ δειλινοῦ, καθ᾽ ἣν ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὴς ἐξηγείρετο τοῦ μεσημβρινοῦ ὕπνου, μὲ δριμεῖαν ἐπικαθημένην τῆς ρινὸς τὴν χολήν, καὶ ἐφόρει τὸ τσόχινον βρακίον του, ἐπύργωνεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μεγαλοπρεπὲς τὸ τυνησιακὸν φέσι του, ἐλάμβανεν ὡς σκῆπτρον τὴν μεγάλην ἠλεκτρόστομον τσιμπούκαν του, ἀνήρτα ἀπὸ τῆς ὀσφύος βαθύκολπον τὴν μεταξωτὴν καπνοσακκούλαν, καὶ κατήρχετο εἰς τὸ καφενεῖον νὰ εἰσπνεύσῃ τὴν θαλασσίαν αὔραν, ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης ἡ εὐρεῖα καὶ τετράγωνος αὐλὴ παρεδίδετο ἐξ ἐφόδου εἰς τὴν λεηλασίαν τῶν βαπτιστικῶν καὶ τῶν δισεγγόνων. Μεγίστην εὐτυχίαν καὶ ἀνήκουστον ἡδονὴν ἐνόμιζον τότε τὰ παιδία τῆς γειτονιᾶς, ἂν κατώρθωνον νὰ παρεισδύσωσιν εἰς τὸ προαύλιον τῆς θεια-Σοφούλας, ὅπερ ἐθεωρεῖτο ὡς μυθῶδές τι. Πολλὰ αὐτῶν προέτεινον τὰς κεφαλὰς διὰ τῶν σχισμῶν τῆς κλειστῆς αὐλείου θύρας, ἥτις ἐμοχλεύετο ἔσωθεν ὑπὸ τῶν ζηλοτύπων βαπτιστικῶν διὰ τοὺς μὴ ἔχοντας ἔνδυμα γάμου. Ἄλλα παιδία τολμηρότερα ἀνεῖρπον εἰς τὸν θριγκὸν τοῦ τοίχου τῆς αὐλῆς καὶ εὕρισκον τρόπον νὰ εἰσπηδήσωσιν ἐκεῖθεν εἰς τὰ ἔνδον. Ἀλλ᾽ ἀλλοίμονον ἂν παρετηροῦντο ὑπὸ τῶν ἀγρύπνων εὐνοουμένων. Ἀπεδιώκοντο μὲ τσιμπήματα καὶ μὲ δοντιές, ὡς ὁ κηφὴν ὑπὸ τῶν μελισσῶν.
Τὴν Μεγάλην Πέμπτην τοῦ ἔτους 185… ὅλοι οἱ ἀναδεκτοὶ ἦσαν συνηγμένοι ἐν τῇ αὐλῇ τῆς γραίας Σοφούλας. Ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν ἦτο ἤδη νεανίας εἰκοσαετής, τὸ δὲ νεώτερον ἦτο κοράσιον διετές, εἰς ὃ ἡ νοννὰ εἶχε δώσει τὸ ὄνομά της. Τὸ βρέφος τοῦτο ἦτο τὸ τεσσαρακοστὸν πνευματικὸν γέννημα τῆς θεια-Σοφούλας.
Εἶχε γεννηθῆ τέλος τὸ ἀπὸ πολλοῦ προσδοκώμενον τοῦτο συμπλήρωμα τοῦ προωρισμένου ἀριθμοῦ, καὶ ἦτο τὸ χαδευμένον τῆς θεια-Σοφούλας. Ἡ νοννὰ ἔτρεφε φιλοδόξους σκοποὺς ὡς πρὸς τὸ μέλλον τοῦ θυγατρίου τούτου. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὴς ἐξ ὅλων τῶν ἀναδεκτῶν μόνον τὸ μικρὸν τοῦτο ἠνείχετο. Ἡ στοργὴ ὅμως τῆς θεια-Σοφούλας πρὸς αὐτὸ ἔφθανε μέχρι παραφροσύνης.
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ θεια-Σοφούλα ἦτο κλειστὴ εἰς τὸ ἰσόγειον καὶ ἐζύμωνεν. Ἐκ τῶν παιδίων τινὰ τὴν ἐπολιόρκουν ἔξωθεν τῆς θύρας παραμονεύοντα.
Τὰ πλεῖστα ὅμως ἔπαιζον ταραχωδῶς περὶ τὸν ὑπερμεγέθη ληνόν, πλησίον τοῦ ἐλαιοτριβείου, τὸ κρυφτάκι, καὶ ἄλλα ἐθορύβουν περὶ τὰς κιγκλίδας τοῦ κήπου καὶ πλησίον τοῦ φρέατος.
Ἡ μικρὰ Σοφούλα, ἥτις ἦτο μόλις διετής, ὡς εἴπομεν, ἐξέπεμπε χαρμοσύνους κραυγάς, ἐψέλλιζεν ὡς νεοσσὸς χελιδόνος, καὶ ἔτρεχε καὶ αὐτὴ κατόπιν τῶν ἄλλων παιδίων. Ἡ νοννά της ἐζήτησεν κατ᾽ ἀρχὰς νὰ τὴν κρατήσῃ πλησίον της, ἀλλ᾽ ἡ μικρὰ ἐστενοχωρήθη, καὶ ἀπῄτησε νὰ ἐξέλθῃ.
―  Νὰ πάω κ᾽ ἐγὼ νὰ παίξω, νοννά μου;
―  Τί νὰ παίξῃς ἐσύ;
―  Τὸ κλυφτάκι, νοννά μου! ἐτραύλισεν ἡ μικρά.
―  Δὲν παίζουν τὰ κορίτσια τὸ κρυφτάκι, τῇ εἶπεν αὐστηρῶς ἡ νοννά.
Ἡ μικρὰ δὲν ἐμεμψιμοίρησε μέν, ἀλλὰ ἐσκυθρώπασεν. Ἰδοῦσα τοῦτο ἡ νοννά, ἔκραξε τὴν Ἀθηνιώ, εἰκοσαετῆ τὴν ἡλικίαν, δουλεύτραν της, ἥτις ἦτο καὶ αὐτὴ μία τῶν βαπτιστικῶν της καὶ τῇ ἐνεπιστεύθη τὴν μικράν, συστήσασα αὐτῇ αὐστηρὰν ἐπαγρύπνησιν.
Ἀλλ᾽ ἡ Ἀθηνιὼ ἐλησμόνησεν ἅμα ἀκούσασα τὴν σύστασιν τῆς κυρίας της, καὶ ἐπειδὴ εἰς τὰς πεζούλας ἐκάθηντο τέσσαρες ἢ πέντε γειτόνισσαι, καὶ γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος εἶναι ἡ συνδιάλεξις τῶν ἀέργων γυναικῶν, ἐκάθισε πλησίον αὐτῶν, καὶ ἄφησε τὴν μικρὰν Σοφούλαν νὰ τρέχῃ.
Δὲν ἤρκεσε τοῦτο, ἀλλὰ παραγγελθεῖσα ὑπὸ τῆς κυρίας της νὰ ἀντλήσῃ ὕδωρ ἐκ τοῦ φρέατος, ἐγέμισε μὲν τὴν στάμνον, ἀλλὰ δὲν ἐφρόντισε νὰ κλείσῃ τὸ στόμιον τοῦ φρέατος, ὅπως τὸ εὗρε κεκλεισμένον, τὸ ἄφησε δὲ ἀνοικτόν. Ἀπροσεξία εἰς ἣν οὐδέποτε θὰ ὑπέπιπτεν ἡ γραῖα Σοφούλα ἢ ἄλλη φρόνιμος γυνή. Μή τις δὲ ἀμφιβάλῃ ὅτι τὴν σύστασιν ταύτην ἡ γραῖα ἔκαμε χιλιάκις εἰς τὴν δουλεύτραν της, ἀλλ᾽ ἡ Ἀθηνιὼ δὲν ἦτο ἐξ ἐκείνων τῶν γυναικῶν αἵτινες καθίστανται προσεκτικαί.
Εἰς τὴν ἀκμὴν λοιπὸν τῆς πλήρους ἐνδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ἤκουσαν αἴφνης αἱ εἰς τὴν πεζούλαν καθήμεναι γυναῖκες κρότον τινά, ὡς πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εἰς ὕδωρ, καὶ συγχρόνως πεπνιγμένην κραυγήν, καὶ μετ᾽ αὐτὴν δευτέραν κραυγὴν δυνατωτέραν.
Αἱ γυναῖκες ἀνωρθώθησαν αὐτομάτως.
Ἀλλὰ πρὶν αὐταὶ κινηθῶσιν, ἡ θύρα τοῦ ἰσογείου ἠνοίχθη μετὰ κρότου, καὶ ἡ θεια-Σοφούλα, ἔντρομος, ἀνυπόδητος, μὲ τὲς κάλτσες μόνον, γυμνώλενος, μὲ τὰς χεῖρας ζυμαρωμένας, ἔτρεξε πρὸς τὸ φρέαρ κράζουσα:
―  Τὸ κορίτσι! τὸ κορίτσι!
Διὰ τῆς εἰς τὴν στοργὴν ἰδιαζούσης μαντείας, ἡ θεια-Σοφούλα ἐνόησεν ἀμέσως ὅτι ἡ μικρά της βαπτιστικὴ εἶχε πέσει ἐντὸς τοῦ φρέατος. Καὶ τῷ ὄντι δὲν ἠπατᾶτο.
Ἐνῷ ἔτρεχεν ἡ Σοφούλα, ἰδοῦσα 〈τὸ〉στόμιον τοῦ φρέατος ἀνοικτόν, ἐπλησίασε, προσεκολλήθη ἐπὶ τοῦ χθαμαλοῦ ξυλίνου φραγμοῦ, εἶδεν ἐπὶ τοῦ ὕδατος εἰκονιζομένην τὴν ἀγγελικὴν ξανθὴν μορφήν της, ἤρχισε νὰ τῇ προσμειδιᾷ, ἔκυψεν ὑπερμέτρως, ὠλίσθησεν ἐπὶ τῆς στιλπνῆς ὡς ἐκ τῆς συχνῆς προστριβῆς τοῦ σχοινίου σανίδος, καὶ ἔπεσε κατακέφαλα ἐντὸς τοῦ φρέατος.
Αἱ ἄλλαι γυναῖκες, καὶ ἡ Ἀθηνιὼ μετ᾽ αὐτῶν, καθ᾽ ὑπερβολὴν διαστέλλουσαι τοὺς βραχίονας, ἔτρεξαν κατόπιν τῆς θεια-Σοφούλας.
―Ἕναν κουβά! ἕνα γιουρδέλι! ἐκραύγαζεν ἔκφρων ἡ γραῖα Σοφούλα.
―Ἕνα τσιγγέλι! ἔκραξε καὶ ἡ Ἀθηνιὼ σκοτισμένη· (ὡς νὰ εἶχε πέσει δηλ. εἰς τὸ φρέαρ τὸ ἰβάνιον, δι᾽ οὗ ἀντλοῦσιν ὕδωρ).
―  Τὰ τσιγγέλια νὰ σὲ τραβοῦν, σκύλα! τῇ ἔκραξε μὲ κεραυνοβόλον βλέμμα ἡ θεια-Σοφούλα. Μοῦ ἔπνιξες τὸ παιδί.
Ἡ γραῖα τῷ ὄντι δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐννοήσῃ, ὅτι τὸ δυστύχημα ὠφείλετο εἰς τὴν ἀπροσεξίαν τῆς δουλεύτρας της.
―  Νὰ κατεβῶ ἐγὼ στὸ πηγάδι, νοννά, τῇ εἶπεν ἡ Ἀθηνιώ.
Ἐπειδὴ ἐβράδυνε νὰ φανῇ πουθενὰ κουβάς, διότι εἶναι γνωστὸν πόσον τὰ χάνουν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς δεινὰς περιστάσεις, καὶ ἐνῷ μία τῶν γυναικῶν ἔτρεχεν ἀπ᾽ ἐκεῖ, ἄλλη ἀπ᾽ ἐδῶ, καὶ ἡ μικρὰ ἐν τῷ μεταξὺ ἐπνίγετο, ἡ θεια-Σοφούλα ἐπέτρεψεν εἰς τὴν Ἀθηνιὼ τὴν χάριν ταύτην. Ἤξευρε δὲ ἄλλως, ὅτι εἰς τοῦτο, καθὼς καὶ εἰς πᾶσαν ἄλλην ἐργασίαν εἰς τοὺς ἄνδρας μᾶλλον ἁρμόζουσαν, ἦτο ἐπιτηδεία.
Ἡ Ἀθηνιὼ λοιπὸν ἐσήκωσε τὰ φουστάνια της ὑπεράνω τοῦ γόνατος, καὶ πατοῦσα εἰς τὰς γνωστὰς αὐτῇ ἐσοχὰς τοῦ ἐσωτερικοῦ λιθοκτίστου τοῦ φρέατος, τὰς ἐπίτηδες κατασκευαζομένας εἰς πᾶσαν ὀρυχὴν φρέατος, κατῆλθε μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὕδατος.
Οὐδαμοῦ ἐφαίνετο ἡ μικρά.
Τὸ βάθος τοῦ ὕδατος ἦτο τρὶς ἴσον μὲ ἀνάστημα ἀνδρός, καὶ ἡ Ἀθηνιὼ δὲν ἠδύνατο νὰ προχωρήσῃ κατωτέρω.
Ἐν τῷ μεταξὺ εὑρέθη καὶ ὁ κουβάς, καὶ κατεβιβάσθη μέχρι τῶν χειρῶν τῆς Ἀθηνιῶς. Αὕτη ἔλαβε τὸ σχοινίον καὶ ἤρχισε νὰ περιστρέφῃ τὸ ἰβάνιον ἐντὸς τοῦ ὕδατος.
Ἡ θεια-Σοφούλα ὠλόλυζε καὶ ἔσχιζε τὰς παρειάς της. Ἡ καρδία της δὲν ᾐσθάνετο πλέον τῆς ἐλπίδος τὴν θαλπωρήν…
Τέλος τὸ ἰβάνιον προσέκοψεν εἰς σῶμά τι ἀνερχόμενον. Ἡ μικρὰ ἀνέβη εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἀλλ᾽ ἦτο ἤδη πτῶμα…
Ἡ κεφαλὴ ἦτο δεινῶς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθεῖσα σφοδρῶς εἰς τὸ ὕδωρ εἶχε κτυπήσει ἐπὶ τοῦ λίθου, ἐζαλίσθη, κατέπιε πολὺ νερόν, καὶ δὲν ἀνῆλθε ταχέως εἰς τὴν ἐπιφάνειαν…
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἐπὶ ζωῆς της δὲν ἐπαρηγορήθη ἡ θεια-Σοφούλα διὰ τὸ οἰκτρὸν τοῦτο ἀτύχημα. Ἴσα ἴσα ἡ τελευταία βαπτιστική της!…
Διετήρησε δὲ τὴν πρὸς τὴν ἀθῴαν νεκρὰν στοργήν της μέχρι εὐσεβοῦς προλήψεως. Ζήσασα ἐπὶ ἱκανὰ ἔτη ἀκόμη, κατεσκεύαζεν ἀνελλιπῶς κατ᾽ ἔτος τῇ Μ. Πέμπτῃ τὴν κοκκώνα τῆς ἀτυχοῦς μικρᾶς, καὶ τὴν Κυριακὴν τοῦ Πάσχα, ἅμα ἐπέστρεφε τὸ πρωὶ ἀπὸ τῆς λειτουργίας τῆς Ἀναστάσεως ἤνοιγε, τότε μόνον, τὸ ἄχρηστον μεῖναν φρέαρ καὶ ἔρριπτεν εἰς τὸ ὕδωρ τὴν κοκκώναν καὶ τὰ κόκκινα αὐγὰ τῆς μικρᾶς Σοφούλας της.
Ἐβεβαίου δὲ ἡ ἀγαθὴ γυνή, ὅτι ἀνεξήγητος εὐωδία ἀνήρχετο τότε ἀπὸ τοῦ ὕδατος, ὡς θυμίαμα ἀθῴας ψυχῆς ἀναβαῖνον πρὸς τὸν θεάνθρωπον Πλάστην.
(1888)

Τα παιδιά στα πασχαλινά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη





Ο Παπαδιαμάντης ως συγγραφέας κατέγραψε με συνέπεια και ανθρωπιστική διάθεση τις συνθήκες ζωής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων της εποχής του δίνοντάς τους φωνή και φωτίζοντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης τους κατά τις πρώτες δεκαετίες ύπαρξης  του ελληνικού κράτους. Στερεότυποι , κλασικοί αλλά και ήρωες που προηγούνται της εποχής του παρελαύνουν στα διηγήματά του.
Στις ιδιαίτερες κατηγορίες των χριστουγεννιάτικων και πασχαλινών διηγημάτων του βλέπουμε τους ήρωες άλλοτε να πασχίζουν και άλλοτε να απολαμβάνουν με τον γνήσιο και απλοϊκό τους τρόπο το νόημα της μεγάλης εορτής. Συγκεκριμένα στα πασχαλινά του διηγήματα, τα παιδιά κατέχουν ξεχωριστή θέση καθώς είναι η εποχή που ελεύθερα από τις σχολικές υποχρεώσεις και σχετικά απαλλαγμένα από τις εργασίες στις οποίες βοηθούσαν την οικογένεια αναμένουν ανυπόμονα την χαρούμενη ατμόσφαιρα της ανοιξιάτικης γιορτής.
Ας δούμε μερικά τέτοια διηγήματα.


Στην «Τελευταία βαπτιστική» (1888) η ηλικιωμένη κυρα-Σοφούλα Κωνσταντινιά είναι περήφανοι για τα 40 κορίτσια που έχει καταφέρει να βαπτίσει. Ο σύζυγός της την ειρωνεύεται κατηγορώντας την πως το θεωρεί κάτι σαν παιχνίδι. Την Μεγάλη Πέμπτη ζυμώνει στο σπίτι της τσουρέκια για τα βαπτιστήρια. Τη βοηθά η μεγαλύτερη βαφτισιμιά της και παρούσα είναι και η μικρότερη. Όταν αφήνει τη μικρότερη υπό την εποπτεία της πρώτης, η μικρή ξεφεύγει από την προσοχή της πέφτει στο πηγάδι της αυλής με τραγική κατάληξη:
«Ἀλλ᾽ ἡ Ἀθηνιὼ ἐλησμόνησεν ἅμα ἀκούσασα τὴν σύστασιν τῆς κυρίας της, καὶ ἐπειδὴ εἰς τὰς πεζούλας ἐκάθηντο τέσσαρες ἢ πέντε γειτόνισσαι, καὶ γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος εἶναι ἡ συνδιάλεξις τῶν ἀέργων γυναικῶν, ἐκάθισε πλησίον αὐτῶν, καὶ ἄφησε τὴν μικρὰν Σοφούλαν νὰ τρέχῃ.
Δὲν ἤρκεσε τοῦτο, ἀλλὰ παραγγελθεῖσα ὑπὸ τῆς κυρίας της νὰ ἀντλήσῃ ὕδωρ ἐκ τοῦ φρέατος, ἐγέμισε μὲν τὴν στάμνον, ἀλλὰ δὲν ἐφρόντισε νὰ κλείσῃ τὸ στόμιον τοῦ φρέατος, ὅπως τὸ εὗρε κεκλεισμένον, τὸ ἄφησε δὲ ἀνοικτόν. Ἀπροσεξία εἰς ἣν οὐδέποτε θὰ ὑπέπιπτεν ἡ γραῖα Σοφούλα ἢ ἄλλη φρόνιμος γυνή. Μή τις δὲ ἀμφιβάλῃ ὅτι τὴν σύστασιν ταύτην ἡ γραῖα ἔκαμε χιλιάκις εἰς τὴν δουλεύτραν της, ἀλλ᾽ ἡ Ἀθηνιὼ δὲν ἦτο ἐξ ἐκείνων τῶν γυναικῶν αἵτινες καθίστανται προσεκτικαί.
Εἰς τὴν ἀκμὴν λοιπὸν τῆς πλήρους ἐνδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ἤκουσαν αἴφνης αἱ εἰς τὴν πεζούλαν καθήμεναι γυναῖκες κρότον τινά, ὡς πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εἰς ὕδωρ, καὶ συγχρόνως πεπνιγμένην κραυγήν, καὶ μετ᾽ αὐτὴν δευτέραν κραυγὴν δυνατωτέραν.
Αἱ γυναῖκες ἀνωρθώθησαν αὐτομάτως.
Ἀλλὰ πρὶν αὐταὶ κινηθῶσιν, ἡ θύρα τοῦ ἰσογείου ἠνοίχθη μετὰ κρότου, καὶ ἡ θεια-Σοφούλα, ἔντρομος, ἀνυπόδητος, μὲ τὲς κάλτσες μόνον, γυμνώλενος, μὲ τὰς χεῖρας ζυμαρωμένας, ἔτρεξε πρὸς τὸ φρέαρ κράζουσα:
―  Τὸ κορίτσι! τὸ κορίτσι!».


Στην «Άκληρη» (1905) μία γυναίκα λαχταρά να αποκτήσει δικά της παιδιά και αν και περιβάλλεται από πολλά παιδιά συγγενών και γειτόνων δεν το κατορθώνει ούτε μέσω της υιοθεσίας μένοντας κοινωνικά στιγματισμένη και ελπίζοντας στην αγάπη των μακρινών ανιψιών της:
«Νέα ὅταν ἦτον ἡ Μαχώ, ἐνόσω εἶχεν ἀκόμη ἐλπίδα, ν᾿ ἀποκτήσῃ κι αὐτὴ τέκνον, ἐσυνήθιζε ν᾿ ἀγαπᾷ ὅ,τι σήμερον ὠνόμαζε «κλῆρες», τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ εἶχε κάμει τόσα ταξίματα καὶ μετεχειρίσθη ψευτογιατρικά, κ᾿ ἐπῆγε δύο τρεῖς φορὲς στὰ «Θέρμα», καὶ ἡ στείρωσίς της δὲν ἐθεραπεύθη, καὶ δὲν ἠμπόρεσε νὰ καρπογονήσῃ ―τώρα, τελευταῖον, ἐξενιτεύθη καὶ ὁ σύζυγός της, κι αὐτὴ πλέον ἤρχισε νὰ γηράζῃ―, δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ὑποφέρῃ τὰ μικρὰ παιδιά· καθίσταντο λίαν ὀχληρά!
Διότι ὁ γιαλὸς εἶχε βάρκες, καὶ μέσα στὶς βάρκες ἐπηδοῦσαν οἱ κλῆρες, κ᾿ ἐφώναζαν, καὶ ἀτακτοῦσαν· ἂν ἦτον καλοκαίρι, πρωί, βράδυ, μεσημέρι, δὲν ἔπαυαν νὰ κολυμβοῦν, κ᾿ ἐβουλιοῦσαν τὶς βάρκες, κ᾿ ἔκαναν διαβολεμένον θόρυβον· καὶ ἡ μικρὰ πλατεῖα εἶχε δένδρα, κ᾿ ἐπάνω στὰ δένδρα ἀνερριχῶντο οἱ κλῆρες, κ᾿ ἔτρωγαν μισοάγουρα τὰ μοῦρα καὶ τὰ ζίζυφα, κ᾿ ἐκυνηγοῦσαν τὰ πουλιά, κ᾿ ἔσπαζαν τὰ κλωνάρια· καὶ κανὲν ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν ἔπιπτε ποτὲ κάτω νὰ μισερωθῇ διὰ νὰ πάρουν φόβον τ᾿ ἄλλα. Καὶ ἀπὸ τὸ ἓν ἐργαστήριον ὁ βαρελὰς ἦτον ἄνθρωπος μαλακός, κ᾿ ἐπέτρεπεν εἰς τὶς κλῆρες νὰ κυλοῦν τὰ βαρέλια, νὰ τοῦ χαλοῦν τὰ στεφάνια, νὰ κάμουν ὧρες-ὧρες τρομερὸν βόμβον εἰς τὴν γειτονιάν. Καὶ ὅσον διὰ τοὺς δύο ἀδελφοὺς γύφτους τοῦ ἄλλου ἐργαστηρίου, ὁ μαστρο-Γιάννης, ὅσον καὶ ἂν τὰ ἐμάλωνε, δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ περιορίσῃ· καὶ ὁ Γιάλα-Ντρίτσας ἐπικαλούμενος, ὁ ἄλλος ἀδελφός, ἦτον πάντοτε σχεδὸν μεθυσμένος κ᾿ οἱ μάγκες εἶχον εὕρει μὲ αὐτὸν καλὴν διασκέδασιν. Ἐκτυποῦσαν κ᾿ ἔσπαζαν τοὺς φυσητῆρας, ἔκλεπταν τεμάχια σιδήρων, τοῦ ἥρπαζαν τὶς βρεχτοῦρες, καὶ τὸν ἐκυνηγοῦσαν μὲ ἀλαλαγμοὺς καὶ φωνές:
― Γιάλα-Ντρίτσα! Γιάλα-Ντρίτσα!».


Στο διήγημα «Υπό την βασιλικήν δρυν» (1901) ο αφηγητής περνάει την δεύτερη ημέρα του Πάσχα από έναν δρόμο όπου όταν ήταν παιδί θαύμαζε την μεγαλόπρεπη βελανιδιά που υπήρχε και είχε αναπτύξει μία πολύ ιδιαίτερη σχέση μαζί της:
«Κατηρχόμεθα ἐκεῖ συνήθως τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, εἶτα πάλιν τοῦ Ἁγ. Γεωργίου ἤ τὴν Πρωτομαγιάν, ἄλλοτε δὲ τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου ἤ τῆς Ἀναλήψεως. ᾽Επὶ τερπνοῦ λόφου ὑπῆρχε τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγ. ᾽Ιωάννου τοῦ Θεολόγου, ὅπου ἐλειτουργούμεθα.
Ἤγοντο ἐκεῖ χοροὶ καὶ πανηγύρεις˙ δρόσος καὶ ἀναψυχὴ καὶ χάρμα ἐβασίλευεν. Ἐθύοντο ἀρνία καὶ ἐρίφια, καὶ σπονδαὶ ἐγίνοντο πυροξάνθου ἀνθοσμίου. Ἐτελοῦντο ἀγῶνες ἀμίλλης, δισκοβολίαι καὶ ἅλματα. ῎Επληττε τὰς πραείας ἠχοῦς ὁ φθόγγος τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς λύρας, συνοδεύων τὸ ἔρρυθμον βῆμα τῶν παρθένων πρὸς κύκλιον χορόν. Καὶ ξανθαὶ ἐρυθρόπεπλοι βοσκοποῦλαι ἐπήδων, ἐπέτων, ἐκελάδουν.
Καθὼς εἴχομεν φθάσει ἐκεῖ, τὴν χρονιὰν ἐκείνην, μὲ εἶχε κυριεύσει ζωηρότερον ἡ ἐντύπωσις ἡ μαγικὴ τῆς δρυός. Διηρχόμεθα ἑκάστοτε οὐχὶ μακρὰν τοῦ δένδρου, ἀπέχοντος ἡμισείας ὥρας ὁδὸν ἀπὸ τὸ Μέγα Μανδρί. Ὁ δρόμος μας ἦτο ἐπὶ τῆς κλιτύος, ὀλίγον ὑψηλότερον τῆς θέσεως, ὅπου ἵστατο τὸ δένδρον, ἔτεμνε δὲ πλαγίως τὸ βουνόν, καὶ ἡ δρῦς ἡ μαγική, καθὼς ἐξηκολούθουν νὰ τὴν βλέπω ἐπὶ ἱκανὴν ὥραν, μὲ ἐγοήτευε καὶ μὲ ἐκάλει, ὡς νὰ ἦτο πλάσμα ἔμψυχον, κόρη παρθενικὴ τοῦ βουνοῦ.
Κατὰ τὰς ποικίλας κυμάνσεις τῆς ὁδοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ κοιλώματα ἤ τὰς προεξοχὰς τοῦ ἐδάφους καὶ κατὰ τὰς κινήσεις τοῦ ὀναρίου τὰς ἰδιοτρόπους καὶ πείσμονας -καθὼς ἐξάνοιγα τὸ πρῶτον τὴν δρῦν, καθόσον ἐπλησίαζα ἤ ἀπεμακρυνόμην ἀπ’ αὐτῆς,- τόσας θέας, ἀπόψεις καὶ φάσεις ἐλάμβανε τὸ δἑνδρον. Ἐκ πλαγίου καὶ μακρόθεν εἶχεν ὄψιν λιγυρᾶς χάριτος, ἐγγύθεν καὶ κατὰ μέτωπον προέκυπτεν ὅλη μεστὴ καὶ ἀμφιλαφής, βαθύχλωρος, ἐπιβάλλουσα ὡς νύμφη.».


Στο διήγημα «Τα τραγούδια του Θεού» ο αφηγητής που ταυτίζεται με τον συγγραφέα αφηγείται την αγάπη ενός μικρού εξώγαμου κοριτσιού που το μεγάλωνε μία γυναίκα που το συμπόνεσε για τους πασχαλινούς ψαλμούς και την άτυχη κατάληξή του εξαιτίας μίας ασθένειας:
«Ὅταν ἀπεφάγαμεν, κ᾿ ἐσυγκρούσαμεν τὰ κόκκιν᾿ αὐγά, κ᾿ εἴχαμεν κενώσει τὰ τρία τέταρτα τῆς χιλιάρικης ―ἦτο ὡραῖον ρετσινᾶτο, ὅλον ἄρωμα καὶ πτῆσις καὶ ἀφρός― ἀφοῦ ἔψαλεν ὁ γέρων Φίλιππος τὸ Χριστὸς ἀνέστη (ὁ κὺρ Στέφανος δὲν ἤξευρεν ἄλλο νὰ ψάλῃ εἰμὴ τό, ψήσου γίδα ψήσου καὶ ροδοκοκκινίσου), ἠθέλησα κ᾿ ἐγὼ νὰ εἴπω τὸ Ἀναστάσεως ἡμέρα, τὸ ἀλλέγρο, τὸν πρῶτον δηλ. εἱρμὸν τοῦ Κανόνος τῆς ἡμέρας, ὄχι τὸ τελευταῖον τὸ δοξαστικόν, τὸ ἀργόν. Μόλις ἤνοιξα τὸ στόμα μου κ᾿ ἐπρόφερα:
Ἀναστάσεως ἡμέρα,
λαμπρυνθῶμεν λαοί·
Πάσχα Κυρίου Πάσχα…
ἡ μικρὰ Τοτώ, βλέπουσα ἀτενῶς πρός με, ἀφῆκεν ἀκράτητον ἐπιφώνημα χαρᾶς, κ᾿ ἔλαμψε τὸ προσωπάκι της, τὰ ματάκια της, τὸ στόμα της, τὰ μάγουλά της, ὅλα ἐμόρφασαν κ᾿ ἐμειδίασαν ἄρρητον μειδίαμα ἀγαλλιάσεως. Τὸ πρᾶγμα μοῦ ἐπροξένησεν αἴσθησιν. Φαίνεται τῷ ὄντι ὅτι ἔχουν ἄφατον ἄρωμα καὶ κάλλος μαρτυρούμενον «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων», αὐτὰ τὰ ἐμπνευσμένα ᾄσματα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας.
Συγχρόνως ἡ Μαρία, μὲ παιδικὴν χαρὰν κι αὐτή, ἀνέκραξεν:
― Αὐτὰ δὲν εἶναι τροπάρια ποὺ ψέλνετε, κύριε.
―Ἀλλὰ τί εἶναι κορίτσι μου; ἠρώτησα.
― Αὐτὰ εἶναι σὰν γλυκὰ-γλυκὰ τραγουδάκια».

 
Η ζωή των παιδιών στο έργο του Παπαδιαμάντη άλλοτε γλυκιά και άλλοτε γλυκόπικρη, με ελπίδες που δεν προλαβαίνουν να ανθήσουν ή διαψεύδονται κατά την ενηλικίωση, εμπεριέχουν όλη την αθωότητα και την σκληρότητα της εποχής τους. Πιστός στην αλήθεια της πραγματικότητας και με το συνεπές του ήθος και ύφος ο συγγραφέας μας παραθέτει με ειλικρίνεια και χωρίς καμία κριτική πρόθεση την αλήθεια της παιδικής ηλικίας των καιρών του.