Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Η συνάντηση του Καπετάν Κώττα με τον Μητροπολίτη


Απόσπασμα από το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη, "Καπετάν Κώττας"



Τι να σκέφτεται ο Άγιος; Έτρεμε το φυλλοκάρδι του Κώττα, μα δεν τολμούσε να πει τίποτα άλλο. Κι ο Δέσποτας σκεφτόταν αυτά που ‘γραφε χθες το πρωί στο ημερολόγιό του.

Όταν έφτασα εδώ, βρήκα τον τόπο σε άθλια κατάσταση. Ο πόλεμος του ’97 είναι ακόμα πρόσφατος. Οι Τούρκοι από μίσος για την Ελλάδα υποστηρίζουν τας εξαρχικάς αξιώσεις· οι Βούλγαροι επωφελούνται της ψυχολογικής καταστάσεως και είναι κύριοι του τόπου. Οι βλέψεις του βουλγαρικού κομιτάτου φθάνουν ως τον Αλιάκμονα και τα καστανοχώρια και γι’ αυτό το στρατόπεδο των συμμοριών στήθηκε στα Κορέστια της Καστοριάς για ν’ αποδείξουν μια μέρα στην ευρωπαϊκή διπλωματία ότι στην Καστοριά πρέπει να χαραχτούν τα σύνορα της ονειροπολούμενης Μεγάλης Βουλγαρίας. Στην αρχή συγκροτήθηκαν εκεί δυο συμμορίες· η μια υπό τον Πετρόφ από το Σίστεβο για τα Κορέστια, η άλλη υπό τον Μαρκόφ από το χωριό Πατέλι για την περιφέρεια Φλωρίνης. Τα πρώτα αιματηρά κρούσματα παρουσιάστηκαν στην επαρχία Καστοριάς. Το βουλγαρικό κομιτάτο εκτελώντας το ανθελληνικόν του σχέδιον, άρχισε να ρίχνει τον ένα ύστερα από τον άλλον τους στύλους των ελληνικών κοινοτήτων, για να εμπνεύσει τον πανικόν, να υποτάξει τον πληθυσμό στη βουλγαρική Εξαρχία. Το ελληνικό αίμα άρχισε να βάφει τη γη της Μακεδονίας, τα σλαβόφωνα χωριά μπρος στο τραγικό δίλημμα «Εξαρχία ή θάνατος» αποσκιρτούν στην Εξαρχία. Η κατάστασις γίνεται απελπιστική. Οι συμμορίες συγκαλούν τη νύχτα τους χωρικούς μέσα σ’ εκκλησίες κι αφού τους ορκίσουν στο κομιτάτο, τους αποσπούν υπό την απειλή των όπλων αναφορές προς την Εξαρχία και την Κυβέρνηση, όπου δηλώνουν ότι αποσκιρτούν στην Εξαρχία. Όσοι από τους χωρικούς κινδυνεύουν ως ύποπτοι στους Βουλγάρους καταφεύγουν στην Καστοριά, οι δάσκαλοι εγκαταλείπουν τις θέσεις τους.
Αφού μελέτησα την κατάσταση πήγα στο Προξενείο του Μοναστηριού να συνεννοηθώ με τον πρόξενο. Του εξέθεσα τα πράγματα, του είπα ότι η προπαγάνδα η βουλγαρική κερδίζει έδαφος, ότι κάθε μέρα γίνονται φόνοι κι εκβιασμοί. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες λένε στους δικούς μας «Δε θα πάτε στη Μητρόπολη». Κι αν πάνε τους σκοτώνουν. Ο Πεζάς μού είπε ότι η κατάσταση αυτή είναι κι εδώ κι αλλού. Μου είπε όμως ο Πεζάς να κάνω μια έκθεση προς την Κυβέρνηση κι έκαμα μια και την έστειλε ο ίδιος ο πρόξενος στο Υπουργείο. Σ’ αυτή τους υποδείκνυα ότι ήταν αδύνατο να κρατηθεί ο αγών χωρίς ελληνικά σώματα. Η έκθεση στάλθηκε μα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Σε λίγες εβδομάδες πήγα πάλι στο Προξενείο και ο πρόξενος μου είπε ότι όχι μόνο δε μας στέλνουν βοήθεια, αλλά μας εμποδίζουν.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», μου λέει…
«Μα καλά», του απαντώ, «κάθε μέρα χύνεται αίμα ελληνικό. Κάθε μέρα οι ορθόδοξοι αποσκιρτούν. Αυτοί σκοτώνουν. Το κομιτάτο τούς δυναμώνει, θα μείνω λοιπόν με τα χέρια δεμένα; Τότε χάθηκε η Μακεδονία…»

Κι αυτός ήταν σύμφωνος. Γύρισα απελπισμένος στην Καστοριά και αποφάσισα να ενεργήσω όπως μπορούσα μόνος μου.
Αναστέναξε με ανακούφιση ο Καραβαγγέλης.
- Θεέ μου! ψιθύρισε. Πόσο γρήγορα ήρθε η απάντηση στο αίτημά μου!
- Είπες τίποτα, Δέσποτα; ανησύχησε ο Κώττας.
- Θα σου πω μια ιστορία, άρχισε ο Άγιος. Μια φορά ήταν μια χώρα. Όμορφη, πανέμορφη, όπως είναι οι βασιλοπούλες στα παραμύθια. Τη λέγανε Μακεδονία, μάνα είχε την Ελλάδα κι είχε αφέντη της το Μεγαλέξαντρο. Μα, σαν όμορφη που ήτανε, πολλοί τη λαχταρούσανε. Και περισσότερο αυτοί που είχαν γειτονιά μαζί της. Τη βλέπανε το πρωί σαν λουζότανε στα ποτάμια της, τη βλέπανε τ’ απόγευμα σαν μαζεύονταν τα πουλιά στα δέντρα της. Μα με τέτοιον αφέντη, εύκολο δεν ήταν να κάνουν δικιά τους τη Μακεδονία. Σαν πέθανε ο Μεγαλέξαντρος αναγάλλιασαν. «Τώρα είναι δικιά μας», είπαν. «την κουρσεύουμε». Και το πρώτο που ήθελαν ήταν να ξεχαστεί ο Μεγαλέξαντρος. Μα η γης όλο και το θυμίζει στα παιδιά και στα εγγόνια του στρατηλάτη. Όλο και βγάζει αγάλματα, νομίσματα χρυσαφικά, στολίδια, να τα βλέπουν τα παιδιά και τα εγγόνια του Μεγαλέξαντρου να μην ξεχνάν την τρανή γενιά τους. Κι εγγόνι του Μεγαλέξαντρου είσαι κι εσύ, Κωνσταντή!
Έβγαλε από τη μέσα τσέπη ο Δέσποτας ένα νόμισμα. Το ‘δωσε στον καπετάνιο.
Μέσα από το φως του φεγγαριού του χαμογέλασε η μορφή ενός εφήβου.
- Ο Μεγαλέξαντρος είναι και γύρω γύρω ελληνικά γράμματα, εξήγησε ο Καραβαγγέλης.
Έσκυψε ο Κώττας ξανά, κοίταξε το όμορφο πρόσωπο. Κάτι σαν παράκληση είχαν τα μάτια του στρατηλάτη.
«Βοήθησε…» είπε στον Καπετάνιο και τώρα θαρρείς πως, όπως τον κοίταζε ίσια στα μάτια, τον διέταζε.
- Θα βοηθήσω, του υποσχέθηκε ο Κώττας, κι όλο λαχτάρα έφερε το νόμισα στα χείλη και το φίλησε.
- Θα σου πω μια αληθινή ιστορία για ένα τέτοιο νόμισμα, χαμηλόφωνα συνέχισε ο Δεσπότης: Μάλωναν μια μέρα ένας Βούλγαρος κι ένας Έλληνας, υπηρέτες κι οι δυο ενός πασά. Άκουσε ο πασάς τις φωνές στην αυλή και τους κάλεσε. «Τι πάθατε κι από το πρωί τρωγόσαστε;» τους ρώτησε. «Να, αφέντη», έπιασε να εξηγεί ο Βούλγαρος, «έχουμε ένα νόμισμα με το κεφάλι ενού βασιλιά απάνω».
«Δικός μου ο Βασιλιάς, ο Μεγαλέξαντρος», λέει ο Γραικός. «Δικιά μου και η χώρα του». «Δικός μου ο βασιλιάς, δικιά μου η χώρα του, λέω ελόγου μου. Και γίνηκε ο σαματάς που άκουσες».
«Να δω κι εγώ», λέει ο πασάς και κοιτάζει καλά καλά την κεφαλή και τα γραφούμενα. «Τι γλώσσα είναι τούτα δω τα γράμματα;» ρωτάει. «Ελληνικά!» του λέει ο Έλληνας. Γελάει ο πασάς. Γυρνάει στο Βούλγαρο.
«Δικός του ο βασιλιάς, δικιά του η χώρα!» λέει. «Γιατί έχεις δει μωρέ, ποτέ Τούρκο σουλτάνο να γράφει στις λίρες του απάνω φράγκικα;…»
Φτερούγισε η καρδιά του Κώττα, χτύπησε τα χέρια του από χαρά σαν παιδί με το πάθημα του Βούλγαρου.
- Χάρισέ το μου, Άγιε, παρακάλεσε κι έδειξε το νόμισμα.
- Χάρισμά σου, παιδί μου. Μα η ιστορία δε σταματάει εδώ. Η Ελλάδα πρόκοψε, απλώθηκε κι έγινε Βυζάντιο. Μα προκόβει ο γονιός και δεν προκόβει το παιδί του; Έτσι κι η Μακεδονία πρόκοβε κι αυτή. Τώρα πια, αν τη λιμπίζονταν οι γείτονές της, λούφαξαν όμως από φόβο. Κι ήρθαν δίσεκτα χρόνια, παιδί μου. Ήρθε ο Τούρκος και σκλάβωσε την Ελλάδα, που πα να πει σκλάβωσε και τη Μακεδονία. Έπεσε σκοτάδι, αλήθεια σου λέω, τόσο σκοτάδι που σκοτίστηκαν κι οι άνθρωποι και λίγο έλειψε να ξεχάσουν τη γενιά τους. Τι κάθομαι και λέω! Και γενιά και γλώσσα και θρησκεία πήγαν να ξεχάσουν. Και τότες…
- Και τότες; Κουνήθηκε ανήσυχα ο Κώττας.
- Και τότες ένας καλόγερος μ’ ένα ραβδί στο χέρι φάνηκε στις πολιτείες και στα χωριά. Τον ξέρεις. Τον έλεγαν Κοσμά, Κοσμά Αιτωλό.
- Δεν τον ξέρω, τον έκοψε ο Κώττας.
- Τον ξέρεις με τ’ όνομα που τον προσκυνάν οι Αρβανίτες. Τσουμπάν παπά τον λέτε εδώ.
- Τον άγιο λες! Σηκώθηκε από κάτω ο Κώττας κι έκανε το σταυρό του.
Χαμογέλασε ευτυχισμένα  ο Καραβαγγέλης. Το ‘ξερε πως εδώ πάνω τον Πατροκοσμά τον βάζανε αν όχι πιο ψηλά, πάντως ίσια με τον Μεγαλοδύναμο.
- Ξέρεις τι έκανε αυτός; ρώτησε.
- Θαύματα! είπε απλοϊκά ο Κώττας.
- Ναι! Μα εγώ μόνο για το ένα και μεγάλο θαύμα του θα σου πω. Μοναχός του ξεκίνησε, μ’ ένα δισάκι κι ένα ραβδί κι έσωσε τον Ελληνισμό που χανότανε! Τα χαρτιά γράφαν 200.000 τους Χριστιανούς μόνο στο Μπεράτι. Είχαν 40.000 απομείνει σαν πήγε εκεί ο Κοσμάς. Οι άλλοι είχαν χαθεί και για την Εκκλησία και για το Γένος. Κόμπιασε λίγο ο Καραβαγγέλης και σιγανά συνέχισε: στην Καστοριά είχε στήσει το σταυρό του στο νεκροταφείο του Αγίου Αντρέα, στη ρίζα μια συκαμιάς. Όταν έχω αβάσταχτη λύπη, πάω εκεί και ξεκουράζομαι. Και παίρνω θάρρος και παίρνω ελπίδα. Σαν να ‘ναι εκεί πλάι μου, τον ακούω να επιμένει στο τρίγωνο Μοναστήρι – Αχρίδα – Καστοριά που ‘ ναι ο Προμαχώνας της Εθνότητας ενάντια στο Σλάβο. Πόσο βαθιά έβλεπε η ματιά του τους μελλοντικούς αγώνες της φυλής εδώ ψηλά! Κι ήταν προφήτης. Αν το έργο του Κοσμά συνεχιζόταν, κανείς Σλάβος δε θα ‘χε πατήσει σε κείνα τα χώματα που χάσαμε κατόπιν και που μέχρι τότε είχαν ελληνικό χαρακτήρα.
Ο Δεσπότης δε μιλούσε πια με τον Κώττα. Είχε χαθεί στους δικούς του συλλογισμούς.
- Αν συνεχιζόταν το έργο του Κοσμά… ξανάπε, αναστέναξε και άναψε τσιγάρο.
τότε είδε τον Κώττα.
Ο καπετάνιος τον κοίταζε θαμπωμένος, ζαλισμένος· του άρπαξε το χέρι ο Δεσπότης, το ‘σφιξε, έσκυψε μετά απάνω του.
- Είδε ο Άγιος τα δικά μας τα βουνά και είπε «ευλογημένα βουνά κατοικία των ανδρείων αρματολών»· και αλλού ξανάπε, «βλέπετε αυτά τα βουνά; Απ’ αυτά θα λάμψει η θεία χάρη της Ελευθερίας…» Κωνσταντή! Και σένα μπορεί να είδε στα οράματά του ο Άγιος και έρχεται τώρα με το δικό μου στόμα και σε παρακαλεί να παλέψεις. Σου λέει πως ο αγώνας και πάλι ο αγώνας και μόνο ο αγώνας μπορεί να σώσει αυτόν τον τόπο. Κωνσταντή, τι λες;
- Πως θέλουμε όπλα, Δέσποτα, απάντησε ο Κώττας κι είχε λυγμούς πνιγμένους στη φωνή του
Σηκώθηκε ο Καραβαγγέλης, η πέτρα που τον κράταγε κουνήθηκε.
Είδε το φεγγάρι που χανόταν, αγκάλιασε με τη ματιά του το Πράσινο, όλη τη Μακεδονία. γύρισε μετά, είδε το σηκωμένο καπετάνιο. Στο αδύνατο πρόσωπό του έλαμπαν τα μάτια του από έρωτα για την Πατρίδα. Είδε ο Δεσπότης πως τον ίδιο καημό έχουν οι δυο τους. Τον έπιασε από τους ώμους σχεδόν τρυφερά.
- Παιδί μου, είπε σιγά, ο Θεός θέλησε να δώσεις εσύ το θανατερό δάγκωμα. Μπορεί να σωθεί το θεριό. Μα θα ‘ναι θανάσιμα πληγωμένο. Και θα ‘ρθουν άλλοι μετά από μας, που θα το αποτελειώσουν. Και θα ‘ναι πιο εύκολη δουλειά η δικιά τους.

Προχώρησε ένα βήμα, ξαναστάθηκε. Από σήμερα – είπε επίσημα- θα είσαι ο πρώτος. Θα σε στείλω κάτω να γνωρίσεις τους Έλληνες βασιλιάδες· και τα παιδιά σου θα τα στείλω στην Ελλάδα να σπουδάσουν.
Πήγε, χάιδεψε τη μούλα του, την ξέδεσε.
Είδε πάλι τον ουρανό. Μόλις και πρόκανε πριν ξημερώσει να ‘ναι στην Καστοριά.
- Ο Θεός μαζί μας, είπε, όπως σταύρωνε το σκυμμένο κεφάλι του καπετάνιου που του φίλαγε το χέρι. Ο Θεός μαζί μας, ξανάπε.
Η καινούρια μέρα έφτανε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου