Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Τα αγάλματα είναι το πιο σημαντικό απ' όλα!



Απόσπασμα από το βιβλίο της Ελένης Σαραντίτη, "Ο κήπος με τ' αγάλματα", εκδόσεις Καστανιώτη



Ο Θεαγένης – σας έχω πει για τον Θεαγένη; - αυτός είναι ένας νέος άντρας και πολύ ωραίος. Τον Θεαγένη τον έχουμε αρραβωνιάσει με τη Λήδα. Ταιριάζουνε, γι’ αυτό. Είναι κι οι δύο ψηλοί, λευκοί και ωραίοι. Και σοβαροί. Είναι κι άλλα αγάλματα. Πολλά. Γυναίκες και άντρες. Να πω την αλήθεια μου, επειδή δε θυμόμαστε τόσο πολλά ονόματα για να τα ονομάσουμε ή κι αν θυμόμαστε, κανένα άλλο δε μας άρεσε, ε, δώσαμε κι ένα τωρινό όνομα σ’ ένα άγαλμα. Το είπαμε Μάκη. Είναι πολύ νέος, μπορεί και να μην είναι είκοσι χρονώ. Είναι νομίζω πολεμιστής. Και τον λέμε Μάκη – δεν πειράζει, ε;
Δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ κάτι. Κάτι πολύ σπουδαίο και ωραίο. Να, πως τα αγάλματα είναι το πιο καλό πράγμα σήμερα για εμάς. Και το πιο αγαπημένο. Πολύ πιο σπουδαίο κι από τη θάλασσα κι από τη βαρκούλα τη «Βγενιώ» του μπάρμπα μου του Μήτσου. Αγαπάμε τ’ αγάλματα πιο πολύ κι από την τριανταφυλλιά σπηλιά της θάλασσας που πάμε και κρυβόμαστε από τον ήλιο ή τον αέρα. Γιατί τ’ αγάλματα είναι οι ωραίοι, καινούργιοι και παράξενοι φίλοι μας. Ωραίοι φίλοι.
Θυμάμαι πολύ τη μέρα που τα γνωρίσαμε: ήτανε πλαγιασμένα στο χειμωνιάτικο κρύο, στο χωράφι, μέσα στη λάσπη. Και στην παγωνιά. Σαν λυπημένα ήτανε έτσι. Μια ερημιά είχανε μέσα τους κι ας ήτανε πολλά μαζί. Κι έβρεχε πάνω τους. Πολύ. Τα θυμάμαι έτσι που ήτανε μισοχωμένα και ξεχώριζες εδώ το πρόσωπο του Γέλωνα, εκεί τις μπούκλες της ιέρειας της Ανδρομάχης. Τα πήρανε οι εργάτες, τα σηκώσανε, εμείς τα πλύναμε. Καλά. Να ‘ναι αστραφτερά. Και την άλλη μέρα, σαν βγήκε ο ήλιος, τα βρήκε ν’ ακουμπάνε και τα χάιδεψε στον κήπο του κυρίου Ευρυγένη. Και λάμψανε, αστράψανε λευκά σαν το χιόνι και φανήκανε ωραία και περήφανα και δυνατά κι εμείς τα τριγυρίσαμε. Με χαρά. Μ’ αγάπη.
-2-
Είχαμε πια φτάσει κοντά στον κήπο. Την ώρα που κάναμε ν’ ανοίξουμε την πορτούλα, είδα από μακριά που ερχόντουσαν και τ’ άλλα παιδιά. Πιο μπροστά πήγαινε η Ποτούλα. Ακολουθούσανε πιο πέρα οι άλλοι. Τους κούνησα το χέρι. Τους φώναξα:
«Ελάτε, ελάτε πια… Βράδιασε. Τι, τρώγατε τόσες ώρες;»
Έπειτα άνοιξα την πορτούλα. Άνοιξα την πορτούλα και τ’ αγάλματα, τ’ αγάλματά μας δεν ήταν πια. Τα είχανε πάρει τ’ αγάλματά μας. Τα είχανε πάρει.
Εγώ σαν να μην είδα. Σαν να μην πίστεψα. Εγώ στάθηκα. Η Γιόλα ήρθε από πίσω μου. Πιο ύστερα ήρθανε τα παιδιά. Βλέπαμε όλοι. Τα πήρανε τ’ αγάλματα.
Πήγα και στάθηκα δίπλα στο πηγάδι και κοίταζα εκεί όπου ακουμπούσανε πρώτα τ’ αγάλματα και σκεφτόμουνα τ’ αγάλματα, τ’ αγάλματα και την ομορφιά τους, σκεφτόμουνα που τ’ αγαπούσαμε τόσο. Τόσο πολύ. Σκεφτόμουνα. Κι έκλαιγα.
Οι άλλοι, τ’ άλλα παιδιά, φύγανε. Εγώ έμεινα με την Ποτούλα. Ύστερα σκοτείνιασε κι αφήσαμε τον κήπο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου