Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Η ποίηση στα παλιά Ανθολόγια του Δημοτικού Σχολείου




Τα γνωστά και αγαπημένα για πολλούς από εμάς Ανθολόγια του Δημοτικού Σχολείου καθιερώθηκαν μετά την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών (1974) σε μία προσπάθεια να βρει η λογοτεχνία τη δική της θέση ανεξάρτητα από τα σχολικά αναγνωστικά που κυριαρχούσαν ως τότε.  Το καθένα από αυτά είναι αφιερωμένα σε μία σπουδαία προσωπικότητα των απαρχών της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας  (ο Α΄ τόμος στο Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο Β΄  στο Γρηγόριο Ξενόπουλο και ο Γ΄ στην Πηνελόπη Δέλτα). Για τη σύνταξή τους εργάστηκαν σπουδαίοι άνθρωποι από το χώρο της λογοτεχνίας και της φιλολογίας με τη γενική επιστασία να ανήκει στους Μ.Δ. Στασινόπουλο και Γ. Π. Σαββίδη και την συντακτική ομάδα να συμπληρώνουν οι Α. Βουγιούκας, Α. Δημαράς, Κ. Δοξιάδη, Γ. Ιωάννου, Λ. Κάσδαγλη και Κ. Μουστάκα. Η διδασκαλία τους στα σχολεία γινόταν περίπου ως τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Κυρίαρχο ρόλο στο περιεχόμενό τους κατέχει η ποίηση, ειδικά στον Α΄ και Β΄ τόμο αναδεικνύοντας την εμπιστοσύνη των συντακτών σε αυτήν για την εισαγωγή των μικρών μαθητών στην ελληνική λογοτεχνία και την ιδιαίτερη σχέση που διατηρούν τα παιδιά με την ποίηση, ιδίως ως την πρώτη σχολική ηλικία. Τα ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται προέρχονται από την ελληνική παράδοση, την έντεχνη ελληνική παιδική ποίηση καθώς και ποιήματα που απευθύνονται στο ενήλικο κοινό αλλά κρίθηκαν κατάλληλα και για τα παιδιά. Άλλωστε χαρακτηριστικό είναι πως και τα τρία τεύχη ξεκινούν με ένα ποίημα: το Α΄ τεύχος με μία Προσευχή, το Β΄ επίσης με μία Προσευχή ενώ το Γ΄ με το έπος του Διγενή Ακρίτα.


Το πρώτο τεύχος του Ανθολογίου περιέχει πάνω από 40 ποιήματα που σχετίζονται με τις δραστηριότητες και τις προτιμήσεις των παιδιών της πρώτης σχολικής ηλικίας και περιστρέφονται κυρίως γύρω από την οικογένεια, τους φίλους, το σχολείο, το παιχνίδι, τα ζώα, η θρησκεία. Προτιμάται η ομοιοκαταληξία και το παιγνιώδες ύφος. Έτσι δεν θα μπορούσαν να λείπουν ποιήματα όπως:
               
«Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σχολειό
να μαθαίνω γράμματα,
πράγματα, σπουδάγματα
του Θεού τα πράγματα.»

«Ντίλι-ντίλι-ντίλι,
ντίλι το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

Ήρθε ο ποντικός,
πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.»

«Πάπιες χήνες του γιαλού
πέρδικες του ποταμού,
έχει η γούρνα σας νερό ,
να ‘ρθει η κόρη μου να πιεί ,
να λουστεί , να χτενιστεί
κι ύστερα να στολιστεί ,
στο γιαλό να κατεβεί ;»

Τα ποιήματα είναι γραμμένα με ύφος και τρόπο που ανταποκρίνονται στην αθωότητα και τα ενδιαφέροντα των παιδιών της ηλικίας αυτής που καλούνται για πρώτη φορά καλούνται να συνδυάσουν την μελέτη για το σχολείο με το παιχνίδι:
«Γύρω γύρω όλοι
χιόνια στο περβόλι
άσπρα γίναν τα κλαριά
άσπρα στρώθηκαν χαλιά
κι ο χιονάνθρωπος απ’ έξω
με καλεί να παίξω.»
(Ρ. Καρθαίου, «Γύρω γύρω όλοι»)

«Πορτοκάλι
Μόλις η άνοιξη θα ‘ρθει,
Πώς μυρίζουν οι άσπροι ανθοί!
Και στο κρύο, στη συννεφιά,
φως και χρώμα κι ομορφιά–
πορτοκάλια χρυσαφιά.»
(Λ. Κάσδαγλη, «Τα παιδιά της γης»)



Στο Β΄ τεύχος εξακολουθεί να κυριαρχεί η ποίηση ενώ παράλληλα τα παιδιά μεγαλώνουν γνωρίζουν καλύτερα τον κόσμο γύρω τους και αποκτούν σιγά-σιγά ατομικά ενδιαφέροντα. Το λεξιλόγιο των ποιημάτων γίνεται πιο πλούσιο, η ομοιοκαταληξία εξακολουθεί να προτιμάται ενώ τα θέματα, αν και παραμένουν τα ίδια, πραγματεύονται σε μεγαλύτερο βάθος. Συγκεκριμένα:
«Ο παππούλης σαν κοπέλι
κάθε μέρα πάει στ' αμπέλι.

Το σκαλίζει, το ποτίζει
και το διπλοκαθαρίζει.»
(Β. Ρώτας, «Ο παππούλης»)

«Πέντε ποντικοί μουντζούροι
κι άλλοι τρεις αλευρομούροι
μια φρεγάδα αρματώσαν
και φακή την εφορτώσαν

Πέντε μέρες αρμενίζαν
και καιρό δεν εγνωρίζαν
και στο πέλαγο που βγήκαν
κει βαριά φουρτούνα βρήκαν.»
(«Οι ποντικοί στο ταξίδι», Δημοτικό)

Παράλληλα υπάρχει μεγαλύτερη διείσδυση της έντεχνης ποίησης για παιδιά με την επιλογή ποιημάτων από μεγάλους Έλληνες ποιητές που είτε ασχολήθηκαν σχετικά ή έγραψαν ποιήματα με θεματολογία που ενδιαφέρει τα παιδιά.

«Εφτά μαύροι γάτοι, εφτά αλήτες,
λιάζονται και πλύνονται στα κεραμίδια,
εφτά μαύροι γάτοι, εφτά ερμοσπίτες,
που κλειδιά δεν έχουν κι αντικλείδια.

Μερικοί νυστάζουν και κοιμούνται,
με ήλιο ευλογημένο σκεπασμένοι,
κι άλλοι όλο νωχέλεια περπατάνε
στο άσπρο φως, που γύρω τους πληθαίνει.»
(Δ. Ζευγώλη-Γλέζου, «Εφτά μαύροι γάτοι»)

«Στ’ αυγουστιάτικα περάσματα
Διαβατάρικο τρυγόνι
Kυνηγού ματιά σημάδεψε
Kαι το πληγώνει.

Η πληγή αλαφρή· γιατρεύτηκε –
Kι απ’ τα δάση κι απ’ τη χλόη
Σε κλουβί στενό το σφάλησαν,
Σ’ ένα κατώι.»
(Γ. Δροσίνης, «Διαβατάρικο τρυγόνι»)



Στο Γ΄ τεύχος ο ρόλος της ποίησης μειώνεται και κυριαρχούν τα πεζά κείμενα. Τα θέματα είναι λιγότερα παιγνιώδη καθώς τα παιδιά βαδίζουν προς την εφηβεία και το ίδιο συμβαίνει και με το ύφος των ποιημάτων. Κάνουν την εμφάνισή τους και ποιήματα με ελεύθερο στίχο. Θίγονται μεγάλα θέματα της ζωής (θάνατος, ιστορικά και εθνικά θέματα, παιδική εργασία κτλ) και τα παιδιά εισάγονται σιγά-σιγά στη δύσκολη πραγματικότητα της ζωής.

«Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
 Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.»
(«Του νεκρού αδελφού», Δημοτικό)

«Ώρα δειλινού.
Του φθινοπώρου τα νέφη στίβουν το φουστάνι
να στεγνώση τ’ ουρανού
και στου απόβροχου τη σκόλη
βγαίνουν για σεργιάνι
οι σαλίγκαροι όλοι
κάτω απ’ το ξεθωριασμένο παρασόλι
του ήλιου…»
(Μελισσάνθη, «Φθινόπωρο»)

Η παρουσία έργων ποιητών που απευθύνονται στο ενήλικο κοινό είναι εδώ ακόμη εντονότερη:
«Δρομί, δρομάκι της φραγής,
μην πολυβιάζεσαι να βγεις,
μα ας είναι οι βόλτες σου πολλές
απ’ τα μαγκάνια, απ’ τις ελιές.

Στενό δρομάκι της φραγής,
όλο να πας κι όλο ν’ αργείς,
απ’ τα περβόλια, απ’ τις ελιές,
κι απ’ τ’ ουρανού τις αγκαλιές.»
(Τ. Άγρας, «Δρομί, δρομάκι»)

«Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
  κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
  φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές»
(Ο. Ελύτης, «Το τρελοβάπορο»)

Η  παρουσία της ποίησης στο τρίτομο Ανθολόγιο μετά την Μεταπολίτευση είναι πολύ σημαντική και κυμαίνεται στα πλαίσια του κλίματος της εποχής που προσπαθούσε να απαλλάξει την εκπαίδευση από τν αυταρχικότητα των παλαιότερων ετών και να βρεθεί πιο κοντά στις ανάγκες και την ψυχολογία της παιδικής ηλικίας. Καλύπτουν μία μεγάλη ευρύτητα θεμάτων και πηγών προέλευσης ωστόσο αγνοείται κάπως η σύγχρονη πραγματικότητα και λογοτεχνική παραγωγή. Παρόλ’ αυτά αποτέλεσε ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα και βάση για το μέλλον της λογοτεχνίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου