Μια
φορά και έναν καιρό, ήταν μία βασίλισσα και κεντούσε στο παράθυρο του
παλατιού της. Ήταν χειμώνας και μεγάλες νιφάδες χιονιού έπεφταν από τον
ουρανό. Τα παράθυρα του παλατιού ήταν φτιαγμένα από έβενο, ένα κατάμαυρο
ξύλο. Όπως κεντούσε τρύπησε με
την βελόνα το δάχτυλό της και τρεις σταγόνες αίματος έπεσαν στο χιόνι.
Καθώς το κόκκινο αίμα έμοιαζε τόσο όμορφο μέσα στο χιόνι η βασίλισσα
σκέφτηκε: «αχ, και να είχα ένα παιδί τόσο άσπρο σαν το χιόνι, τόσο μαύρο
σαν το παράθυρο και τόσο κόκκινο σαν το αίμα». Μετά από λίγο καιρό η
βασίλισσα απέκτησε μία κορούλα η οποία ήταν άσπρη σαν το χιόνι, κόκκινη
σαν το αίμα και μαυρομάλλα σαν τον ξύλο του εβένου. Έτσι το μωρό το
ονόμασαν Χιονάτη. Αφού γεννήθηκε το μωρό πέθανε η βασίλισσα.
Μετά
από έναν χρόνο ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε. Η νέα βασίλισσα ήταν όμορφη,
όμως ήταν επίσης υπερήφανη και ματαιόδοξη και δεν μπορούσε να ανεχτεί
να υπάρχει γυναίκα ομορφότερη από εκείνη. Η βασίλισσα είχε έναν
θαυματουργό καθρέφτη και όποτε κοιταζόταν στον καθρέφτη έλεγε:
«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»
και ο καθρέφτης απαντούσε:
«Εσείς είστε η ομορφότερη βασίλισσα, κυρά μου»
Τότε ήταν ευχαριστημένη, καθώς ήξερε ότι ο καθρέφτης έλεγε πάντοτε την αλήθεια.
Η
Χιονάτη όμως μεγάλωνε και γινόταν ολοένα και ομορφότερη. Όταν έγινε
επτά χρόνων ήταν τόσο όμορφη όσο μια ηλιόλουστη ημέρα και ομορφότερη από
την ίδια τη βασίλισσα. Όταν κάποια μέρα η βασίλισσα ρώτησε τον
καθρέφτη:
«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»
ο καθρέφτης αποκρίθηκε:
«Είστε η ομορφότερη σε τούτο το παλάτι,
μα χίλιες φορές πιο όμορφη, είναι η Χιονάτη»
Τότε
η βασίλισσα τρόμαξε, και άλλαξε χρώμα από την ζήλια της. Από τότε όποτε
έβλεπε την Χιονάτη της χαλούσε η διάθεση. Η ζήλια της βασίλισσας
μεγάλωνε κάθε μέρα περισσότερο που δεν μπορούσε να ησυχάσει. Μια μέρα
φώναξε έναν κυνηγό και του είπε: «Πήγαινε το παιδί έξω στο δάσος και
φρόντισε να μην το ξαναδώ στα μάτια μου. Θα πρέπει να το σκοτώσεις και
για απόδειξη να μου φέρεις το πνευμόνι και το συκώτι του». Ο κυνηγός
υπάκουσε και έβγαλε το παιδί στο δάσος. Όταν όμως τράβηξε το σπαθί του
για να τρυπήσει την αθώα καρδιά της Χιονάτης, η μικρή άρχισε να κλαίει
και παρακαλούσε: «αχ καλέ μου κυνηγέ, χάρισε μου την ζωή, θα τρέξω στο
άγριο δάσος και δεν θα επιστρέψω ποτέ ξανά στο παλάτι». Καθώς ήταν τόσο
όμορφη ο κυνηγός την λυπήθηκε και αποκρίθηκε: «πήγαινε φτωχό μου παιδί».
«Τα άγρια ζώα θα σε φάνε σύντομα» σκέφτηκε αλλά του έφυγε ένα βάρος
καθώς δεν θα την σκότωνε αυτός. Εκείνη τη στιγμή ξεπήδησε ένα νεαρό
αγριογούρουνο και ο κυνηγός το χτύπησε με το σπαθί του, πήρε το πνευμόνι
και το συκώτι του και τα πήγε στη βασίλισσα ως απόδειξη. Η βασίλισσα
ζήτησε από τον μάγειρα να τα μαγειρέψει μέσα σε άρμη και η κακιά γυναίκα
τα έφαγε έχοντας την εντύπωση ότι τρώει το πνευμόνι και το συκώτι της
Χιονάτης.
Το
καημένο παιδί βρισκόταν ολομόναχο στο δάσος και φοβόταν τόσο πολύ που
παρατηρούσε ένα-ένα τα φύλλα στα δέντρα και δεν ήξερε τι να κάνει.
Τελικά άρχισε να τρέχει και περνούσε πάνω από τις κοφτερές πέτρες, πάνω
από τα αγκάθια των θάμνων ενώ τα άγρια ζώα περνούσαν από δίπλα της χωρίς
να την πειράζουν.
Έτρεχε
τόση ώρα που με δυσκολία μπορούσε να κινήσει τα πόδια της αλλά δεν
σταματούσε. Τελικά το απόγευμα είδε ένα μικρό σπιτάκι και μπήκε μέσα για
ξεκουραστεί. Στο σπίτι ήταν όλα πολύ μικρά αλλά όμορφα, καθαρά και
φροντισμένα. Στη μέση ήταν ένα τραπέζι με άσπρο τραπεζομάντιλο και επτά
μικρά πιατάκια. Κάθε πιατάκι είχε το δικό του μικρό κουταλάκι, το δικό
του μικρό πιρουνάκι και το δικό του μικρό μαχαιράκι. Επίσης στο τραπέζι
υπήρχαν επτά μικρά ποτηράκια. Στον τοίχο ακουμπισμένα βρισκόταν επτά
κρεβατάκια τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο και όλα τους ήταν στρωμένα
με ολόλευκα σεντόνια και ολόλευκα μαξιλάρια. Η χιονάτη ήταν πολύ
πεινασμένη και διψασμένη και έτσι έφαγε από κάθε πιάτο λίγα λαχανικά και
ήπιε από κάθε ποτηράκι μία σταγόνα κρασί, καθώς δε ήθελε να αδειάσει
όλο το φαγητό από ένα πιάτο ή όλο το κρασί από ένα ποτήρι. Μετά καθώς
ήταν πολύ κουρασμένη, ξάπλωσε σε ένα κρεβατάκι αλλά κανένα από τα
κρεβατάκια δεν τις έκανε. Το ένα της ήραν πολύ μακρύ το άλλο της ήταν
πολύ κοντό. Τελικά το έβδομο της ήταν ακριβώς στα μέτρα της και σε αυτό
έμεινε ξαπλωμένη, προσευχήθηκε και αποκοιμήθηκε.
Όταν
πια σκοτείνιασε για τα καλά, ήρθαν και οι ιδιοκτήτες του σπιτιού, οι
οποίοι ήταν οι επτά νάνοι. Οι επτά νάνοι εργαζόταν στα ορυχεία και
έσκαβαν για να βρουν μεταλλεύματα. Καθώς μπήκαν στο σπίτι άναψαν τα επτά
φαναράκια τους, και όταν τα φαναράκια τους φώτισαν το σπιτάκι
παρατήρησαν ότι κάποιος είχε μπει στο σπιτάκι μια και τα πράγματα δεν
ήταν τακτοποιημένα όπως τα είχανε αφήσει. «Ποιος κάθισε στην καρεκλίτσα
μου;» ρώτησε ο πρώτος νάνος, «Ποιος έφαγε από το πιάτο μου» ρώτησε ο
δεύτερος νάνος, «Ποιος πήρε από το ψωμάκι μου;» ρώτησε ο τρίτος νάνος,
«Ποιος έφαγε από τα λαχανικά μου;» ρώτησε ο τέταρτος νάνος, «Ποιος
χρησιμοποίησε το πιρουνάκι μου;» ρώτησε ο πέμπτος νάνος, «Ποιος έκοψε με
το μαχαίρι μου;» ρώτησε ο έκτος νάνος, «Ποιος ήπιε από το ποτηράκι
μου;» ρώτησε ο έβδομος νάνος. Τότε ο πρώτος κοίταξε τριγύρω του για να
δει τι συμβαίνει και παρατήρησε ότι πάνω στο κρεβάτι του υπήρχε μια
μικρή λακουβίτσα σαν κάποιος να είχε ξαπλώσει προηγουμένως. «Ποιος
ανέβηκε στο κρεβατάκι μου;» ρώτησε τότε ο πρώτος νάνος. Οι άλλοι νάνοι
ήρθαν τρέχοντας και φώναζαν: «και στο δικό μου κάποιος είχε ξαπλώσει». Ο
έβδομος όμως όταν έφτασε στο κρεβάτι του βρήκε μέσα την Χιονάτη να
κοιμάται. Τότε φώναξε τους άλλους οι οποίοι πήγαν τρέχοντας, οι οποίοι
φώναζαν από θαυμασμό, έφεραν τα επτά φαναράκια τους και φώτιζαν την
Χιονάτη. « Αμάν Θεέ μου, αμάν Θεέ μου» φώναζαν «το παιδί αυτό είναι
πανέμορφο!»και χάρηκαν τόσο πολύ που δεν ξύπνησαν τη Χιονάτη αλλά την
άφησαν να κοιμάται στο κρεβατάκι.
Ο
έβδομος νάνος στο κρεβάτι του οποίου κοιμόταν η Χιονάτη ξάπλωσε στα
κρεβάτια των συντρόφων του μία ώρα στον καθένα και έτσι πέρασε όλη η
νύχτα.
Όταν
ξημέρωσε ξύπνησε η Χιονάτη και καθώς είδε τους επτά νάνους τρόμαξε. Οι
νάνοι όμως ήταν ευγενικοί και την ρώτησαν «πως σε λένε;» «Με λένε
Χιονάτη,» απάντησε το κοριτσάκι. «Πως έφτασες στο σπιτάκι μας;»
συνέχισαν να ρωτάνε οι νάνοι. Τότε η Χιονάτη τους αφηγήθηκε πως η μητριά
της ήθελε να την σκοτώσει, και πως ο κυνηγός της χάρισε τη ζωή και μετά
ότι έτρεχε όλη την ημέρα μέχρι που τελικά βρήκε το σπιτάκι τους. Οι
νάνοι τότε την ρώτησαν: «αν θέλεις να αναλάβεις το νοικοκυριό μας, να
μαγειρεύεις, να στρώνεις τα κρεβάτια, να πλένεις, να ράβεις και να
πλέκεις και αν όλα τα κρατάς όμορφα και νοικοκυρεμένα τότε μπορείς να
μείνεις μαζί μας και τίποτα δεν θα σου λείψει.» «Θέλω μέσα από την
καρδιά μου» απάντησε η Χιονάτη και έμεινε μαζί τους. Η Χιονάτη κρατούσε
το σπίτι σε τάξη: το πρωί η νάνοι έφευγαν και πήγαιναν στο βουνό για να
ψάξουν για χρυσό και άλλα μεταλλεύματα, και το βράδυ γυρνούσαν και
ήθελαν να βρίσκουν το φαγητό τους έτοιμο. Όλοι την ημέρα το κορίτσι
έμενε μόνο του και οι καλοί νάνοι την συμβούλευαν: «Πρόσεχε την μητριά
σου, σύντομα θα μάθει ότι είσαι εδώ, μην αφήσεις κανέναν να μπει στο
σπίτι».
Η
βασίλισσα όμως αφού πίστεψε ότι έφαγε το πνευμόνι και το συκώτι της
Χιονάτης, δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά το ότι ήταν και πάλι η πρώτη
και ομορφότερη. Έτσι στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της και είπε:
«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»
και ο καθρέφτης απάντησε:
«Είστε η ομορφότερη σε τούτο το παλάτι,
Αλλά πιο πέρα απ’ τα εφτά βουνά
Μαζί με τους νάνους τους εφτά
χίλιες φορές πιο όμορφη, είναι η Χιονάτη»
Η
βασίλισσα τρόμαξε καθώς ήξερε ότι ο καθρέφτης έλεγε την αλήθεια.
Κατάλαβε ότι ο κυνηγός της είχε πει ψέματα και ότι η Χιονάτη ζούσε. Δεν
μπορούσε να ησυχάσει λεπτό όσο ήξερε ότι δεν ήταν η ομορφότερη και
σκεφτόταν έναν νέο τρόπο να σκοτώσει τη Χιονάτη. Τελικά σκέφτηκε κάτι.
Έβαψε το πρόσωπο της και φόρεσε παλιά ρούχα σα να ήταν κάποια γριά
ζητιάνα. Αγνώριστη όπως ήταν με τα παλιά της ρούχα ξεκίνησε να πάει πέρα
από τα εφτά βουνά στους εφτά νάνους. Τελικά όταν έφτασε στο σπίτι των
νάνων χτύπησε την πόρτα τους και φώναζε «εδώ η καλή πραμάτεια, εδώ ή
καλή πραμάτεια». Η Χιονάτη κοίταξε από το παράθυρο και ρώτησε: «καλή σας
μέρα καλή μου κυρία, τι πουλάτε;» «καλά πράγματα, καλά πράγματα»
απάντησε «κορσέδες σε όλα τα χρώματα» και έδειξε έναν κορσέ ο οποίος
ήταν πλεγμένος από πολύχρωμο μετάξι.
Η
χιονάτη σκέφτηκε ήταν μια τίμια κυρία που θα μπορούσε να της έχει
εμπιστοσύνη και να την αφήσει να περάσει στο σπίτι. Ξεκλείδωσε την πόρτα
και άφησε την γυναίκα να περάσει μέσα και αγόρασε τον κορσέ. «Παιδάκι
μου πως είσαι έτσι» της λέει η γυναίκα «άσε με να σου δέσω τον κορσέ για
να ομορφύνεις» είπε η γυναίκα». Η Χιονάτη δεν σκέφτηκε τίποτε κακό και
γύρισε την πλάτη της στην γυναίκα για να της δέσει τον κορσέ. Η
βασίλισσα ξεκίνησε να την δένει γρήγορα- γρήγορα και με τόση δύναμη που
σε λίγο κόπηκε η ανάσα της Χιονάτης και έπεσε κάτω αναίσθητη. «Τώρα δεν
είσαι πια η ομορφότερη» είπε η βασίλισσα και έφυγε βιαστικά.
Μετά
από λίγη ώρα ήρθαν οι εφτά νάνοι στο σπίτι τους. Τρόμαξαν καθώς είδαν
την Χιονάτη τους να είναι πεσμένη στο πάτωμα ακίνητη σαν να ήταν
πεθαμένη! Την σήκωσαν ψιλά και όταν είδαν ότι ήταν σφιχτά δεμένη έκοψαν
τον κορσέ στα δύο: τότε η Χιονάτη άρχισε να ανασαίνει πάλι και σιγά-σιγά
ζωντάνεψε. Όταν οι νάνοι άκουσαν τι συνέβη είπαν στη Χιονάτη: «η γριά
ζητιάνα δεν ήτα άλλη από την άκαρδη βασίλισσα: να προσέχεις και να μην
αφήνεις κανέναν να μπει στο σπίτι αν δεν είμαστε μαζί σου.»
Όταν η κακιά γυναίκα επέστρεψε στο παλάτι πήγε αμέσως στον καθρέφτη και τον ρώτησε:
«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»
αλλά ο καθρέφτης απάντησε όπως προηγουμένως:
«Είστε η ομορφότερη σε τούτο το παλάτι,
Αλλά πιο πέρα απ’ τα εφτά βουνά
Μαζί με τους νάνους τους εφτά
χίλιες φορές πιο όμορφη, είναι η Χιονάτη»
Όταν
το άκουσε αυτό η βασίλισσα τρόμαξε πάρα πολύ καθώς κατάλαβε ότι η
Χιονάτη ξαναζωντάνεψε. «Τώρα όμως θα σκεφτώ κάτι το οποίο θα σε
εξαφανίσει για πάντα» μουρμούρισε και έφτιαξε με μαγικά μια δηλητηριώδη
χτένα. Μετά μεταμφιέστηκε και
πάλι και πήρε τη μορφή μιας άλλης γριάς. Έτσι μεταμφιεσμένη πήγε πέρα
από τα επτά βουνά στους επτά νάνους και χτύπησε την πόρτα. «Καλή
πραμάτεια, καλή πραμάτεια». Αλλά η Χιονάτη της απάντησε: «Προχώρησε κυρά
δεν επιτρέπεται να αφήσω κανένα να μπει». «Μήπως απαγορεύεται και να
κοιτάξεις;» απάντησε η γριά και έδειξε την δηλητηριώδη χτένα στη
Χιονάτη. Τόσο πολύ άρεσε η χτένα στο παιδί που η γριά την ξεγέλασε και
της άνοιξε την πόρτα. Όταν συμφώνησε η Χιονάτη να αγοράσει την χτένα η
γριά της είπε «τώρα άφησε με να σε χτενίσω με την καινούρια χτένα σου».
Το μυαλό της Χιονάτης δεν πήγε στο κακό και άφησε την γριά να
την χτενίσει. Μόλις όμως έβαλε τη χτένα στα μαλλιά της Χιονάτης, το
δηλητήριο έδρασε και η Χιονάτη έχασε τις αισθήσεις της. «Τώρα τελείωσαν
όλα, υπόδειγμα ομορφιάς» είπε η κακιά γυναίκα και έφυγε. Ευτυχώς είχε
σχεδόν φτάσει το απόγευμα και οι εφτά νάνοι επέστρεψαν στο σπίτι. Μόλις
είδαν την Χιονάτη να είναι πεσμένη στο έδαφος, κατάλαβαν αμέσως ότι κάτι
είχε κάνει η μητριά της. Έτσι άρχισαν να παρατηρούν την Χιονάτη και
είδαν την δηλητηριώδη χτένα στα μαλλιά της. Μόλις την έβγαλαν η Χιονάτη
συνήρθε και τους διηγήθηκε τι είχε συμβεί. Τότε οι νάνοι είπαν και πάλι
στη Χιονάτη να προσέχει και να μην ανοίγει την πόρτα σε κανέναν.
Όταν η βασίλισσα έφτασε στο σπίτι στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της και των ρώτησε:
«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»
αλλά ο καθρέφτης απάντησε όπως προηγουμένως:
«Είστε η ομορφότερη σε τούτο το παλάτι,
Αλλά πιο πέρα απ’ τα εφτά βουνά
Μαζί με τους νάνους τους εφτά
χίλιες φορές πιο όμορφη, είναι η Χιονάτη»
Όταν
άκουσε τον καθρέφτη να λέει αυτά τα λόγια έτρεμε από τον θυμό της. Η
Χιονάτη πρέπει να πεθάνει» φώναζε «ακόμη και αν αυτό μου στοιχίσει την
ίδια μου τη ζωή.» Μετά πήγε σε ένα κρυφό και απομονωμένο δωμάτιο στο
οποίο δεν πήγαινε ποτέ κανείς και έφτιαξε ένα δηλητηριώδες μήλο.
Εξωτερικά το μήλο έμοιαζε λαχταριστό, μισό λευκό και μισό κόκκινο αλλά
όποιος θα έτρωγε και ένα μικρό κομμάτι από το μήλο έπρεπε να πεθάνει.
Όταν ετοίμασε το μήλο έβαψε το πρόσωπο της, ντύθηκε σαν αγρότισσα και
κίνησε να πάει πέρα από τα επτά βουνά στους επτά νάνους. Χτύπησε την
πόρτα και η Χιονάτη έβγαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και απάντησε
στην αγρότισσα: «δεν μπορώ να αφήσω σε κανέναν άνθρωπο να μπει, γιατί
μου το απαγόρευσαν οι επτά νάνοι.» «Μη στεναχωριέσαι μικρή» απάντησε η
αγρότισσα «τα μήλα μου θα βρω να τα πουλήσω. Αλλά πάρε ένα θα σου το
χαρίσω.» «Όχι» απάντησε η Χιονάτη «δεν επιτρέπεται να πάρω το
οτιδήποτε.» «Φοβάσαι μην είναι δηλητηριασμένα;» ρωτάει η αγρότισσα «τότε
θα κόψω το μήλο στα δύο και θα το μοιραστούμε, το κόκκινο για σένα και
το άσπρο για μένα.» Το μήλο ήταν όμως έτσι φτιαγμένο που το δηλητήριο
βρισκόταν όλο από την κόκκινη πλευρά. Η Χιονάτη έβλεπε το μήλο και της
είχε ανοίξει η όρεξη. Αφού είδε
ότι η αγρότισσα έτρωγε από το μήλο και δεν είχε πάθει κάτι άπλωσε το
χέρι της και πήρε το δηλητηριασμένο κομμάτι. Καλά-καλά δεν έφαγε ένα
κομματάκι έπεσε στο έδαφος νεκρή. Τότε την κοίταξε βλοσυρά η κακιά
βασίλισσα και είπε: «άσπρη σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το αίμα και μαύρη
σαν τον έβενο, αυτή τη φορά δεν θα μπορέσουν να σε ξυπνήσουν οι επτά
νάνοι».
Όταν επέστρεψε στο παλάτι ρώτησε τον καθρέφτη:
«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»
και ο καθρέφτης απάντησε επιτέλους:
«Εσείς είστε η ομορφότερη βασίλισσα, κυρά μου»
Τότε η ζηλιάρα καδιά της ηρέμησε επιτέλους. Όσο βέβαια μπορεί να ηρεμήσει μια ζηλιάρα καρδιά.
Όταν
επέστρεψαν το βράδυ στο σπίτι οι νάνοι, βρήκαν τη Χιονάτη στο πάτωμα να
μην αναπνέει. Την σήκωσαν και έψαξαν να βρουν κάτι το δηλητηριώδες πάνω
της, άνοιξαν τον κορσέ, χτένισαν τα μαλλιά της, την έπλυναν με νερό και
κρασί αλλά δεν βρήκαν τίποτε το οποίο να μπορέσει να την συνεφέρει. Το
παιδί είχε πεθάνει και παρέμενε πεθαμένο. Τελικά έβαλαν την Χιονάτη πάνω
σε ένα πάγκο και την έκλαιγαν επί τρεις ημέρες. Μετά θέλησαν να την
θάψουν αλλά ήταν ακόμη τόσο φρέσκια σαν να ήταν ζωντανή και είχε ακόμα
τόσο κόκκινα μάγουλα που είπαν: «δεν είναι σωστό να την βάλουμε μέσα στο
μαύρο χώμα». Έτσι έφτιαξαν ένα κουτί από γυαλί, διάφανο από όλες τις
πλευρές του και έβαλαν μέσα την Χιονάτη. Με χρυσά γράμματα έγραψαν το
όνομα του κοριτσιού στο κουτί και το ότι ήταν μία βασιλοπούλα. Μετά
μετέφεραν το κουτί πάνω στο βουνό και ένας από τους νάνους έμενε πάντοτε
μαζί του για να το προσέχει. Τα ζώα ερχόταν και έκλαιγαν την Χιονάτη.
Πρώτα πήγε μια κουκουβάγια, μετά ένα κοράκι και στο τέλος ένα περιστέρι.
Πέρασε
πολύς-πολύς καιρός και η Χιονάτη παρέμενε στο κουτί χωρίς να αλλάξει η
μορφή της. Έμοιαζε σα να κοιμάται, καθώς παρέμενε λευκή σαν το χιόνι,
κόκκινη σαν το αίμα και μελαχρινή σαν τον έβενο. Μια μέρα ένα
βασιλόπουλο μπήκε στο δάσος και σταμάτησε για να περάσει την νύχτα του
στο σπίτι των νάνων. Είδε το κουτί με την Χιονάτη στο βουνό, και τα
χρυσά γράμματα με το όνομα της. «Δώστε μου το κουτί» λέει τότε στους
νάνους «και θα σας δώσω ότι θέλετε». «Δεν θα σου το δώσουμε ούτε για όλο
το χρυσάφι του κόσμου» απάντησαν οι νάνοι. «Τότε να μου το χαρίσετε»
απάντησε ο πρίγκιπας «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να βλέπω την Χιονάτη. Θα
την τιμώ και θα την προσέχω σαν να είναι ότι πολυτιμότερο έχω». Όταν οι
νάνοι άκουσαν τον πρίγκιπα τον λυπήθηκαν και αποφάσισαν να του δώσουν το
κουτί. Το βασιλόπουλο ζήτησε από τους υπηρέτες του να κατεβάσουν το
κουτί από το βουνό. Τότε οι υπηρέτες πήραν το κουτί στον ώμο τους αλλά
καθώς περνούσαν πάνω από ένα θάμνο παραπάτησαν. Από το ταρακούνημα έφυγε
το δηλητηριασμένο κομμάτι μήλου το οποίο είχε σκαλώσει στον λαιμό της
Χιονάτης.
Αμέσως
η Χιονάτη άνοιξε τα μάτια της και πέταξε το καπάκι από το κουτί,
σηκώθηκε και ξαναζωντάνεψε. «Θεέ μου που είμαι;» φώναξε. Το βασιλόπουλο
απάντησε «είσαι μαζί μου» και εξήγησε στην Χιονάτη το τι είχε συμβεί.
«Σε αγαπώ περισσότερο από οτιδήποτε στη γη» λέει στη Χιονάτη «έλα μαζί
μου στο παλάτι του πατέρα μου για να γίνεις γυναίκα μου». Η Χιονάτη
δέχτηκε και ετοιμάστηκε ένας γάμος με λάμψη και μεγαλοπρέπεια. Στο
γλέντι καλέσανε και την μητριά της Χιονάτης. Καθώς λοιπόν ετοιμάστηκε η
μητριά και έβαλε τα φορέματα της, κάθισε μπροστά στον καθρέφτη και είπε:
«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»
Ο καθρέφτης απάντησε:
«Είστε η ομορφότερη σε ετούτη την αυλή,
Μα η νέα η βασίλισσα, πολύ καλύτερη»
Τότε
η κακιά γυναίκα εκστόμισε μία κατάρα, και φοβήθηκε τόσο πολύ μα τόσο
πολύ που δεν ήξερε τι να κάνει. Στην αρχή δεν θέλησε να πάει καθόλου στο
γάμο, αλλά δεν μπορούσε να ησυχάσει και ήθελε να δει από κοντά τη νέα
βασιλοπούλα. Καθώς πήγε αναγνώρισε αμέσως τη Χιονάτη. Τότε τρόμαξε και
φοβήθηκε τόσο που δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση της.
Οι
άνθρωποι του βασιλιά έφεραν σιδερένιες παντόφλες τις οποίες είχαν
πυρώσει σε φωτιά και την ανάγκασαν να τις φορέσει. Στη συνέχεια έπρεπε
να χορέψει με τα καυτά παπούτσια τόσο πολύ μέχρι που έπεσε νεκρή στο
έδαφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου