Απόσπασμα από το βιβλίο της Βούλας Μάστορη, "Ένα-ένα-τέσσερα"
Μετά τον αγιασμό τούς είπαν σε ποιες τάξεις να περάσουν. Σήμερα θα τους έδιναν το πρόγραμμα κι αύριο θα ήταν όλες με τα βιβλία και τα τετράδιά τους. Θα έκαναν ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΑΥΡΙΟ, λέει! Η «καλή χρονιά» του γυμνασιάρχη πνίγηκε στις κουβέντες των μαθητριών και στο σούρσιμο των ποδιών τους, καθώς τραβούσαν τάξεις τάξεις προς τις σκάλες. Η τάξη της Άννας θα έκανε μάθημα στο δεύτερο όροφο, στο κτίριο πίσω από το πεύκο. Εκεί έκαναν πάντα η έκτη, η εβδόμη και η ογδόη. Άρχισε ν’ ανεβαίνει αργά την τσιμεντένια φαρδιά σκάλα μαζί με τις συμμαθήτριές της.
- Άντε! Κουνηθείτε! Πιο γρήγορα, φοράδες! ακούστηκε από το
πλατύσκαλο κάτω.
- Σιγά, κύριε καθηγητά! ακούστηκε μια διαμαρτυρία, κι αμέσως
μετά μια άλλη.
- Εμπρός! Εμπρός! Δε θα σπάσετε τ’ αυγά, αν πάτε πιο γρήγορα!
ακούστηκε ακριβώς πίσω από την Άννα τώρα.
Την ίδια στιγμή, ένα χτύπημα στην πλάτη της της έκοψε την ανάσα.
Γύρισε ξαφνιασμένη κι αγριεμένη και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο
μ’ έναν ψαρομάλλη μεσήλικα.
- Άντε! Προχώρα! της είπε εκείνος
Η Άννα ένιωσε να βράζει. Έκανε δυο βήματα στο πλάι και με
φωνή που έτρεμε από θυμό είπε:
- Περάστε!
Εκείνος την κοίταξε εξεταστικά. Τα μάτια της έβγαζαν φλόγες
και το στόμα της έτρεμε. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα αναμέτρησης. Τα κορίτσια είχαν
σταματήσει στη σκάλα.
- Καααλά…, είπε στο τέλος εκείνος απειλητικά. Κι εσείς, φοράδες,
τι μαρμαρώσατε; Εμπρός! Εμπρός! κι άρχισε ν’ ανεβαίνει χτυπώντας όποια πλάτη
του ‘στεκε στο δρόμο.
- Αυτός ήταν ο «Βεληγκέκας», την πληροφόρησε μια συμμαθήτριά
της. Τώρα την έβαψες. Από μνήμη είναι ελέφαντας. Κι εκδικητικός σαν ελέφαντας.
Βρε κορίτσια, γι’ αυτό δεν έλεγα εγώ να τον βγάλουμε «Ελέφαντα»; Εσείς όμως θέλατε
το «Βεληγκέκας»… Με λένε Μαίρη. Εσένα;
- Άννα.
- Πάντως, αυτό το «περάστε» άξιζε είκοσι βρισίματα. Το λέει
η περδικούλα σου! Να δω όμως πώς θα ξεμπλέξεις μαζί του τώρα… Και θα μας έχει
αρχαία και νέα… Ξέρεις τίποτα απ’ αυτά τουλάχιστον;
Η Άννα χαμογέλασε. Της άρεσε αυτό το κορίτσι. Λες να ήθελε
να γίνουν φίλες;
- Χμ… Αν δεν ξέρεις, κάηκες. Καλύτερα να κάτσουμε μαζί. Εγώ έχω
μάτσο τις μεταφράσεις. Σ’ αρέσει το σινεμά; Ωραία! Πού μένεις; Εγώ μένω Φυλής!
Ωραία!
Κι η Μαίρη την έπιασε αγκαζέ. Ο θυμός της Άννας εξατμίστηκε.
Ό,τι και να πεις, ήταν ωραίο σχολείο. Κι αν είχε κι ένα «Βεληγκέκα», δεν πείραζε.
Την άλλη μέρα ήρθε στο σχολείο γιομάτη αυτοπεποίθηση. Έψαξε
με τα μάτια της και, μόλις είδε από μακριά τη Μαίρη, έτρεξε κοντά της. Εκείνη είχε
ολόκληρη «αυλή» γύρω της, μα τη δέχτηκε πρόσχαρα. Όλες τη δέχτηκαν. Ήταν ωραίο
σχολείο!
Σαν μπήκαν μέσα, δεν πρόλαβαν να καθίσουν και να σου ο «Βεληγκέκας».
Τράβηξε σκυθρωπός προς την έδρα. Οι μαθήτριες κλαρίνο. Εκείνος κάθισε στην καρέκλα
του και ρίχνοντας μια αδιάφορη ματιά κάτω είπε άτονα, δείχνοντας τη σειρά θρανίων
δίπλα στην πόρτα:
- Εσείς, σ’ αυτή τη σειρά! Σηκωθείτε όρθιες να στηρίξετε τον
τοίχο.
Τα «γιατί, κύριε καθηγητά;» έπεσαν σύννεφο. Διαμαρτυρίες ανάκατες
με γέλια, σπρωξίματα, σουρσίματα, ενώ παράλληλα έπεφταν βιβλία, τσάντες, μολύβια…,
καθώς όλες σηκώνονταν για τον τοίχο. Όλες; Χμ… Όχι ακριβώς.
- Άννα! Σήκω! Της ψιθύρισε η Μαίρη και την τράβηξε από την
ποδιά.
Εκείνη κόλλησε στο θρανίο της.
Ο «Βεληγκέκας» στύλωσε τα μάτια του στην Άννα. εκείνη ατάραχη
άνοιξε το βιβλίο της κι έβγαλε την κασετίνα με τα μολύβια, τη γόμα, το στιλό…
- Εσύ είσαι κουφή; Δεν άκουσες που σου είπα να στηρίξετε τον
τοίχο;
- Τ’ άκουσα, κύριε καθηγητά.
- Ε, τσακίδια τότε!
- Σήκω! Σήκω! της ψιθύριζαν έντρομες όρθιες και καθισμένες
από ολόγυρα, μα εκείνη είχε μουλαρώσει.
- Δεν έκανα τίποτα, κύριε καθηγητά, γι α να σηκωθώ όρθια.
Δεν μπορείτε να με τιμωρήσετε χωρίς λόγο, του είπε με αξιοπρέπεια.
Εκείνος την κοίταξε παράξενα.
- Ε, τότε σήκω να πεις μάθημα.
Απ’ όλες τις μεριές άρχισαν να φωνάζουν:
- Μα δεν έχουμε τίποτα, κύριε καθηγητά!
- Πρώτη μέρα σήμερα!
- Δε μας έχετε βάλει τίποτα!
Η Άννα αμίλητη πήρε το βιβλίο της και πήγε και στάθηκε δίπλα
στην έδρα.
- Θέλω αναγνώριση στο κείμενο. Πρώτα γραμματική και μετά
συντακτική. Λέξη προς λέξη! Ξεκίνα.
- Μάλιστα, είπε η Άννα κι άρχισε.
Όταν είχε φτάσει στην τρίτη γραμμή, τη διέκοψε.
- Έτσι θέλω να λέτε το μάθημα, είπε στην τάξη. Σαν την… Πώς
σε λένε, παιδί μου;
- Άννα Ψάλτη, κύριε καθηγητά.
- Σαν την Άννα Ψάλτη. Κάτσε κάτω, παιδί μου.
Η Άννα πήγε και κάθισε στο θρανίο της.
- Να καθίσουμε κι εμείς, κύριε καθηγητά; ρώτησε η Μαίρη από
τον τοίχο.
- Και να πέσει ο τοίχος; Δεν είμαστε καλά, λέω γω…
- Σίγουρα, μουρμούρησε η Μαίρη.
- Είπες τίποτα; Σ’ εσένα
μιλώ! Εσένα, τη χειλού εκεί με το φουντωτό μαλλί.
- Εγώ έκανε αθώα η Μαίρη ανοίγοντας διάπλατα τα γαλανά της μάτια.
Δεν είπα τίποτα! Είπα τίποτα, κορίτσια;
- Τίποτα! Τίποτα! σαν χορωδία οι άλλες δίπλα.
- Α! Είπα κι εγώ!... Στο μάθημά μας τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου