Ο παππούς μάζεψε τα παιδιά γύρω του και –σαν παραμύθι-
άρχισε να λέει:
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γίγαντας, ένας
μεγάλος γίγαντας, τόσο μεγάλος, όσο σαράντα εκατομμύρια άνθρωποι μαζί.
Τον ίδιο καιρό κάπου κοντά στο γίγαντα ήταν κι ένας
νάνος. Ένας μικρός νάνος.
Νάνος και γίγαντας ζούσαν ο καθένας στον τόπο του
χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλο. Τους χώριζε άλλωστε ένα τεράστιο αυλάκι, μια
ολόκληρη θάλασσα.
Κάθε πρωί ο μεγάλος γίγαντας έβανε στο στόμα του τα
δυο του χέρια, τα ‘κανε χωνί και φώναζε στο μικρό νάνο: «Γεια σου, γείτονα».
Έπαιρναν τη φωνή του τα κύματα και την πήγαιναν κατευθείαν στ’ αυτιά του μικρού νάνου. Άρπαζε τότε κι
εκείνος έναν τεράστιο κόχυλα, εφτά φορές πιο μεγάλο απ’ το μπόι του, και
φώναζε: «Γεια σου και σένα».
Και ήταν ευτυχισμένοι… Και περνούσε ο καιρός. Ο νάνος
κοίταγε τη δουλειά του, ο γίγαντας τη δικιά του, και ζούσαν αγαπημένοι…
Ένα πρωί όμως ο μεγάλος γίγαντας φόρεσε ένα περίεργο
καπέλο και μια ακόμα πιο περίεργη στολή. Φόρεσε και κάτι μεγάλες μπότες και μετά
έκανε ένα μεγάλο πήδημα, έφτασε μπροστά
στην πόρτα του μικρού νάνου και, βανοντάς του μια λόγχη μπροστά στην κοιλιά,
του είπε : «Ήρθα να σου πάρω το σπίτι σου΄ παραδώσου!».
Ο μικρός νάνος στην αρχή το πέρασε για χωρατό. «Κοίτα
χωρατατζής που ναι ο μεγάλος γίγαντας!» σκέφτηκε. Και φέρνοντας στο νου του το
γνωστό τους χαιρετισμό, του φώναξε:
-Γεια σου, γείτονα!
Ο γίγαντας όμως δεν καταλάβαινε πια από τέτοια. Πίεσε
τη λόγχη πάνω στην κοιλιά του μικρού νάνου και άγρια του ξαναφώναξε:
-Παραδώσου!
Ο μικρός νάνος τότε κατάλαβε. Πέταξε τον τεράστιο
κόχυλα, που μ’ αυτόν φώναζε το «γεια σου, γείτονα», και απομακρύνθηκε λίγο΄
κοίταξε λυπημένος κατάματα το μεγάλο
γίγαντα και χωρίς κανέναν φόβο του είπε:
-Όχι, δεν παραδίνομαι!
Αμέσως μετά έτρεξε, έφτασε στο μικρό καλύβι του και σε
λίγο ξαναγύρισε κρατώντας στα χέρια του μια σφεντόνα. Στάθηκε μπροστά στο
γίγαντα και περίμενε.
Ο μεγάλος γίγαντας τα ‘χασε για λίγο. Ύστερα χύθηκε
πάνω στο μικρό νάνο θέλοντας να τον συντρίψει. Έγινε όμως κάτι απίστευτο. Ο
μικρός νάνος νίκησε το μεγάλο γίγαντα! Ο μεγάλος γίγαντας το βαλε στα πόδια…
Έτσι οι Έλληνες του σαράντα, όπως ο μικρός νάνος του
παραμυθιού, όταν η Ιταλία ζήτησε να της παραδώσουν τη χώρα τους, απάντησαν,
όπως και κείνος, μ’ ένα θαρραλέο και αποφασιστικό ΟΧΙ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου