Ο Αχμέτ Χαμάμετ, ο μοναχικός βεδουίνος, είχε μια καμήλα που τον συνόδευε ακούραστη σε όλα του τα ταξίδια.
– Ω καμήλα θαυμαστή, ω καμήλα διαλεχτή! της έλεγε κάθε τόσο.
Δεν υπάρχει
σαν κι εσένα καμήλα άλλη καμιά! Είσαι η παρηγοριά, η ελπίδα και η παρέα
μου. Πολυτιμότερη είσαι απ’ τις δροσερές οάσεις και οι αρετές σου είναι
περισσότερες από τους αναρίθμητους κόκκους τής άμμου όλων των ερήμων της
οικουμένης.
– Τα παραλές! του απάντησε μια μέρα η καμήλα.
– Ποιος; Εγώ;
Γιατί με πικραίνεις με τ’ άστοχα λόγια σου, ω καμήλα; Καθόλου δεν τα
παραλέω. Τόσα πολλά είναι αυτά που σου χρωστάω, που ακόμα κι αν ζούσα
χίλιες χιλιάδες αιώνες και πάλι δεν θα προλάβαινα να σου τα ξεπληρώσω.
– Αν είσαι
έτσι όπως τα λες, αν με εκτιμάς, αν με αγαπάς, αν με υπολήπτεσαι τόσο
πολύ, τότε αντί να τα φορτώνεις όλα στην καμπούρα μου, θα μου έκανες και
συ μια μικρή χάρη.
– Τι χάρη επιθυμείς να σου κάνω;
– Να με πας στην Ευρώπη να κάνω αισθητική εγχείρηση.
– Δεν καταλαβαίνω. Τι ακριβώς εννοείς; Για εξηγήσου, ω αινιγματική καμήλα!
– Να, είπε με
φωνή γεμάτη παράπονο η καμήλα. Νομίζεις ότι μου αρέσει να κουβαλάω στη
ράχη μου ολόκληρη καμπούρα; Νομίζεις ότι δεν θέλω κι εγώ να είμαι κομψή
κι ανάλαφρη σαν ελαφίνα;
– Επιθυμείς δηλαδή, ω καμήλα, να απαλλαγείς από την καμπούρα σου;
– Ακριβώς.
Άλλωστε κι εσένα σε συμφέρει, ω βεδουίνε! Θα είσαι ο μόνος βεδουίνος
στην έρημο που θα διαθέτει κομψή, ντελικάτη και ντιστεγκέ καμήλα. Λίγο
το ‘χεις;
– H επιθυμία σου θα εκπληρωθεί! αποφάσισε ο μοναχικός βεδουίνος.
Ξόδεψε όλες
του τις οικονομίες, χρεώθηκε, έβαλε ενέχυρο την τέντα του και την καλή
του κελεμπία, αγόρασε εισιτήριο και πήγε την καμήλα στο Λονδίνο, στον
καλύτερο αισθητικό χειρουργό.
Εκεί, στην αίθουσα αναμονής περιμένανε κι άλλοι πελάτες.
Περίμεναν άχαρα λελέκια που θέλανε να τους κοντύνει τα πόδια και σκαντζόχοιροι που θέλανε να τους ξυρίσει τα αγκάθια τους.
Περιμένανε χελώνες που θέλανε να τους ισιώσει τις ρυτίδες και κατσίκες που θέλανε να τους κάνει ριζική αποτρίχωση.
Περιμένανε
σαρδέλες που θέλανε να τις επιχρυσώσει, για να γίνουνε χρυσόψαρα, και
ρινόκεροι που θέλανε να αποκτήσουνε βελούδινη επιδερμίδα.
Περιμένανε
φάλαινες που θέλανε να αδυνατίσουνε, ώσπου να γίνουνε μαρίδες και
κοράκια που θέλανε να τους κάνει μεταμόσχευση φτερών παγονιού.
Όταν έφτασε η σειρά της, μπήκε και η καμήλα στο γραφείο του γιατρού. Μαζί της και ο μοναχικός βεδουίνος.
Ο κτηνοαισθητικός πήρε προσεχτικά το ιστορικό της καμήλας, ακροάστηκε την καμπούρα της και την κοίταξε καλά καλά.
– Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να σου την κόψω; ρώτησε.
– Σιγουρότατη! απάντησε κοφτά η καμήλα.
– Εσείς τι λέτε, αγαπητέ βεδουίνε;
– Ό,τι πει η καμήλα!
– Να κόψω καλύτερα μόνο τη μισή; πρότεινε ο γιατρός.
– Ποια μισή; Όλη! επέμεινε η καμήλα.
– Εσείς τι λέτε, σεβαστέ βεδουίνε; Έχετε σκεφτεί τις συνέπειες;
– Ό,τι πει η καμήλα!
– Μήπως θέλετε να το αναβάλουμε για να το ξανασκεφτείτε;
– Ό,τι πει η καμήλα!
– Το γοργόν και χάριν έχει! είπε η καμήλα.
– Να την κόψω λοιπόν όλη; Αυτό επιθυμείτε;
– Αυτό! Κόψ’ τη τη ρημάδα να ησυχάσουμε! αποφάσισε ο βεδουίνος, που δεν του αρέσανε τα ημίμετρα.
Έτσι κι έγινε. H καμήλα μπήκε στην κλινική και όταν σε μερικές μέρες βγήκε, ήταν κομψή και πεταχτή σαν ελαφίνα.
Όταν με το
καλό επιστρέψανε στην πατρίδα τους κάνανε αίσθηση. Οι άλλοι, βεδουίνοι
μείνανε μ’ ανοιχτό το στόμα, μόλις αντικρίσανε τη βελτιωμένη καμήλα. Δεν
πιστεύανε στα μάτια τους. Ο Αχμέτ ανέβηκε πολύ στην υπόληψή τους. Όσο
για τις υπόλοιπες καμήλες, τρελαθήκανε από τη ζήλεια τους.
Ο Αχμέτ Χαμάμετ περιέφερε την καμήλα του από ‘δω και από ‘κει και πολύ καμάρωνε.
– Είδατε τι κομψή καμήλα έχω εγώ; έλεγε και γελούσανε και τα μουστάκια του.
Σε μερικές μέρες ο Αχμέτ Χαμάμετ και η κομψή καμήλα ξεκινήσανε για ένα μεγάλο ταξίδι στην απέραντη έρημο.
Ένα μεσημέρι όμως τους ζάλισε ο πυρωμένος ήλιος, χάσανε τον προσανατολισμό τους και δεν άργησαν να χαθούν.
Μερόνυχτα γυρίζανε άσκοπα, χωρίς να μπορούνε να βρούνε ούτε όαση ούτε τροφή ούτε κάποιο δροσερό πηγάδι.
Ο Αχμέτ Χαμάμετ άρχισε να βλέπει οφθαλμαπάτες. Έβλεπε κοράκια με φτερά παγωνιού να σερβίρουνε παγωμένες γρανίτες.
Έβλεπε λελέκια να κάνουνε βουτιές σε δροσερές πισίνες.
Έβλεπε ρινόκερους με βελούδινη επιδερμίδα να ανταλλάσσουν γυάλες με επιχρυσωμένες σαρδέλες.
Έβλεπε κατσίκες να χορεύουνε τσικ του τσικ γύρω από κρυστάλλινα σιντριβάνια.
Έβλεπε χελώνες χωρίς ρυτίδες να κάνουνε θαλάσσιο σκι σε αφρόλουστες παραλίες.
H καμήλα που δεν είχε αποθέματα λίπους για
να συντηρηθεί σε τούτες τις δύσκολες στιγμές αδυνάτισε, έγινε πετσί και
κόκαλο και δεν άργησε να αφήσει την τελευταία της ανάσα.
Ο Αχμέτ
Χαμάμετ πλανιόταν ολομόναχος στην αφιλόξενη φλογισμένη έρημο που έμοιαζε
να μην έχει αρχή και τέλος. Οι αμμόλοφοι χάνονταν στο βάθος του
ορίζοντα, ίδιοι με κύματα μιας φουρτουνιασμένης θάλασσας που είχε
πετρώσει εδώ και πολλούς αιώνες.
Τα μάτια του έτσουζαν, το λαρύγγι του ήταν στεγνό, τον θάμπωνε, τον έκαιγε, τον τυραννούσε, τον πυρπολούσε ο πυρωμένος ήλιος.
Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, τον τύλιξε σε λίγο στη μανιασμένη δίνη της μια φοβερή ανεμοθύελλα.
Πάσχισε να προχωρήσει. Άδικος ο κόπος. Δεν τον κρατούσαν πια τα πόδια του.
Ενώ χιλιάδες μαστίγια βίτσιζαν το πρόσωπό του, παραπάτησε, γονάτισε, σωριάστηκε στην άμμο εξουθενωμένος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου