Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Μία φορά και έναν καιρό ήταν τα ελληνικά παραμύθια...


 Μικρό αφιέρωμα στο ελληνικό παραδοσιακό παραμύθι


 Παραμύθι! Μία λέξη που χαρακτηρίζει ολόκληρη την παιδική μας ηλικία αλλά και την ενήλική μας ζωή όταν μας λένε ψέματα ή κάποιος μας αφηγείται κάτι που μοιάζει απίστευτο: «Παραμύθια!» αναφωνούμε και τότε. Όσοι ήμαστε πιο τυχεροί τα ακούσαμε από τους παππούδες και τις γιαγιάδες που μετέφεραν προφορικές αφηγήσεις αιώνων άλλοι να μας τα διαβάζουν καταγεγραμμένα από βιβλία ή έντεχνα παραμύθια δημιουργήματα προικισμένων συγγραφέων. Τα τελευταία χρόνια, επίσης, όλο και περισσότεροι γονείς διαβάζουν ή αφηγούνται στα παιδιά τους παραμύθια και η προσχολική , κυρίως, εκπαίδευση φαίνεται να αναγνωρίζουν με αυξητική συνέπεια την αξία και τη σημασία τους για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών.
Το ελληνικό παραδοσιακό παραμύθι απολύτως ενταγμένο στην παράλληλη αφηγηματική παράδοση των ευρωπαϊκών εθνών παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά και εξέλιξη. Οι καταβολές του εντοπίζονται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1453-1821) κυρίως στην ελληνική επαρχία. Η διάδοσή τους γινόταν από στόμα σε στόμα και συχνά το περιεχόμενο παραλλασσόταν με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές εκδοχές για μία ιστορία. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του παραμυθά, δηλαδή του αφηγητή της ιστορίας, ο οποίος τη διαμόρφωνε και ήταν συνήθως γυναίκες και άντρες μεγάλης ηλικίας. Το περιεχόμενο των ελληνικών παραμυθιών είναι συντηρητικό αλλά και ανανεωτικό. Διακρίνονται τέσσερα είδη παραμυθιών στην ελληνική παράδοση: α) τα μαγικά ή εξωτικά παραμύθια με μάγισσες, δράκους, στοιχειά κ. ά., β) τα διηγηματικά ή κοσμικά παραμύθια με θέματα από την πραγματική ζωή, γ) τα θρησκευτικά ή συναξαρικά με ιστορίες από βίους αγίων και δ) τα ευτράπελα ή σατιρικά με αστείο περιεχόμενο. Η δομή τους είναι απλή και αποτελείται από εισαγωγή, διήγηση και τέλος. Το ύφος είναι λιτό και στη γλώσσα συχνά συναντάμε στοιχεία τοπικών διαλέκτων. Μας δίνουν πολλές φορές πολιτιστικά στοιχεία για τη ζωή των τοπικών κοινωνιών ενώ σκοπός τους δεν είναι μόνο η διασκέδαση των ακροατών αλλά και η ψυχαγωγία και νουθέτησή τους. Μετά την δημιουργία του ελληνικού κράτους (1830) άρχισε η συλλογή και μελέτη τους από ερευνητές όπως ο Νικόλαος Πολίτης και ο Γεώργιος Μέγας.
Θα παραθέσουμε τρία χαρακτηριστικά δείγματα σύντομων παραδοσιακών ελληνικών παραμυθιών:

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΨΑΡΑΚΙ
Μια φορά ήταν ένας φτωχός ψαράς, κι όλη νύχτα αγωνιζόταν να πιάσει ψάρι και ψάρι δεν έπιανε. Κόντεψε τέλος η αυγή, έριξε πάλι τ’ αγκίστρι του κι έλεγε απομέσα του: «Ω, Θεέ μου, δυστυχία! σήμερα θα πεθάνουν τα παιδιά μου απ’ την πείνα».
Του φάνηκε τότε πως τσίμπησε ψάρι και τράβηξε τ’ αγκίστρι. Τι να δει! Ένα ψαράκι χρυσό! Έκανε να το βγάλει απ’ τ’ αγκίστρι κι άκουσε μια φωνή να του λέει: «Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό».
– Ε, λέει με το νου του, να το ρίξω! έτσι κι έτσι δεν θα μου κάμει τίποτε ένα ψαράκι.
Και το ’ριξε στη θάλασσα. Πάλι ακούει την ίδια φωνή να του λέει:
– Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
– Ε, λέει, να πάω στο σπίτι μου και να βρω ψωμιά και φαγιά.
Σαν πήγε στο σπίτι του, τα ήβρεν όλα όπως του είπε η φωνή. Είπε την ιστορία όλη στη γυναίκα του.
– Αχ, καλέ, του λέει αυτή, αντί να ζητήσεις, τίποτε καλό, ζήτησες ψωμιά και φαγιά;
– Ε, καλά, της λέει αυτός. Αν το ξαναπιάσω, τι θέλεις να του ζητήσω;
Η γυναίκα τού είπε να ζητήσει παλάτια!
Επήγεν ο καημένος ο ψαράς, έριξε το δίχτυ κι έπιασε πάλι το χρυσόψαρο. Έκανε να το βγάλει πάλι απ’ τ’ αγκίστρι και άκουσε τη φωνή: «Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό».
Το έριξε, κι άκουσε πάλι τη φωνή: «Τι καλό θέλεις να σου κάμω;» κι αυτός εζήτησε παλάτια.
Πάει στο σπίτι του και τι να δει; παλάτια ωραιότατα!
– Αχ, του λέει η γυναίκα του, να πά’ να το ξαναπιάσεις και να του ζητήσεις συ να γίνεις βασιλιάς κι εγώ βασίλισσα.
Επήγε πάλι κι έκαμεν όπως έκαμνε και τις άλλες φορές, άκουσε τη φωνή και ζήτησε ό,τι του είπε η γυναίκα του. Μα πάει κατόπι στο σπίτι του, και τι να δει; Μια καλύβα όπως πρώτα, και τα παιδιά του πεινασμένα.
Ο ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΕΠΟΥ
Μια φορά και έναν καιρό συνεννοηθήκανε ο σκατζόχερας με την αλεπού:
«Ξέρεις κανένα ψέμα», του λέει, «να πάμε να κλέψουμε σταφύλια;»
«Ξέρω», της λέει. «Εσύ;»
«Ου, ξέρω κι εγώ πολλά!...»
Πάνε να κλέψουνε, πιάνεται στο δόκανο η αλεπού.
«Τι ψέμα, θα μου πεις, να γλιτώσω;» ρωτάει το σκατζόχερα.
«Να κάμεις τη ψόφια», της λέει εκείνος.
Έρχεται τ' αφεντικό, βλέπει ψόφια την αλεπού, τη βγάνει από το δόκανο και την πετάει. Αμολιέται εκείνη, γλίτωσε...
Ξαναπάνε, έπειτα από μέρες, για σταφύλια. Τώρα πιάστηκε στο δόκανο ο σκατζόχερας.
«Έλα», λέει της αλεπούς, «να μου πεις ένα ψέμα να σωθώ!».
«Τώρα», του λέει αυτή, «τα ξέχασα όλα!».
«Καλά», της λέει ο σκατζόχερας, «έλα τουλάχιστο πριν πεθάνω, να σου πω ένα μυστικό στ' αυτί».
Πάει εκείνη κοντά την δαγκώνει δυνατά στ' αυτί της ο σκατζόχερας, που να φύγει!.. Όσο που ήρθε τ' αφεντικό, άρπαξε την αλεπού και τη λιάνισε στο ξύλο.
Το σκατζόχερα τον άφησε και γλίτωσε.
ΔΥΟ ΚΑΤΣΙΚΕΣ
Δυο κατσίκες ανταμώθηκαν μια φορά επάνω σ’ ένα στενό γεφύρι. H μια είπε:
– Kάμε τόπο να περάσω εγώ!
– Eσύ να πας πίσω και ν’ αφήσεις να περάσω εγώ πρώτα! αποκρίθηκε η άλλη θυμωμένη.
– Πώς είπες; φώναξε η πρώτη. Eγώ να κάμω τόπο να περάσεις εσύ; Eίσαι στα σωστά σου;
– Έτσι; φώναξε τότε η άλλη. Δοκίμασε λοιπόν να περάσεις!
Tο μάλωμα βάσταξε αρκετή ώρα με πολύ πείσμα. Tέλος χύθηκαν η μια επάνω στην άλλη με μεγάλη ορμή.
Xτυπούσαν τα κέρατά τους άγρια και θυμωμένα. Aλλά το γεφύρι ήταν στενό και γκρεμίστηκαν κι οι δυο τους.
Kάτω ήταν ποτάμι με βαθιά νερά. Oι δυο κατσίκες θα πνίγονταν χωρίς άλλο. Για καλή τους όμως τύχη, τις είδε ο βοσκός, έτρεξε, και με πολλά βάσανα κατόρθωσε να τις γλιτώσει.
Και στα τρία παραμύθια που παρατέθηκαν μπορεί κανείς εύκολα τα κλασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού παραμυθιού: λιτό ύφος, στοιχεία προφορικότητας, κλασική αφηγηματική μέθοδο (εισαγωγή-διήγηση-τέλος), πρόθεση να ψυχαγωγηθεί αλλά και να αποκομίσει κάποιο ηθικό δίδαγμα ο ακροατής. Στο παραμύθι «Το χρυσό ψαράκι» ψαράς αρχικά αποδεικνύεται πιο σοφός από τη γυναίκα του ζητώντας από το ψαράκι να ικανοποιήσει μία βασική ανάγκη όπως το φαγητό και όχι άπληστος σαν τη γυναίκα του που ζήτησε πλούτη και παλάτια. Γι’ αυτό και το ψαράκι τελικά τους άφησε να ζουν στην φτώχια. Στον «Σκαντζόχοιρο και την αλεπού» έχουμε μία φιλική σχέση και συνεργασία που ξεκινάει με καλούς οιωνούς και συνεχίζεται έτσι όσο τα πράγματα πάνε καλά. Όμως όταν έρχονται δύσκολες στιγμές και δοκιμασίες όλοι εξαφανίζονται χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν πως η αχαριστία αργά ή γρήγορα τιμωρείται. Οι «Δύο κατσίκες» μας φέρνουν στο νου το ελάττωμα πολών ανθρώπων και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εποχής μας, την αδιαλλαξία. Όταν κανείς δεν υποχωρεί και ειδικά σε περιπτώσεις που η λύση είναι προφανής, καταλήγουν όλα να κινδυνεύουν σοβαρά με κατάρρευση και καταστροφή, εκτός εάν μας σώσει την τελευταία στιγμή ένας ψύχραιμος βοσκός.
Πηγές:
Ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας
Χάρης Σακελλαρίου
Εκδόσεις Νόηση
Αθήνα 2009
Εργασία μαθητών Β΄Λυκείου Λεοντείου Λυκείου Νέας Σμύρνης
Παραμύθι: Ο μαγικός θησαυρός της παιδικής ψυχής
...Ένα ταξίδι παραμυθίας και φαντασίας...
2012-2013
http://www.neasmyrni.leonteios.edu.gr/…/b_l…/param/param.pdf
Παραμύθια:
paidika-paramythia.yolasite.com
http://www.paidika-paramythia.yolasite.com/%CF%80%CE%B1%CF%…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου