Εφτά μαύροι γάτοι, εφτά αλήτες,
λιάζονται και πλύνονται στα κεραμίδια,
εφτά μαύροι γάτοι, εφτά ερμοσπίτες,
που κλειδιά δεν έχουν κι αντικλείδια.
Μερικοί νυστάζουν και κοιμούνται,
με ήλιο ευλογημένο σκεπασμένοι,
κι άλλοι όλο νωχέλεια περπατάνε
στο άσπρο φως, που γύρω τους πληθαίνει.
Τώρα ένας μικρός ανακλαδίζεται
τεμπέλικα, ως να ξύπνησε από νάρκη,
κι ένας άλλος την ουρά του εστριφογύρισε,
μαύρο φίδι ακέφαλο, στιλπνό, χωρίς φαρμάκι.
Όλοι εδώ στο ερμόσπιτο εγεννήθηκαν
και τους τρέφει η γειτονιά με τ’ αποφάγια.
Δόξα να ’χει τ’ όνομά σου, Θεέ Πανεύσπλαχνε.
Δόξα και στον ήλιο τον καλόβολο και στ’ άγια
τα χεράκια του φτωχού τού νοικοκύρη,
που ’φτιαξε τα κεραμίδια στη σκεπή του,
κι έχει κάπου κι ο παλιόγατος να γείρει
σήμερα να κάμει τη γιορτή του.
Πάντα να ’χει και παντού, ο Θεός να δώσει,
σπίτια χαμηλά με κεραμίδια.
Η ταράτσα είναι ψηλά και παγωμένη!
Πώς ν’ ανέβει εκεί; Πού να ξαπλώσει
όλη ετούτη η συντροφιά η αγαπημένη,
που κλειδιά δεν έχει ούτ’ αντικλείδια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου