Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Η αγνώριστη του Διονύσιου Σολωμού


Ποια είναι τούτη
που κατεβαίνει
ασπροεντυμένη
απ’ το βουνό;

Τώρα `που τούτη
η κόρη φαίνεται
το χόρτο γένεται
άνθι απαλό.

Κ’ ευθύς ανοίγει
τα ωραία του κάλλη
και το κεφάλι
συχνοκουνεί.

Κ’ ερωτεμένο,
να μη το αφήσει
να το πατήσει
παρακαλεί.

 
 
 
 
 
Κόκκινα κι όμορφα
έχει τα χείλα
ωσάν τα φύλλα
της ροδαριάς.

Όταν χαράζει
και η αυγούλα
λεπτή βροχούλα
στέρνει δροσιάς.

Και των μαλλιώνε της
τ’ ωραίο πλήθος
πάνου `σ’ το στήθος
λάμπει ξανθό.

Εχουν τα μάτια της
οπού γελούνε
το χρώμα που `ναι
'ς τον ουρανό

Ποια είναι τούτη
που κατεβαίνει
ασπροεντυμένη
απ’ το βουνό;

Ο ήλιος επαντρεύτηκε (Δημοτικό)



Ο ήλιος επαντρεύτηκε και πήρε το φεγγάρι,
ακάλεσε και στη χαρά συμπεθερούς τ’ αστέρια·
τα σύγνεφα τους έστρωσε στρώματα για να κάτσουν,
τους έβαλε προσκέφαλα τις ράχες ν’ ακουμπήσουν,
τους έβαλε και τράπεζα στους κάμπους τα λουλούδια,
τους έβαλε φαΐ να φαν το μόσκο και τα άνθια.
Κρασί τους έδωσε να πιουν θάλασσες και ποτάμια·
κι απ’ όλα τ’ άστρια τ’ ουρανού Αυγερινός δεν έρθε·
κι αυτού προς το ξημέρωμα Αυγερινός εφάνη·
φέρνει τον ύπνο ζωντανό στα νιόγαμπρα πεσκέσι,
φέρνει και στους συμπεθερούς λυχνάρι να τους φέξει,
να φύγ’ν να παν στα σπίτια τους, τα νιόγαμπρα νυστάζουν.

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Νανούρισμα (Δημοτικό)














Κοιμήσου συ, μωράκι μου, σε κούνια καρυδένια,
σε ρουχαλάκια κεντητά και μαργαριταρένια.

Έλα, Χριστέ και Παναγιά, και πάρ’ το στους μπαξέδες
και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια, μενεξέδες.

Κοιμήσου συ, παιδάκι μου, κι η μοίρα σου δουλεύει
και το καλό σου ριζικό σού κουβαλεί και φέρνει.

Κοιμάται νιο, κοιμάται νιο, κοιμάται νιο φεγγάρι,
κοιμάται το παιδάκι μου στ’ άσπρο το μαξιλάρι.

Ο ύπνος τρέφει τα μωρά κι η υγειά τα μεγαλώνει
και η κυρά η Παναγιά τα καλοξημερώνει.
 

Εφτά μαύροι γάτοι της Διαλεχτής Ζευγώλη-Γλέζου



Εφτά μαύροι γάτοι, εφτά αλήτες,
λιάζονται και πλύνονται στα κεραμίδια,
εφτά μαύροι γάτοι, εφτά ερμοσπίτες,
που κλειδιά δεν έχουν κι αντικλείδια.

Μερικοί νυστάζουν και κοιμούνται,
με ήλιο ευλογημένο σκεπασμένοι,
κι άλλοι όλο νωχέλεια περπατάνε
στο άσπρο φως, που γύρω τους πληθαίνει.

Τώρα ένας μικρός ανακλαδίζεται
τεμπέλικα, ως να ξύπνησε από νάρκη,
κι ένας άλλος την ουρά του εστριφογύρισε,
μαύρο φίδι ακέφαλο, στιλπνό, χωρίς φαρμάκι.

Όλοι εδώ στο ερμόσπιτο εγεννήθηκαν
και τους τρέφει η γειτονιά με τ’ αποφάγια.
Δόξα να ’χει τ’ όνομά σου, Θεέ Πανεύσπλαχνε.
Δόξα και στον ήλιο τον καλόβολο και στ’ άγια
τα χεράκια του φτωχού τού νοικοκύρη,
που ’φτιαξε τα κεραμίδια στη σκεπή του,
κι έχει κάπου κι ο παλιόγατος να γείρει
σήμερα να κάμει τη γιορτή του.

Πάντα να ’χει και παντού, ο Θεός να δώσει,
σπίτια χαμηλά με κεραμίδια.
Η ταράτσα είναι ψηλά και παγωμένη!
Πώς ν’ ανέβει εκεί; Πού να ξαπλώσει
όλη ετούτη η συντροφιά η αγαπημένη,
που κλειδιά δεν έχει ούτ’ αντικλείδια;

Πουλάκι του χειμώνα του Μ. Δ. Στασινόπουλου



Μες στο κρύο, έξω απ’ το σπίτι,
ξένο πέταξε σπουργίτι.
Φύλλο, σπόρος πουθενά,
πώς κρυώνει και πεινά!

Το παράθυρο θ’ ανοίξω
δυο σπυράκια να του ρίξω.
–Έλα μέσα δω, πουλί,
ζεστασιά θα βρεις πολλή.

Δεν ακούει, μόνο τσιμπάει
δυο σπυράκια και πετάει.
–Ταξιδιάρικο πουλί,
πέταξε, ώρα σου καλή.

Η ποίηση στα παλιά Ανθολόγια του Δημοτικού Σχολείου




Τα γνωστά και αγαπημένα για πολλούς από εμάς Ανθολόγια του Δημοτικού Σχολείου καθιερώθηκαν μετά την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών (1974) σε μία προσπάθεια να βρει η λογοτεχνία τη δική της θέση ανεξάρτητα από τα σχολικά αναγνωστικά που κυριαρχούσαν ως τότε.  Το καθένα από αυτά είναι αφιερωμένα σε μία σπουδαία προσωπικότητα των απαρχών της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας  (ο Α΄ τόμος στο Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο Β΄  στο Γρηγόριο Ξενόπουλο και ο Γ΄ στην Πηνελόπη Δέλτα). Για τη σύνταξή τους εργάστηκαν σπουδαίοι άνθρωποι από το χώρο της λογοτεχνίας και της φιλολογίας με τη γενική επιστασία να ανήκει στους Μ.Δ. Στασινόπουλο και Γ. Π. Σαββίδη και την συντακτική ομάδα να συμπληρώνουν οι Α. Βουγιούκας, Α. Δημαράς, Κ. Δοξιάδη, Γ. Ιωάννου, Λ. Κάσδαγλη και Κ. Μουστάκα. Η διδασκαλία τους στα σχολεία γινόταν περίπου ως τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Κυρίαρχο ρόλο στο περιεχόμενό τους κατέχει η ποίηση, ειδικά στον Α΄ και Β΄ τόμο αναδεικνύοντας την εμπιστοσύνη των συντακτών σε αυτήν για την εισαγωγή των μικρών μαθητών στην ελληνική λογοτεχνία και την ιδιαίτερη σχέση που διατηρούν τα παιδιά με την ποίηση, ιδίως ως την πρώτη σχολική ηλικία. Τα ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται προέρχονται από την ελληνική παράδοση, την έντεχνη ελληνική παιδική ποίηση καθώς και ποιήματα που απευθύνονται στο ενήλικο κοινό αλλά κρίθηκαν κατάλληλα και για τα παιδιά. Άλλωστε χαρακτηριστικό είναι πως και τα τρία τεύχη ξεκινούν με ένα ποίημα: το Α΄ τεύχος με μία Προσευχή, το Β΄ επίσης με μία Προσευχή ενώ το Γ΄ με το έπος του Διγενή Ακρίτα.


Το πρώτο τεύχος του Ανθολογίου περιέχει πάνω από 40 ποιήματα που σχετίζονται με τις δραστηριότητες και τις προτιμήσεις των παιδιών της πρώτης σχολικής ηλικίας και περιστρέφονται κυρίως γύρω από την οικογένεια, τους φίλους, το σχολείο, το παιχνίδι, τα ζώα, η θρησκεία. Προτιμάται η ομοιοκαταληξία και το παιγνιώδες ύφος. Έτσι δεν θα μπορούσαν να λείπουν ποιήματα όπως:
               
«Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σχολειό
να μαθαίνω γράμματα,
πράγματα, σπουδάγματα
του Θεού τα πράγματα.»

«Ντίλι-ντίλι-ντίλι,
ντίλι το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

Ήρθε ο ποντικός,
πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
ντίλι-ντίλι-ντίλι.»

«Πάπιες χήνες του γιαλού
πέρδικες του ποταμού,
έχει η γούρνα σας νερό ,
να ‘ρθει η κόρη μου να πιεί ,
να λουστεί , να χτενιστεί
κι ύστερα να στολιστεί ,
στο γιαλό να κατεβεί ;»

Τα ποιήματα είναι γραμμένα με ύφος και τρόπο που ανταποκρίνονται στην αθωότητα και τα ενδιαφέροντα των παιδιών της ηλικίας αυτής που καλούνται για πρώτη φορά καλούνται να συνδυάσουν την μελέτη για το σχολείο με το παιχνίδι:
«Γύρω γύρω όλοι
χιόνια στο περβόλι
άσπρα γίναν τα κλαριά
άσπρα στρώθηκαν χαλιά
κι ο χιονάνθρωπος απ’ έξω
με καλεί να παίξω.»
(Ρ. Καρθαίου, «Γύρω γύρω όλοι»)

«Πορτοκάλι
Μόλις η άνοιξη θα ‘ρθει,
Πώς μυρίζουν οι άσπροι ανθοί!
Και στο κρύο, στη συννεφιά,
φως και χρώμα κι ομορφιά–
πορτοκάλια χρυσαφιά.»
(Λ. Κάσδαγλη, «Τα παιδιά της γης»)



Στο Β΄ τεύχος εξακολουθεί να κυριαρχεί η ποίηση ενώ παράλληλα τα παιδιά μεγαλώνουν γνωρίζουν καλύτερα τον κόσμο γύρω τους και αποκτούν σιγά-σιγά ατομικά ενδιαφέροντα. Το λεξιλόγιο των ποιημάτων γίνεται πιο πλούσιο, η ομοιοκαταληξία εξακολουθεί να προτιμάται ενώ τα θέματα, αν και παραμένουν τα ίδια, πραγματεύονται σε μεγαλύτερο βάθος. Συγκεκριμένα:
«Ο παππούλης σαν κοπέλι
κάθε μέρα πάει στ' αμπέλι.

Το σκαλίζει, το ποτίζει
και το διπλοκαθαρίζει.»
(Β. Ρώτας, «Ο παππούλης»)

«Πέντε ποντικοί μουντζούροι
κι άλλοι τρεις αλευρομούροι
μια φρεγάδα αρματώσαν
και φακή την εφορτώσαν

Πέντε μέρες αρμενίζαν
και καιρό δεν εγνωρίζαν
και στο πέλαγο που βγήκαν
κει βαριά φουρτούνα βρήκαν.»
(«Οι ποντικοί στο ταξίδι», Δημοτικό)

Παράλληλα υπάρχει μεγαλύτερη διείσδυση της έντεχνης ποίησης για παιδιά με την επιλογή ποιημάτων από μεγάλους Έλληνες ποιητές που είτε ασχολήθηκαν σχετικά ή έγραψαν ποιήματα με θεματολογία που ενδιαφέρει τα παιδιά.

«Εφτά μαύροι γάτοι, εφτά αλήτες,
λιάζονται και πλύνονται στα κεραμίδια,
εφτά μαύροι γάτοι, εφτά ερμοσπίτες,
που κλειδιά δεν έχουν κι αντικλείδια.

Μερικοί νυστάζουν και κοιμούνται,
με ήλιο ευλογημένο σκεπασμένοι,
κι άλλοι όλο νωχέλεια περπατάνε
στο άσπρο φως, που γύρω τους πληθαίνει.»
(Δ. Ζευγώλη-Γλέζου, «Εφτά μαύροι γάτοι»)

«Στ’ αυγουστιάτικα περάσματα
Διαβατάρικο τρυγόνι
Kυνηγού ματιά σημάδεψε
Kαι το πληγώνει.

Η πληγή αλαφρή· γιατρεύτηκε –
Kι απ’ τα δάση κι απ’ τη χλόη
Σε κλουβί στενό το σφάλησαν,
Σ’ ένα κατώι.»
(Γ. Δροσίνης, «Διαβατάρικο τρυγόνι»)



Στο Γ΄ τεύχος ο ρόλος της ποίησης μειώνεται και κυριαρχούν τα πεζά κείμενα. Τα θέματα είναι λιγότερα παιγνιώδη καθώς τα παιδιά βαδίζουν προς την εφηβεία και το ίδιο συμβαίνει και με το ύφος των ποιημάτων. Κάνουν την εμφάνισή τους και ποιήματα με ελεύθερο στίχο. Θίγονται μεγάλα θέματα της ζωής (θάνατος, ιστορικά και εθνικά θέματα, παιδική εργασία κτλ) και τα παιδιά εισάγονται σιγά-σιγά στη δύσκολη πραγματικότητα της ζωής.

«Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
 Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.»
(«Του νεκρού αδελφού», Δημοτικό)

«Ώρα δειλινού.
Του φθινοπώρου τα νέφη στίβουν το φουστάνι
να στεγνώση τ’ ουρανού
και στου απόβροχου τη σκόλη
βγαίνουν για σεργιάνι
οι σαλίγκαροι όλοι
κάτω απ’ το ξεθωριασμένο παρασόλι
του ήλιου…»
(Μελισσάνθη, «Φθινόπωρο»)

Η παρουσία έργων ποιητών που απευθύνονται στο ενήλικο κοινό είναι εδώ ακόμη εντονότερη:
«Δρομί, δρομάκι της φραγής,
μην πολυβιάζεσαι να βγεις,
μα ας είναι οι βόλτες σου πολλές
απ’ τα μαγκάνια, απ’ τις ελιές.

Στενό δρομάκι της φραγής,
όλο να πας κι όλο ν’ αργείς,
απ’ τα περβόλια, απ’ τις ελιές,
κι απ’ τ’ ουρανού τις αγκαλιές.»
(Τ. Άγρας, «Δρομί, δρομάκι»)

«Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
  κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
  φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές»
(Ο. Ελύτης, «Το τρελοβάπορο»)

Η  παρουσία της ποίησης στο τρίτομο Ανθολόγιο μετά την Μεταπολίτευση είναι πολύ σημαντική και κυμαίνεται στα πλαίσια του κλίματος της εποχής που προσπαθούσε να απαλλάξει την εκπαίδευση από τν αυταρχικότητα των παλαιότερων ετών και να βρεθεί πιο κοντά στις ανάγκες και την ψυχολογία της παιδικής ηλικίας. Καλύπτουν μία μεγάλη ευρύτητα θεμάτων και πηγών προέλευσης ωστόσο αγνοείται κάπως η σύγχρονη πραγματικότητα και λογοτεχνική παραγωγή. Παρόλ’ αυτά αποτέλεσε ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα και βάση για το μέλλον της λογοτεχνίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Απόσπάσματα από τις "Μεγάλες προσδοκίες" του Τσαρλς Ντίκενς


 

 

απόσπασμα 1

“Ήταν μια αξιομνημόνευτη μέρα για μένα, γιατί προκάλεσε μέσα μου μεγάλες αλλαγές. Όμως το ίδιο συμβαίνει με ολόκληρη τη ζωή. Φανταστείτε μια επιλεγμένη μέρα, αποσπασμένη από τις υπόλοιπες, και σκεφτείτε πόσο διαφορετική θα ήταν χωρίς αυτήν η πορεία της ζωής σας. Εσείς που διαβάζετε όλα αυτά, σταματήστε μια στιγμή και σκεφτείτε τη μακριά αλυσίδα από σίδερο ή χρυσάφι, από αγκάθια ή λουλούδια, που δε θα σας είχε ποτέ δέσει αν δεν είχε σχηματιστεί ο πρώτος κρίκος, κάποια αξιομνημόνευτη μέρα.”
8

απόσπασμα 2

”Ειλικρινά, ποτέ δεν υπάρχει λόγος να μας πιάνει ντροπή για τα δάκρυα μας… Είναι η βροχή πάνω στη σκόνη που σηκώνεται απ’ το χώμα της σκληρής καρδιάς μας και μας θολώνει τα μάτια…
Όλοι οι άλλοι απατεώνες της υφηλίου δεν είναι τίποτα μπροστά στον άνθρωπο που πάει να εξαπατήσει τον ίδιο του τον εαυτό…
Μ’ άλλα λόγια, ήμουν πολύ δειλός για να κάνω ό,τι ήξερα πως ήταν σωστό, όπως είχα φανεί πολύ δειλός για να μην κάνω ό,τι ήξερα πως ήταν λάθος…
Την υιοθέτησα για ν’ αγαπηθεί. Την ανέθρεψα και τη μόρφωσα για ν’ αγαπηθεί. Την έκανα ό,τι είναι, για ν’ αγαπηθεί. Αγάπησέ την!”

Η κοινωνική συνείδηση του Τσαρλς Ντίκενς στον κόσμο των παιδιών





Ως κοινωνική συνείδηση ορίζεται η ευαισθησία του κοινωνικού συνόλου αλλά και του μεμονωμένου ατόμου απέναντι σε σοβαρά ζητήματα που επηρεάζουν και αφορούν ολόκληρη την κοινότητα των ανθρώπων που κατοικούν σε μία γειτονιά, περιοχή, ολόκληρη χώρα, ήπειρο ή απανταχού στην υφήλιο. Πρόκειται για θέματα που συνήθως μαρτυρούν αρχή διαρραγής του κοινωνικού ιστού, ηθική κατάπτωση ή μία κοινωνία σε αμηχανία, μουδιασμένη και αδιάφορη που βαδίζει προς αναπόφευκτη φθορά και καταστροφή και χρειάζεται επειγόντως να αναθεωρήσει τις αξίες της και να δώσει ελπίδα σε όσους έχουν πληγεί από την κοινωνική διάρρηξη που προηγήθηκε.
Η αγγλική κοινωνία του 19ου αιώνα όπου έζησε και δημιούργησε ο Τσαρλς Ντίκενς είναι μία μεταβατική κοινωνία που κυβερνάται από το στιβαρό χέρι της συντηρητικής βασίλισσας Βικτωρίας με την βιομηχανική επανάσταση σε πλήρη ανάπτυξη, τα πλήθη των εξαθλιωμένων εργατών, πρώην αγροτών, να στοιβάζονται στα γκρίζα αστικά κέντρα για μια καλύτερη ζωή, γεμάτους δυσβάσταχτα χρέη για να μπορέσουν να επιβιώσουν και την παιδική εργασία να ανθεί.


Παιδί μιας εύπορης οικογένειας που χρεωκόπησε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην ιδιόμορφη φυλακή του Μάρσαλσι με τον φυλακισμένο πατέρα του, ο Ντίκενς είναι από τους πρώτους σύγχρονους Ευρωπαίους συγγραφείς που τοποθετεί την παιδική ηλικία στο κέντρο του έργου και κατανοεί τον παιδικό ψυχισμό στις πραγματικές του διαστάσεις.
Γράφοντας, αρχικά , για βιοποριστικούς λόγους και δημοσιεύοντας τα περισσότερα μυθιστορήματά του σε συνέχειες σε έντυπα και εφημερίδες της εποχής, ο Τσαρλς Ντίκενς γίνεται γρήγορα αγαπητός στο αναγνωστικό κοινό της εποχής γιατί εκθέτει χωρίς εξωραϊσμούς την πραγματικότητα της εποχής του όπως ακριβώς την έβλεπε. Η κοσμοκράτειρα Αγγλία με τις αποικίες και τα προτεκτοράτα στις πέντε ηπείρους και τη δυναστική συμπεριφορά στους γηγενείς κατοίκους των περιοχών αυτών, εκμεταλλεύεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τους κατοίκους των μητροπολιτικών εδαφών που δεν έχουν άλλο τρόπο επιβίωσης με κύρια θύματα τις γυναίκες και τα παιδιά.


Ειδικότερα, όσον αφορά τα παιδιά, τα ανασύρει από τους παρασκηνιακούς ρόλους που κατείχαν ως τότε στα λογοτεχνικά έργα προτείνοντας την ιδιαιτερότητα και την αντανάκλαση της σκληρότητας και της αδιαφορίας του ενήλικου κόσμου στην παιδική ψυχοσύνθεση και ιδιοσυγκρασία. Τα περισσότερα παιδιά που εμφανίζονται στα έργα του ζουν στο δρόμο αναγκασμένα να καταφύγουν σε παράνομες δραστηριότητες για να επιβιώσουν, συνήθως υπό την προστασία κάποιου μεγαλύτερου προαγωγού. Η κακομεταχείριση και οι ξυλοδαρμοί ήταν σε ημερήσια διάταξη ενώ η ηθική εξαχρείωση και ο μιμητισμός των αρνητικών ενήλικων προτύπων από τα παιδιά προβάλλει ως ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης. 


Όταν τα παιδιά βρίσκονται υπό την προστασία της κρατικής πρόνοιας τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλύτερα. Οι υπεύθυνοι για την φροντίδα και την επιτήρηση των ταλαιπωρημένων παιδιών που έφταναν εκεί για να εξασφαλίσουν μία στέγη και λίγο φαγητό βρίσκονται συχνά να πέφτουν θύματα νέας εκμετάλλευσης καθώς τα ιδρύματα τα παραχωρούν για βοηθούς και εκτέλεση αγγαρειών σε διάφορους επαγγελματίες που ψάχνουν φθηνά εργατικά χέρια. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του μικρού ήρωα του Ντίκενς, Όλιβερ Τουίστ, που σώζεται από την τελική εξαχρείωση χάρη στην καλή θέληση και την αυτοθυσία κάποιων ανθρώπων που βρέθηκαν στο δρόμο του και την δική του έμφυτη ηθική  και καλοσύνη. 


Στο μυθιστόρημα του, «The old curiosity shop» η έφηβη ηρωίδα Νελ, κινδυνεύει να πέσει θύμα εκμετάλλευσης από το περιβάλλον της όταν μαθαίνουν πως ο παππούς της έχει εξασφαλίσει γι’ αυτήν μία καλή περιουσία καθώς είναι ορφανή μέσω ενός γάμου που αποτρέπεται με τη βοήθεια του άγνωστου ως τότε αδελφού της. Στην πασίγνωστη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» τα μικρά ανίψια του πλούσιου τσιγκούνη Εμπενίτζερ Σκρουτζ, μεγαλώνουν με πολλές στερήσεις και πείνα γιατί ο Σκρουτζ κακοπληρώνει τον πατέρα τους που είναι στην δούλεψή του. Ο  θείος τους αρχίζει να ενδιαφέρεται για αυτά μετά τα προειδοποιητικά όνειρα που βλέπει την παραμονή των Χριστουγέννων.


Στη «Ζωή και τις περιπέτειες του Μάρτιν Τσάζλγουιτ», ο νεαρός Μάρτιν ερωτεύεται την Μαίρη, μία κοπέλα που έχει «υιοθετηθεί» από την οικογένεια και προσέχει τον πρεσβύτερο Μάρτιν Τσάζλγουιτ, ο οποίος γίνεται έξαλλος με τον γιο του που αρνείται το γάμο συμφέροντος που θέλει να κάνει. Η Μαίρη τον αγαπάει περισσότερο από τους συγγενείς του που θέλουν μόνο να τον εκμεταλλευτούν οικονομικά αλλά δεν γίνεται πιστευτή λόγω της χαμηλής κοινωνικής της καταγωγής και το γεγονός πως δεν είναι συγγενής εξ αίματος.


Η πλεονεξία, η εκδικητικότητα και η απληστία θίγονται στο εξίσου δημοφιλές μυθιστόρημα του Ντίκενς, «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ». Όταν η μητέρα του ξαναπαντρεύεται μετά το θάνατο του πατέρα του, ο μικρός Ντέιβιντ θεωρείται ανεπιθύμητος από τον πατριό του αλλάζοντας συνεχώς σπίτια και τόπο διαμονής μετά το θάνατο της μητέρας του για να καταλήξει πάμπτωχος και να κερδίσει ξανά τη ζωή του ως συγγραφέας. Στα «Δύσκολα χρόνια» περιγράφονται οι δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούνται να επιβιώσουν τρία παιδιά, δύο κορίτσια και ένα αγόρι, γεμάτες κινδύνους, εξαπάτηση, ψέμα και εκμετάλλευση.
Στη «Μικρή Ντόρριτ» ένα νεαρό κορίτσι μεγαλώνει μέσα στη φυλακή Μάρσαλσι για πολίτες που δεν μπορούν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Είναι αφοσιωμένη στον πατέρα της ενώ πιάνει δουλειά ως μοδίστρα στο σπίτι μιας πλούσιας ηλικιωμένης που είναι υπεύθυνη για τη φυλάκιση του πατέρα της. Ξεχωρίζει από τα εξαχρειωμένα αδέλφια της ενώ η αθόρυβη και μετρημένη παρουσία της κερδίζει τη συμπάθεια όλων. Από χίλια κύματα μέχρι να φτάσει στην τελική καταξίωση περνά και ο μικρός ήρωας των «Μεγάλων Προσδοκιών», Πιπ. Έχει να αντιπαλέψει τη φτώχια, την εγκατάλειψη από τους δικούς του, την δύστροπη πλούσια χήρα και την κακομαθημένη Εστέλλα, την οποία αγαπά βαθιά.


Ο Ντίκενς είναι ένας αδιαμφισβήτητα διορατικός και ευαισθητοποιημένος που έστρεψε το βλέμμα του στα κακώς κείμενα της εποχής του ενώ θα μπορούσε να αξιοποιήσει το ταλέντο του βγάζοντας χρήματα γράφοντας, πχ ρομάντζα. Τοποθέτησε την παιδική ηλικία στο κεντρικό επίπεδο που της άξιζε και ίσως γι’ αυτό να αγαπιέται τόσο πολύ από τα παιδιά μέχρι σήμερα. Κατήγγειλε άλλοτε ευθέως άλλοτε με τις λεπτομερείς περιγραφές  και άλλοτε κάνοντας κριτική τη δεινή θέση στην οποία βρίσκονταν τα παιδιά στην εποχή του και ανέδειξε τη σημασία μίας υγιούς παιδικής ηλικίας για την μετεξέλιξη σε έναν ώριμο και δραστήριο ενήλικα με ηθικές αρχές.

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Σαν βιβλία…





Συνεχίζοντας την ενασχόλησή μας με το μαγικό μέσο του κινηματογράφου, θα αναφερθούμε, πάντα υπό την οπτική γωνία του παιδιού, με ελληνικές παιδικές ταινίες που είχαν τόσο καλό αισθητικό αποτέλεσμα και μεγάλη απήχηση στο παιδικό (και ενήλικο) κοινό σαν να έχουν ξεφυτρώσει και ζωντανέψει η ιστορία τους μπροστά στα μάτια μας μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου.
Αυτό σίγουρα προϋποθέτει έναν σεναριογράφο με μεγάλο συγγραφικό ταλέντο και έναν σκηνοθέτη με σταθερό και συνεπές όραμα. Άλλωστε ένα καλό σενάριο για να μεταφερθεί ικανοποιητικά στη μεγάλη οθόνη θα πρέπει να έχει κάποια χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά ενός καλού βιβλίου, όπως οργανωμένη δομή, ενδιαφέρουσα πλοκή, άρτιους χαρακτήρες και έξυπνους διαλόγους.
Στην Ελλάδα δεν έχουμε πολλές ταινίες μεγάλου μήκους. Ωστόσο τα λίγα παραδείγματα που διαθέτουμε είναι μεστά και αξιόλογα.


Ο γνωστός σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώδης γυρίζει το 1986 την ταινία με τίτλο «Το δέντρο που πληγώναμε». Στην ταινία πρωταγωνιστούν παιδιά και αναφέρεται στην Χίο του 1960. Έλαβε πολλές διακρίσεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ανάμεσα τους, ειδική μνεία της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στα πλαίσια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, βραβείο ευρωπαϊκής επιτροπής ταινιών νεότητας του Φεστιβάλ Βερολίνου, Χρυσός Ελέφαντας καλύτερης ταινίας και Αργυρός Ελέφαντας σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Νέου Δελχί. Συμμετείχε επίσης στην εβδομάδα κριτικής στο Φεστιβάλ των Καννών το 1987. Καλοκαίρι 1960, σ' ένα γραφικό χωριό της Χίου, τελευταίες μέρες του σχολικού έτους. Η φιλία δυο αγοριών της Δ' τάξης του Δημοτικού κλονίζεται. Το σχολείο κλείνει και τα δυο παιδιά περνούν ένα μεγάλο μέρος του καλοκαιριού χωριστά. Ο ένας βοηθάει τη μητέρα του στα μαστιχόδεντρα, τα δέντρα που πληγώνονται και δακρύζουν την αστραφτερή τους μαστίχα. Ο άλλος, ακολουθεί τον δικό του, μοναχικό δρόμο και προσπαθεί να ξεφύγει από τη δική του αυταρχική μάνα, που συνηθίζει να τον κυνηγά με τον πλάστη στα σοκάκια του χωριού. Μια τυχαία συνάντησή τους κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας καταδίωξης γίνεται αφορμή να επανασυνδεθούν και να περάσουν μαζί το υπόλοιπο καλοκαίρι.


Μία από τις πλέον γνωστές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου με πρωταγωνιστές παιδιά είναι «Ο ψύλλος» το  1990 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Σπύρου. Ένας μαθητής από κάποιο χωριό της Ολυμπίας, ο Ηλίας, εκδίδει τη δική του εφημερίδα με το όνομα «Ο Ψύλλος». Ο μικρός αποκτά το παρατσούκλι «ο ψύλλος» και οι συγχωριανοί, όπως και οι γονείς του, αντιδρούν αρνητικά σ’ αυτήν τη δραστηριότητα. Εκείνος επιμένει, με μοναδική συμπαράσταση τη συμπάθεια ενός περίεργου τύπου και μιας συμμαθήτριάς του. Όταν μια Αθηναία δημοσιογράφος έρχεται στο χωριό για να του πάρει συνέντευξη, το κλίμα αλλάζει. Ο Ηλίας, όμως, αντιλαμβάνεται πως τόσο οι συγχωριανοί, όσο και η δημοσιογράφος, θέλουν να τον εκμεταλλευτούν, για τούτο αποφασίζει να τα παρατήσει όλα και να φύγει για την Αθήνα.
Η ταινία προβλήθηκε τη σαιζόν 1992-1993 και έκοψε 10.000 εισιτήρια πανελλαδικά. Ήρθε στην 8η θέση σε 11 ταινίες. Προβλήθηκε σαν μίνι σειρά 3 επεισοδίων από την ΕΤ1 τον επόμενο χρόνο. Η ταινία έλαβε βραβεία στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Μπέλφαστ, στο Διεθνές Παιδικό Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Σικάγου και το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κινηματογράφου για Παιδιά και Νέους στο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου.


«Το καναρινί ποδήλατο» γυρίστηκε το 1999 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Σταύρακα. Βγήκε στους κινηματογράφους στις 19 Νοεμβρίου 1999 και έχει διάρκεια 90 λεπτών. Μόλις ο Αρης Σιούτης διορίζεται δάσκαλος στην ΣΤ΄ Δημοτικού ενός δημόσιου σχολείου της Αθήνας ανακαλύπτει ότι ένας από τους μαθητές του, ο Λευτέρης Μουρατίδης, είναι σχεδόν αναλφάβητος και απομονωμένος από τους συμμαθητές του. Αποφασισμένος να βοηθήσει το παιδί να βγει από αυτό το αδιέξοδο αντιμετωπίζει πολλαπλά εμπόδια: τη δυσπιστία του ίδιου του Λευτέρη, την ηττοπάθεια των συναδέλφων του, την άρνηση των γονιών του παιδιού, την εχθρική συμπεριφορά των υπολοίπων μαθητών του απέναντι στο Λευτέρη. Πιστή στην πραγματικότητα, η ταινία που βασίζεται άλλωστε σε αληθινή ιστορία δεν τελειώνει με «επαίνους». Επανατοποθετεί απλώς την εμπιστοσύνη στην αξία των ανθρωπίνων σχέσεων και της δύναμης της θέλησης.


Η ταινία «Peppermint» του Κώστα Καπάκα, σε σενάριο και σκηνοθεσία του ίδιου βγήκε στους κινηματογράφους στις 18 Νοεμβρίου 1999. Έχει διάρκεια 105 λεπτών και έκοψε 180.000 εισιτήρια πανελλαδικά. Ήρθε στην 4η θέση σε 18 ταινίες. Τριάντα χρόνια μετά ο Στέφανος συναντά, στο θάνατο της μητέρας του, την Μαρίνα. Σίγουρα θα έχουν πολλά να πουν. Ο Στέφανος έβγαλε το πρώτο του δόντι δένοντας με μια κλωστή στο πόμολο της πόρτας. Η μητέρα του είπε να το πετάξει στα κεραμίδια και μια κουρούνα θα του φέρει ένα δαχτυλίδι. Αυτός δεν περίμενε και έκλεψε ένα δαχτυλίδι από την μπιζουτιέρα της θείας του για να το δώσει στη Μαρίνα, την πρώτη του ξαδέρφη. Φιληθείτε τους έλεγαν οι μεγάλοι και τα ξαδέρφια φιλήθηκαν στο στόμα. Στην εφηβεία όμως το παράκαναν, έπρεπε να χωρίσουν…
Αν και στην Ελλάδα ο κινηματογράφος διέρχεται βαθιά κρίση εδώ και δεκαετίες, το παιδί αγνοείται συστηματικά ως θεατής και οι όποιες προσπάθειες έχουν γίνει είναι σπασμωδικές και συχνά ατελής. Ο θεσμός των σχολικών ταινιών που κάποτε είχε θεσμοθετηθεί από το Υπουργείο Παιδείας έχει ατονήσει εντελώς ενώ συχνά οι εκπαιδευτικοί είναι απρόθυμοι να εμπλακούν σε οποιαδήποτε σχετική δραστηριότητα. Στην κατεξοχήν εποχή των εικόνων που διανύουμε πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρο η χρ΄ση του κινηματογράφου ως εκπαιδευτικού εργαλείου και να επαναπροσδιοριστεί εκ βάθρων η σχέση του με την εκπαίδευση.