Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Πώς γεννήθηκε η οικογένεια τραγουδιστών Τραπ

Απόσπασμα από το βιβλίο της Μαρία φον Τραπ, "Η μελωδία της ευτυχίας", διασκευή: Γ. Μπόρας, εκδόσεις Ατραπός



Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ζάμπλουτοι μεγιστάνες να χάσουν μέσα σε λίγες στιγμές όλη τους την περιουσία. Όταν διαβάζεις γι’ αυτές τις «απώλειες» στα μυθιστορήματα ή τις παρακολουθείς να ζωντανεύουν σε μια θεατρική σκηνή, τις βρίσκεις πολύ δραματικές. Όμως, όταν τις ζεις εσύ ο ίδιος, είναι μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Η φωνή που ανακοίνωσε την πτώχευση της τράπεζάς μας, έκλεισε οριστικά ένα πολύ άνετο και όμορφο κεφάλαιο της ζωής μας: το κεφάλαιο «πλούσιοι».

Η τράπεζα στην οποία είχαμε τις καταθέσεις μας ανήκε σε κάποια κυρία Λάμερ. Την ίδια περίπου εποχή, ο Χίτλερ και οι Ναζί του, στην άλλη μεριά των συνόρων, είχαν αρχίσει να δημιουργούν προβλήματα στη μικρή Αυστρία. Για να την αναγκάσουν να σκύψει το κεφάλι, είχαν απαγορέψει κάθε λογής οικονομικές συναλλαγές μαζί της, κόβοντάς της έτσι τον ομφάλιο λώρο. Αυτό προκάλεσε σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία και πολλοί τραπεζίτες – ανάμεσά τους και η κυρία Λάμερ- άρχισαν ν’ ανησυχούν για το μέλλον. Ο σύζυγός μου γνώριζε την κυρία Λάμερ, την εκτιμούσε πολύ και τη θεωρούσε γενναία και πανέξυπνη γυναίκα. Όταν πληροφορήθηκε πως η τράπεζά της αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, σήκωσε όλα τα κεφάλαιά του-που ήταν απολύτως ασφαλή σε μια εγγλέζικη τράπεζα- και τα κατέθεσε στην τράπεζά της, για να τη σώσει. Ο άμοιρος ο σύζυγός μου δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τις τύψεις.
«Δεν έπρεπε να είχα πάρει τα λεφτά μου από την Αγγλία» θρηνούσε. «Δεν έπρεπε! Αχ, τι θ’ απογίνουν τώρα τα παιδιά μου;»
«Για να σου πω» του είπα μια μέρα «δεν τα πήρες τα λεφτά για να γλεντήσει. Ήθελες να βοηθήσεις κάποιον που αντιμετώπιζε προβλήματα, έτσι δεν είναι; Για ποιο λόγο διαβάζουμε τόσα χρόνια το Ευαγγέλιο; Δε θυμάσαι που λέει πως ό, τι κάνουμε από αγάπη προς Εκείνον θα μας το ανταποδώσει εκατονταπλάσιο σε τούτη τη ζωή και θα εξασφαλίσουμε, επιπλέον, την αιώνια ζωή;»
Εξάλλου, δεν μπορώ να πω ότι πεθαίναμε της πείνας. Έπρεπε όμως ν’ αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Είχαμε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας μας, έμεναν όμως αρκετά για να πληρώνουμε τους απαραίτητους λογαριασμούς και να τα φέρνουμε βόλτα, φτάνει να ζούσαμε απλά. Υπήρχε, ακόμα, μια σεβαστή ακίνητη περιουσία, αρκετά μεγάλης αξίας. Αυτή όμως δεν είχαμε σκοπό να την αγγίξουμε: θα έμενε για ώρα μεγάλης ανάγκης, ώστε να εξασφαλίσουμε το μέλλον των παιδιών. Έπρεπε συνεπώς να προσαρμοστούμε σ’ ένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο: πουλήσαμε το αυτοκίνητο, απολύσαμε έξι από τους οχτώ υπηρέτες – έμειναν μόνο ο μπάτλερ και η μαγείρισσα- κλειδώσαμε τα μεγάλα δωμάτια στο ισόγειο και στο δεύτερο όροφο και εγκατασταθήκαμε όλοι μαζί στον τρίτο, όπου θα τα βγάζαμε πέρα χωρίς καμαριέρα. Ο κακομοίρης ο άντρας μου ένιωθε σαν ζητιάνος. Δεν του έπαιρνες πια λέξη και τον λυπόμουν πολύ όταν το έβλεπα να πηγαινοέρχεται απελπισμένος στο δωμάτιο, πάνω κάτω, μασουλώντας την άκρη του μουστακιού του.
Σαν αν μην έφταναν όλες οι άλλες σκοτούρες του, τον εκνεύριζα από πάνω κι εγώ. Για πολλούς και διάφορους λόγους, δεν μπορούσα να συμμεριστώ την απελπισία του. Από την πρώτη κιόλας στιγμή όταν μάθαμε πως χάσαμε τα λεφτά μας, αισθάνθηκα μια παράξενη προσδοκία. Ένιωσα να φεύγει από πάνω μου ένα βάρος και, μόλο που πάσχιζα σκληρά, δεν μπορούσα να δείχνω αποκαρδιωμένη. Μήπως αισθανόμουν άραγε -αμυδρά- πως άρχιζε το μεγάλο κρεσέντο του τραγουδιού της ζωής μας, που θα συνεχιζόταν από εδώ και πέρα χωρίς διακοπή;
Η «εκατονταπλάσια ανταμοιβή» εμφανίστηκε σχεδόν αμέσως, με την αντίδραση των παιδιών: αδιαφορώντας τελείως για το αν είχαμε αυτοκίνητο ή όχι, προθυμοποιήθηκαν ν’ αναλάβουν νέα καθήκοντα, ευθύνες και υποχρεώσεις, κι όχι μοιρολατρικά και μουτρωμένα, αλλά ανασκουμπώνοντας αποφασιστικά τα μανίκια!
Εκείνη την εποχή, από το σπίτι έλειπε μόνο ο Ρούπερτ, ο μεγαλύτερος. Έμενε στο Ίνσμπρουκ, όπου προετοιμαζόταν για την Ιατρική Σχολή, και τον επισκέφθηκα για να του ανακοινώσω τα δυσάρεστα νέα –πως όχι μόνο κοβόταν το γενναίο χαρτζιλίκι του, αλλά θα έπρεπε να εργαστεί για να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Γύρισα στο σπίτι λάμποντας από ενθουσιασμό.
«Τελικά, Γκέοργκ, είμαστε τυχεροί που χάσαμε τα λεφτά μας! Πώς αλλιώς θα διαπιστώναμε πόσο καλά παιδιά έχουμε;»
Του εξήγησα πως ο Ρούπερτ είχε δεχτεί την καταστροφή με το χαμόγελο –κι αυτό το χαμόγελο του αγοριού κατάφερε επιτέλους να φωτίσει το σκυθρωπό πρόσωπο του πατέρα του. Βλέποντας τον άντρα μου να χαμογελάει περήφανος, μετά από τόσα μερόνυχτα πίκρας, κόντεψα να τρελαθώ απ’ τη χαρά μου. Όμως ακόμα κι η πολλή χαρά πρέπει να μοιράζεται, γιατί αλλιώς καταντάει πόνος. Έτσι, αγκάλιαζα κι έσφιγγα τον καημένο τον άντρα μου με όλη μου τη δύναμη, μέχρι που εκείνος ξεγλίστρησε από τα χέρια μου γελώντας και προσπάθησε να ξαναβρεί την ανάσα του.
«Τι έπαθες, μπορείς να μου πεις; Κάνεις λες και κέρδισες ένα εκατομμύριο δολάρια!»
«Μόνο;» απάντησα. «Μόλις τώρα ανακάλυψα πως δεν ήμασταν πραγματικά πλούσιοι, απλώς είχαμε κατά τύχη πολλά χρήματα. Γι’ αυτό και δε θα γίνουμε ποτέ φτωχοί. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι τώρα που ξέρω πως δεν ανήκουμε σ’ εκείνους που θα δυσκολευτούν πολύ να μπουν στο βασίλειο του Θεού».
Όμως, παρά τον ενθουσιασμό μου, κάτι έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να εξασφαλίσουμε τουλάχιστον τα απαραίτητα. Πώς όμως;
Εκείνες τις μέρες θερίσαμε τους πρώτους καρπούς από την ευλογημένη συνήθεια που είχαμε σπείρει πριν από πολλά χρόνια: να διαβάζουμε το Ευαγγέλιο μαζί με τα παιδιά. Σε κάθε σταυροδρόμι, κάθε δύσκολη στιγμή, εμφανιζόταν μια ρήση που έλεγες πως είχε φτιαχτεί ειδικά για τη συγκεκριμένη περίσταση. «Ό, τι ζητήσετε, αυτό θα λάβετε» είχε πει ο Κύριός μας.
«Ό, τι ζητήσουμε». Αρχίσαμε λοιπόν ν’ αναζητούμε τη σωστή διαφώτιση, τη σωστή καθοδήγηση, κι η απάντηση βρισκόταν πολύ κοντά μας, στο Νόνμπεργκ. Πήγα εκεί και ζήτησα από τις καλόγριες να μας βοηθήσουν σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα.
«Γιατί δε ζητάτε από τον Αρχιεπίσκοπο άδεια να φτιάξετε ένα παρεκκλήσι, όπως κάνουν σε τόσα άλλα κάστρα και σπίτια;» πρότεινε η Αδελφή Ραφαέλα. «Είμαι σίγουρη, μάλιστα, ότι θα στείλει κάποιον ιερέα να μείνει μαζί σας, και μπορείτε να νοικιάζετε τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού σε φοιτητές του Καθολικού Πανεπιστημίου».
Τόσο απλό! Ο καλοσυνάτος Αρχιεπίσκοπος Ιγνάτιος μας έδωσε πρόθυμα την άδεια. Το μεγάλο δωμάτιο του ισογείου, που δεν το χρησιμοποιούσαμε πια, φαινόταν ιδανικό για το σκοπό μας, με τη μεγάλη γωνιακή μπαλκονόπορτα, όπου στήθηκε ο βωμός· τα στασίδια τοποθετήθηκαν στο μήκος των τοίχων, αντικριστά, όπως στα παλιά, γραφικά παρεκκλήσια των μοναστηριών. Ο πάστορας της ενορίας μας, μας παραχώρησε τα πιο απαραίτητα άμφια και σκεύη. Ένας καθηγητής της Θεολογικής Σχολής αναζητούσε ένα ήσυχο μέρος για να γράψει κάποιο φιλοσοφικό βιβλίο. Ήταν ο πρώτος μας ένοικος κι ανέλαβε να κάνει την πρωινή λειτουργία. Εκείνες τις μέρες, όταν ήμαστε μόνοι, ο άντρας μου, μου έλεγε βιαστικά: «Ναι, είμαστε τυχεροί, και μακαρίζω το Θεό που ήρθαν έτσι τα πράγματα».
Μα πραγματικά, δεν ήμασταν τυχεροί; Πρώτη φορά δεθήκαμε τόσο πολύ ο ένας με τον άλλον, και μόνο τώρα, χάρη στη μεγαλοψυχία του Θεού, είχαμε διακρίνει τις αρετές των παιδιών μας· ούτε ένα μουρμουρητό, ούτε ένα παράπονο… Και ποτέ πριν δεν είχαμε ανάμεσά μας έναν ιερέα ή ένα παρεκκλήσι και τη Θεία Ευχαριστία μέσα στο σπίτι μας. Αυτό πια δεν ήταν τύχη – ήταν ευλογία!
Τώρα δεν ξέρω ποια λέξη να χρησιμοποιήσω· ήταν άραγε αστείο, κωμικό ή αξιοθρήνητο να παρακολουθούμε τις αντιδράσεις των πλούσιων γειτόνων μας; Φαίνεται πως ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να πάθει ένας πλούσιος είναι να υποψιαστεί ότι τον πλησιάζεις για να του ζητήσεις λεφτά. Προβλέποντας έναν τόσο σοβαρό κίνδυνο, πρέπει να τον αποτρέψει με κάθε θυσία. Έτσι, όποτε οι παλιοί μας φίλοι συναντούσαν τον άντρα μου, άρχιζαν να του λένε πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα και πόσο «ζορίζονταν» κι εκείνοι να τα βγάλουν πέρα. Μια μέρα ο Γκέοργκ γύρισε έξαλλος στο σπίτι.
«Αν σου πω τι μου συνέβη, δε θα το πιστέψεις!»
«Άντε πάλι!» σκέφτηκα, βλέποντάς τον να βηματίζει πάνω κάτω, μασουλώντας το μουστάκι του.
«Πρώτα συνάντησα τον Μάξι» (ο Μάξι ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της περιοχής). «Στα καλά καθούμενα, άρχισε να μου εξηγεί πως κι ο ίδιος ο αδερφός του να του ζητούσε δάνειο, δεν θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει. «Δύσκολες εποχές», είπε μιμούμενος τη θλιμμένη φωνή του Μάξι. «Λίγο παρακάτω» συνέχισε «βλέπω τη βαρόνη Κ., που μου λέει σχεδόν απογοητευμένη: «Είδα τα παιδιά σου τις προάλλες και ξαφνιάστηκα –τόσο όμορφα, πρόσχαρα κι ακόμα τόσο καλοντυμένα». Ακόμα, τα’ ακούς; Έτσι μου ‘ρθε…» Σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου: «Μα καλά, τους βάρεσε η τρέλα στο κεφάλι; Και μη μου ξαναπείς πως είμαι τυχερός!»
«Θα σ’ το πω και θα σ’ το λέω συνέχεια» απάντησα κι όπως στεκόταν αντίκρυ μου, έσκυψα και τον φίλησα στο στόμα. «Και ξέρεις γιατί; Επειδή είσαι πολύ τυχερός. Ακόμα κι αν ξόδευες όλα τα πλούτη του κόσμου, δε θα κατάφερνες να μάθεις ποιοι είναι οι πραγματικοί σου φίλοι – τώρα όμως, ξέρεις».
Στο σημείο αυτό γελάσαμε – κι άμα γελάσεις μια φορά, ο θυμός σου εξατμίζεται.
Ένα χρόνο αργότερα, το σπίτι μας ήταν γεμάτο κόσμο, νεαρούς καθηγητές και σπουδαστές της Σχολής. Πρώτη φορά διασκεδάζαμε τόσο πολύ και περνούσαμε τόσο όμορφα απογεύματα. Όχι πως βγάζαμε τίποτα σπουδαία λεφτά απ’ τους ενοικιαστές – ωστόσο, ήταν αρκετά για να πληρώνουμε τους λογαριασμούς και να συντηρούμε το μεγάλο σπίτι.
Παλιά, σπάνια θυμάμαι να γελούσαμε τόσο πολύ, να συμμετείχαμε σε τόσο πνευματώδεις συζητήσεις, να συναντούσαμε τόσο ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ο καθηγητής Ντ. , ο πρώτος μας ενοικιαστής, έγινε γρήγορα ένας πολύ αγαπητός και υπέροχος φίλος. Όταν κόντευε να τελειώσει το βιβλίο του, ήρθε να τον επισκεφθεί ο εκδότης του, κι έμεινε μετά για ένα φλιτζάνι τσάι στη βιβλιοθήκη, όπου τα κούτσουρα τριζοβολούσαν στο τζάκι. Ήταν μια άθλια παγερή μέρα το Νοέμβρη, κι ήταν η πρώτη επίσκεψη από τις πολλές που θ’ ακολουθούσαν. Ο Όττο Μίλερ, ο νεαρός εκδότης, μπήκε γρήγορα στον κατάλογο των πιο στενών φίλων μας, και πολύ σύντομα όσοι συγγραφείς, επιστήμονες και καθηγητές έρχονταν να τον επισκεφθούν, κατέληγαν στο σπίτι μας. Καταλαβαίνετε πόσο  πιο όμορφη και πλούσια έγινε η ζωή μας – ιδιαίτερα η ζωή των παιδιών, που βρίσκονταν πάνω στην ανάπτυξη. Κάτι τέτοιες βραδιές δεν μπορούσα να μην κοιτάζω θριαμβευτικά τον άντρα μου ο οποίος, για να μην ακούσει τη φοβερή λέξη «τυχερός», έπιανε καθησυχαστικά το χέρι μου και μουρμούριζε: «Καταλαβαίνω τι εννοείς».
Όλον αυτόν τον καιρό δεν σταματήσαμε στιγμή να τραγουδάμε και να φτιάχνουμε όλοι μαζί μουσική, προς μεγάλη ευχαρίστηση των καλεσμένων μας. Το παρεκκλήσι μας ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για να τραγουδάμε πιο σοβαρά απ’ ό, τι στο παρελθόν.
Το Πάσχα του 1933, ο καθηγητής Ντ. Έπρεπε να κάνει ένα ταξίδι και παρακάλεσε κάποιο φίλο του ιερέα να έρθει να λειτουργήσει στη θέση του. Όταν τελείωσε η πρωινή λειτουργία, ο πάτερ Βάσνερ, ο νεαρός ιερέας, είπε: «Πραγματικά, τραγουδήσατε πολύ όμορφα σήμερα το πρωί, αλλά…» και μας εξήγησε, με λίγα λόγια, μερικά πολύ σημαντικά πράγματα – κι εκεί, στο τραπέζι του πρωινού, μας έβαλε να επαναλάβουμε ένα τροπάριο, διευθύνοντάς μας από εκεί που καθόταν. Κανένας μας δεν ήξερε τότε πόσο τυχεροί ήμασταν:
Έτσι γεννήθηκαν οι ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΡΑΠ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου