Απόσπασμα απο το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, "Τραγούδι για τρεις"
Τετάρτη και ψιχαλίζει από το
πρωί. Ραντίζει ο Οκτώβρης τους δρόμους, τις πλατείες, τα σπίτια, και
μοσχοβολάει φθινόπωρο. Τρελαίνεται η Χριστίνα για τούτη τη μυρωδιά, που
κατεβαίνει πιο έντονη από το λόφο. Σήμερα, ωστόσο, δεν ήταν ανάγκη να βρέξει.
Αν συνεχίσει έτσι, μπορεί και να μη βρουν το απόγευμα στο πέτρινο παγκάκι
εκείνο τον ασπρομάλλη της Κυριακής με το φίλο του. Το θυμάται καλά, τους είχε
πει «αν είναι καλός ο καιρός…».
Δεν πρόσεχε στο μάθημα το πρωί.
Το μυαλό της γύριζε ολοένα στην καινούρια κασέτα που πρέπει να ετοιμάσει. Και
τώρα, που μεσημέριασε και ψιλοβρέχει ακόμα, φοβάται μήπως ανέβουν στο λόφο
άδικα με το Φίλιππο. Να έβαινε καλή, τουλάχιστον, η νέα συνέντευξη, αργότερα
που θα ξαναπάνε στην κυρία Ελισάβετ! Ο
καιρός περνάει κι έχει αγωνία. Οι άλλοι στην τάξη έχουν βασιστεί κυρίως σε
κείνη. Βέβαια δε θα ‘πρεπε ν’ ανησυχεί. Ο Φίλιππος υποσχέθηκε να βοηθήσει. Και
τις υποσχέσεις του αυτός τις κρατάει.
Στις τέσσερις ακριβώς, ο Φίλιππος
με τη φωτογραφική μηχανή βρίσκεται στην πόρτα της. Η βροχούλα, επιτέλους,
σταμάτησε. Ωραία! Όμως τι σόι φωτογραφίες θα βγουν τέτοια ώρα, με συννεφιά,
ένας θεός το ξέρει.
Λοιπόν, εντάξει; Έχει μαζί του ο
Φίλιππος και το μαγνητοφωνάκι γι’ αργότερα, για την κυρία Ελισάβετ; Ναι, το
έχει. Μήπως θυμήθηκε και τα εργαλεία; Ε, όχι και τα εργαλεία! Όλα μαζί δε
γίνονται…
- Σωστά! Δίκιο έχεις, βιάζεται να
συμφωνήσει η Χριστίνα.
Νεύρα δε χρειάζονται. Γι’ αυτό
και δεν του λέει «το γουόκμαν, ωστόσο, το κρέμασες στο λαιμό σου, μαζί με τη
φωτογραφική μηχανή». Λες και γίνεται να φωτογραφίζει, να μιλάει και ταυτόχρονα
ν’ ακούει και μουσική! Τέλος πάντων.
Όμορφα που είναι στο λόφο μετά τη
βροχή! Σήμερα δεν έχει κόσμο, ούτε παιδιά με μπάλες ούτε καροτσάκια, όπως είχε
την Κυριακή. Ακόμα καλύτερα! Θα μοιάζει περισσότερο μ’ εκείνα τα χρόνια, όταν
θα προβάλει η Χριστίνα τις διαφάνειες.
- Θυμήσου να ρωτήσουμε και για τη
λίμνη, του λέει.
- Άσε πρώτα να τους βρούμε, έχει
κι εκείνος τις αμφιβολίες του.
Όμως ο ασπρομάλλης της Κυριακής
είναι εκεί και τους περιμένει. Μονάχος του. Ο φίλος του, όχι, δεν τα κατάφερε.
Είναι άρρωστος, λέει. Τον χτυπάει η υγρασία στα ρευματικά του. Έχει, πάντως,
εκείνος την πληροφορία που θέλουν. Κοντά στο παλιό καταφύγιο, πιο πέρα από το
θεατράκι ήταν το μεγάλο κλουβί.
Ξεκινούν κι οι τρεις προς τα κει.
Κρομοστασιά που την έχει ο ασπρομάλλης της Κυριακής! Τώρα που τον βλέπει όρθιο
η Χριστίνα, το καταλαβαίνει καλύτερα. Πού να ήταν, άραγε, στην Κατοχή αυτός;
Δεν αντέχει, θα τον ρωτήσει…
Εδώ ήτα, λέει, στην Αθήνα. Τα
πρώτα χρόνια, τουλάχιστον. Ύστερα βγήκε κι αυτός στο βουνό, με άλλους μαζί της
Εθνικής Αντίστασης. Αν ήταν πολλοί στην Αντίσταση; Και βέβαια ήταν. Στρατός
ολόκληρος, αν τις υπολογίσεις όλες μαζί τόσες πολλές οργανώσεις!
- Πολλές; Ξαφνιάζεται η Χριστίνα.
Μα δυο τρεις δεν ήταν μονάχα; Το ΕΑΜ, ο ΕΔΕΣ…
Όχι, της λέει. Αυτές ήταν οι
μεγαλύτερες, αλλά υπήρχαν κι άλλες πολλές, δε θυμάται ακριβώς πόσες. Η ΠΕΑΝ, η
Ιερή Ταξιαρχία, το Ενωτικό Κόμμα, η Εθνική Δράση, η ΕΣΑΣ, η ΠΑΝ… Ήταν και ο
ΕΛΑΣ στα βουνά, και η ΕΚΚΑ, κι άλλες ένα σωρό, μικρές ή μεγάλες, αλλά όλες
θαυματουργές.
- Κι εσείς; Σε ποια ήσασταν απ’
όλες; Θέλει να μάθει η Χριστίνα.
- Φτάσαμε! λέει εκείνος. Εδώ ήταν
τα παγόνια.
Ο Φίλιππος ψάχνει να βρει την πιο
κατάλληλη θέση για τη φωτογραφία. Ναι, ναι, θα τραβήξει δυο τρεις, όχι μία
μονάχα, εντάξει. Κι έπειτα μία τη Χριστίνα με τον ασπρομάλλη της Κυριακής.
Θέλει η Χριστίνα να τον θυμάται, τον παρακαλεί πολύ.
Εκείνος της χαμογελάει. Στην
ηλικία του, λέει, καλύτερα ν’ αποφεύγει κανείς τις φωτογραφίες, αλλά να μην τις
χαλάσει το χατίρι. Στα όμορφα κορίτσια δε λένε «όχι»!
Ο Φίλιππος τραβάει γρήγορα τις
φωτογραφίες και κλείνει κάπως νευριασμένος τη μηχανή.
- Εντάξει, μπορούμε να
πηγαίνουμε, λέει απότομα και βάζει στ’ αυτιά του τ’ ακουστικά του γουόκμαν.
Τι έπαθε πάλι; Τι συμπεριφορά
είν’ αυτή;
- Και πότε ανεβήκατε στο βουνό;
Γυρίζει η Χριστίνα στο φίλο τους, να μπαλώσει τα πράγματα.
- Φθινόπωρο του ’42 πρέπει να
ήταν. Ετοιμάζαμε μια μεγάλη ανατίναξη, στη γέφυρα του Γοργοπόταμου, αν έχετε
ακούσει…
Και βέβαια το είχαν ακούσει, το
ήξεραν αυτό το μεγάλο κατόρθωμα τα παιδιά. Το γιόρταζαν και στο σχολείο στις 25
του Νοέμβρη. Και ο γυμνασιάρχης τους έβγαζε λόγο «για τα θαύματα που πετυχαίνει
η εθνική ομοψυχία». «Ήταν από τις ελάχιστες φορές που συνεργάστηκαν οι
αντιστασιακές οργανώσεις» πρόσθετε πάντα.
- Έτσι δεν είναι, Φίλιππε; Τον
ρωτάει η Χριστίνα, για να τον κάνει να μιλήσει κι αυτός και να βγάλει,
επιτέλους, τ’ ακουστικά - τι τον έπιασε;
Δεν ακούει. Ή κάνει πως δεν
ακούει;
- Δίκιο έχει ο γυμνασιάρχης σας,
κουνάει το λευκό του κεφάλι ο μεγάλος τους φίλος. Όλο τον άλλο καιρό έβραζε η
διχόνοια, κατάρα των Ελλήνων πανάρχαιη. ΕΑΜ και ΕΔΕΣ είχαν γίνει εχθροί.
Έφτασαν να σκοτώνονται μεταξύ τους ακόμα κι αδέρφια! Να προδίδει ο ένας τον
άλλο στους Γερμανούς!
Ο Φίλιππος βγάζει απότομα τ’
ακουστικά και κοιτάζει με νόημα τη Χριστίνα.
Με άλλα λόγια, όταν θέλει, ακούει
ο κύριος Φίλιππος, ακόμα και με τ’ ακουστικά του γουόκμαν. Θα του τα ψάλει
αργότερα, δε θα γλιτώσει. Τώρα εκείνη θέλει να ρωτήσει κάτι ακόμα:
- Και αν ήθελε κάποιος ν’ ανήκει
σε δύο οργανώσεις;
- Δε γινόταν! Τον λογάριαζαν για
προδότη. Και υπήρχαν, πραγματικά, Έλληνες που συνεργάζονταν με τον καταχτητή.
Οι ταγματασφαλίτες, άλλοι καλοθελητές, από φόβο ή συμφέρον… Πάντως, ακόμα κι
από πρόθεση καλή αν τολμούσε κανένας να βοηθήσει και τις δυο οργανώσεις, αργά ή
γρήγορα τον ανακάλυπτα. Και τότε…
- Τότε; Τον κοιτάζει η Χριστίνα.
- Τον κάρφωναν στην Γκεστάπο, την
αστυνομία των Γερμανών, ή στα ΕΣ ΕΣ. Καμιά φορά και στους καραμπινιέρους. Πιο συχνά, τον καθάριζαν μοναχοί τους οι
άνθρωποι της μίας οργάνωσης. Τη νύχτα, το περισσότερο, αλλά και μέρα μεσημέρι
ακόμα.
Η Χριστίνα τώρα κοιτάζει κάτω.
Δεν αντέχει κι άλλη ματιά του Φίλιππου, σαν να της λέει «τα βλέπεις;».
Τίποτ’ άλλο, λοιπόν, δε θα
ρωτήσει. Άλλωστε, κι ο ασπρομάλλης της Κυριακής δείχνει να στενοχωριέται που τα
ξαναθυμάται όλ’ αυτά.
- Κρίμα που δεν μπόρεσε να έρθει
ο Κώστας, λέει για το φίλο του, ν’ αλλάξει κάπως τη συζήτηση. Εκείνος θα ήξερε
να σας πει πολλά για το τι πέρασαν οι απλοί άνθρωποι στην Κατοχή, τουλάχιστον
σε τούτη τη γειτονιά, κοντά στο λόφο του Στρέφη. Ήξερε κόσμο και κόσμο, χρόνια
τσαγκάρης εδώ.
Με το «τσαγκάρης» πετάχτηκαν κι
οι δυο μαζί. Τσαγκάρης! Και τον έλεγαν Κώστα!
- Μα τότε πρέπει οπωσδήποτε να
τον συναντήσουμε, και σύντομα μάλιστα! Ενθουσιάζεται ο Φίλιππος.