Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Τα κοράκια των πολέμων

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Μπάρτζη, "Αργείος Εσπερινός"


Πάντως, τίποτα απ’ όλο τούτο το παζάρι δε μου θύμισε την Ελλάδα των ονείρων μου. Από τη μια απογοήτευση έπεφτα στην άλλη απροετοίμαστος και μετά σε άλλη χειρότερη.
Εκεί στην Καλαμάτα έγινε και κάτι που σαν το έμαθα με απογοήτευσε ακόμα πιο πολύ. Ο λοχαγός Γκιτρύ, απ ΄το καράβι που ναυάγησε, θέλησε ν’ αγοράσει ένα καλό άλογο ν’ αντικαταστήσει το δικό του, που μαζί με τα’ άλλα είκοσι δύο είχε πνιγεί. Βρήκε, λοιπόν, σ’ ένα Μοραΐτη έμπορο έν’ άλογο αραβικό που πολύ του άρεσε. Σαράντα τάλιρα ζήτησε ο Μοραΐτης και τελικά συμφώνησε να το πουλήσει με τριάντα. Ο λοχαγός πλήρωσε για προκαταβολή δεκαπέντε τάλιρα και παρακάλεσε τον έμπορο να κρατήσει το ζώο και να το περιποιηθεί ως το άλλο πρωί που θα ξανάβγαινε απ’ το καράβι με τα υπόλοιπα λεφτά, για να το πάρει οριστικά μαζί του. Ο Έλληνας δέχτηκε πρόθυμα τη συμφωνία αυτή, μα δεν την τήρησε. Τη νύχτα πήγε με το άλογο στο Ναυαρίνο, όπου το ξαναπούλησε σε άλλον αξιωματικό, δικό μας – το ίδιο ζωντανό!- κρατώντας τα δεκαπέντε τάλιρα. Μετά από λίγες μέρες είδε ο κύριος Γκιτρύ στο Ναυαρίνο το άλογο που είχε προπληρώσει και το γνώρισε. Είχε πέσει θύμα απάτης. Καθώς τον άκουγα να το διηγείται στον πατέρα μου, ένιωσα να γκρεμίζεται μέσα μου κάτι πολύτιμο και σημαντικό. Οι άνθρωποι που πρωτογνώρισα , λοιπόν, στην παραλία της Καλαμάτας δεν θύμιζαν τους άτυχους ήρωες που σεβόμουν και θαύμαζα. Το ίδιο, ίσως, να σκεφτόταν και ο πατέρας μου. Έτσι, αφού καθίσαμε για λίγο στο παζάρι, μας πρότεινε να φύγουμε απ’ όλη αυτή τη φασαρία και να κάνουμε μια μικρή περιοδεία στο εσωτερικό της χώρας. Η μητέρα κι εγώ δεχτήκαμε με ανακούφιση την πρότασή του.
Η φύση γύρω ήταν πραγματικά πολύ όμορφη. Ήμεροι λόφοι σκεπασμένοι με χλόη, καταπράσινοι, ορθώνονταν στον κοντινό μας ορίζοντα. Πιο μακριά φάνταζαν γυμνές οροσειρές με χρώματα απαλά, χαρακτηριστικά του ελληνικού τοπίου. Ρυάκια με πεντακάθαρο νερό κυλούσαν προς τη θάλασσα σε κοντινή απόσταση το ένα από το άλλο. γλυκοί κελαηδισμοί μικρών πουλιών ξεκούραζαν την ακοή μας. Δέντρο όμως δε φαινόταν πουθενά. Και όσο μακραίναμε προς την καλαματιανή πεδιάδα, τα ίχνη της πρόσφατης καταστροφής γίνονταν ολοφάνερα. Η βαρβαρότητα των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ δεν είχε αφήσει όρθιο ούτε θάμνο. Εκτός από τη σφαγή τόσων ανθρώπων, με τη φωτιά είχαν ρημάξει και τα σπίτια και τα δέντρα κι οτιδήποτε βρήκαν όρθιο μπροστά τους. Όταν περνούσαμε μέσα από πρώην δεντροπερίβολα, σφιγγόταν η καρδιά μας απ’ το κακό που έπαθε αυτός ο τόπος. Κορμοί από ελιές, συκιές, μουριές, κούτσουρα από σταφιδάμπελα ορθώνονταν κάρβουνα γύρω μας. Μαυρίσανε τα ρούχα μας και τα παπούτσια μας γέμισαν στάχτες. Τα τρυφερά χορτάρια και οι καλαμιές που είχαν φυτρώσει τους τελευταίους μήνες έκρυβαν από μακριά τη συμφορά. Το πλησίασμα, όμως, έδινε στον ανυποψίαστο επισκέπτη μια πικρή ιδέα για το διάβα από δω των βάρβαρων κατακτητών και για τον πόνο και τα πάθη των δύστυχων κατοίκων της μεσσηνιακής γης.
- Δεν ήταν ψέματα λοιπόν, είπε ο πατέρας ψάχνοντας κάτι να βρει στις τσέπες του γιλέκου του.
- Είναι απίστευτο, συμπλήρωσε η μητέρα. Όταν μου το ‘δειχνες στην εφημερίδα, έλεγα πως δεν μπορεί, θα είναι υπερβολές. Τώρα βλέπω κι εγώ πως λίγα έγραφαν.
- Α! να… το βρήκα. Το κράταγα επίτηδες, για να ελέγξω την αξιοπιστία της εφημερίδας μου. Ακούστε κατά λέξη τι είχε γράψει ο ανταποκριτής απ’ την Ελλάδα: «…Μετά την αποτυχία του Ιμπραήμ να καταλάβει το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου, κατέβηκε στη Μεσσηνία και καλούσε το λαό να προσκυνήσει. Αγανακτισμένος με την περήφανη άρνηση που συνάντησε, αντί να τους αναγκάσει σε πόλεμο, έστειλε τον Κεχαγιάμπεή του με τσεκούρια και φωτιά να ερημώνει συστηματικά τον τόπο. Τ’ αμπέλια ξεριζώθηκαν εξήντα χιλιάδες συκιές και είκοσι πέντε χιλιάδες ελιές και μουριές κόπηκαν απ’ τη ρίζα. Η συγκομιδή και τα γεωργικά εργαλεία κι όλα τα πράγματα, καθώς και τα σπίτια πυρπολήθηκαν. Φλόγες και καπνοί γέμισαν τον ορίζοντα. Παρ’ όλα αυτά ο λαός με τους αρχηγούς του έμενε ανένδοτος και ο Κολοκοτρώνης έστειλε παραγγελία στον Ιμπραήμ τούτα τα λόγια: «Πέτρα πάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνάμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμάμε, και μην ελπίζεις τη γη μας να την κάμεις δική σου, βγάλ’ το από το νου σου».
- Για τις καταστροφές έγραφαν την αλήθεια. Σε άλλα μας ξεγέλασαν, πέταξα το παράπονό μου.
- Τι εννοείς, Ζούλιους; ρώτησε απορημένος ο πατέρας.
- Να, που όλο παινεύανε τους Έλληνες οι εφημερίδες μας για τη φιλοξενία τους, τη ζεστασιά τους, την καλοσύνη και την εξυπνάδα τους, για τις σοφές κουβέντες τους, για την αξιοπρέπειά τους και τόσα άλλα.
- Μήπως βιάστηκες, Ζούλιους, να βγάλεις συμπεράσματα; Και πού τους είδες, παιδί μου, εσύ τους Έλληνες, και διαπίστωσες τα ψέματα;
Α, όλα κι όλα! Ο πατέρας, λες κι έπαθε αμνησία, ξεχνούσε την πρώτη γνωριμία που κάναμε, σήμερα κιόλας, με το συρφετό εκείνο των εμπόρων στην ακτή και μες στη θάλασσα. Ευτυχώς, η μητέρα με είχε καταλάβει κι έσπευσε να δώσει εξηγήσεις στον πατέρα:
- Μιλάει για τους εμπόρους, Κάρολε. Φαίνεται πως του έκαναν κακή εντύπωση.
- Α! Ζούλιους, Ζούλιους… Αυτοί  νομίζεις είναι οι Έλληνες; Αυτοί, παιδί μου, είναι τα «κοράκια των πολέμων». Από τους Έλληνες δεν είδαμε ακόμα τίποτα. Απ’ την πατρίδα τους βλέπουμε μόνο αυτές τις στάχτες και τα ερείπια.
«Τα κοράκια των πολέμων», άλλο πάλι και τούτο. Πρώτη φορά μού μίλαγε ο πατέρας γι’ αυτούς.
Στο καράβι, που γυρίσαμε λίγο πριν νυχτώσει, είχαμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε με τον πατέρα εκτενέστερα για τα… «κοράκια». Τότε μου εξήγησε πως σ’ όλους τους πολέμους, σ’ οποιοδήποτε σημείο της Γης, κάποιοι κινούνται στη σκιά των εμπολέμων με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος. Ο πατέρας μάλιστα τους χώριζε σε κατηγορίες. Στα «μεγάλα κοράκια», που είναι επαγγελματίες αξιωματικοί, τεχνικοί, γιατροί, πράκτορες ξένων δυνάμεων, έμποροι όπλων, καραβοκύρηδες, μεγαλέμποροι και άλλοι πολλοί που τρέχουν στους πολέμους, ακόμα κι έξω, πολύ μακριά από τον τόπο τους. Όχι, βέβαια, επειδή τους συγκινούν τα δίκια των λαών και η σημασία των επαναστάσεων, αλλά γιατί μέσα στο χαλασμό των άλλων αυτοί βρίσκουν την ευκαιρία να πλουτίσουν. Να πάρουν ψηλούς μισθούς και αξιώματα, να κανονίσουν δουλειές, ν’ αγοράσουν φτηνά και να πουλήσουν πολλαπλάσια. Αυτοί φίλοι δεν πιάνονται από κανέναν. Προσφέρουν εκδούλευση και υπηρεσίες σ’ όποιον τους καλοπληρώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου