Απόσπασμα από το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σοουρέλη, "Το δαχτυλίδι του αυτοκράτορα
Το κρύο τσουχτερό ήταν· είχε
σκεπαστεί ως τ’ αυτιά ο Κωνσταντίνος. Ήταν η όμορφη ώρα του πρωινού ύπνου, όταν
άκουσε τις ντουφεκιές. Πέταξε τα στρωσίδια από πάνω του, πάτησε πάνω στο Μιχάλη
απ’ τη βιάση του, έτρεξε στο παράθυρο. Βαθύ σκοτάδι έξω, πίσσα, μόλις και
ξέκρινες το άσπρο του χιονιού. Οι ντουφεκιές γίναν πυκνότερες, ζύγωναν. Άκουσε
τον κυρ Λάζαρο να κατεβαίνει τις σκάλες. Κακοντύθηκε ο Κωνσταντίνος, πετάχτηκε
κάτω κι αυτός. Έφτασε τον κυρ Λάζαρο
όταν ξεκρέμαγε τα ντουφέκια του.
- Πάρε κι εσύ, του είπε και του
αεροπέταξε ένα.
Βρέθηκαν στην παγωμένη νύχτα μαζί
με όλους τους Ναουσαίους, μα οι ντουφεκιές είχαν τελειώσει.
- Αδέρφια, ακούστηκε, θαρρείς, σ’ όλη την πολιτεία η βροντερή φωνή του Ζαφειράκη. Αδέρφια, στ’ όνομα της Αγίας Τριάδας, στ’ όνομα της Πατρίδας μας ξεσηκωνόμαστε. Λευτεριά ή θάνατος, αδέρφια μου!!!
Πού βρέθηκαν τόσες φωνές μαζί να
ακουστούν ως πέρα στα βουνά Λευτεριά ή θάνατος! Λευτεριά ή θάνατος! Ήταν τόσες
οι φωνές, που ο Ζαφειράκης πια δεν ακούγεται. Μα από στόμα σε στόμα, όλοι το
μάθανε. «Όλοι με τα γιορτινά στη μεγάλη μας εκκλησιά, στον Αηδημήτρη μας!». Και
το μαντάτο έφτασε τόσο γρήγορα, που σαν γύρισαν πίσω στο σπίτι οι γυναίκες ήταν
έτοιμες. Κυριακοντυμένες, τα κοτσίδια της Ανθούσας ένα γύρο στο κεφάλι. Ανέβηκε
στο δωμάτιο ο Κωνσταντίνος να συγυριστεί, «καθαρά, σου ‘χω στο μπαούλο απάνω» η
μάνα της Ανθούσας του φώναξε, κι όπως ντυνόταν και σκεφτόταν, μια θύμηση σαν
καυτό σίδερο τον έτσουξε, του έφερε ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά. Σήμερα είναι 22
Φεβρουαρίου 1822. Πριν από ένα χρόνο – Θεέ μου, πώς πέρασε κιόλας ένα χρόνος-
σαν σήμερα, σημαδιακιά μέρα, είδε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, τον Πρίγκιπά του, να
περνάει τον Προύθο. Τον θυμάται να στέκεται, να κοιτάζει προς τη Ρωσία, τον
ανθρώπινο δισταγμό του και το περήφανο, αποφασιστικό πάτημά του στην άλλη όχθη,
που αντιπροσώπευε την πατρίδα του.
- Αργείς, ο Μιχάλης δεν μπορούσε
άλλο πια να περιμένει. Κούμπωσε το τελευταίο του κουμπί, κατέβηκε κάτω,
αντάμωσε τον κυρ Λάζαρο, τους γειτόνους. Όλη η Νάουσα τραβούσε για τον Άη
Δημήτρη…
Ο πρωτοσύγκελος έκανε τη
δοξολογία, κι οι αναπνοές είχαν σταματήσει. Όλοι, κι οι ανήμποροι κι οι
γέροντες ήταν πεσμένοι στα γόνατα. Βγήκε από την Ωραία Πύλη ο πρωτοσύγκελος,
κρατούσε στις χούφτες του το δισκοπότηρο. «Μετά φόβου θεού…». Πρώτος ο Ζαφεριάκης,
μετά ο Γάτσος, ο Καρατάσος, τα παλικάρια τους μετά, ένας ένας από πίσω οι
Ναουσαίοι, οι γέροντες, τα παιδιά, έφτασε η σειρά του Κωνσταντίνου. «Τον δούλο
του Θεού…», «Κωνσταντίνο» ψιθύρισε, άνοιξε το στόμα του, με λαχτάρα δέχτηκε τη
θεία Κοινωνία. Έκανε τον σταυρό του και άφησε τόπο να κοινωνήσει κι ο Μιχάλης.
Μισοζαλισμένος βγήκε απ’ την εκκλησία, η λειτουργία είχε τελειώσει, η πόλη
άρχισε να πανηγυρίζει. Ήταν λεύτερη. Σήμερα ήταν λεύτερη!
Στον πύργο του Ζαφειράκη είχε
σηκωθεί η σημαία τον ελευθέρων ανθρώπων. Και στα πυργάκια, στα τείχη και στις εφτά
πύλες της Νάουσας, κι εκεί ίδιες σημαίες σηκώθηκαν. Πήγε κοντύτερα ο
Κωνσταντίνος να τις δει. Ο σταυρός στην μια μεριά και η φράση «Ἐν τούτῳ νίκα» και απ’ την άλλη μεριά ο φοίνικας με την επιγραφή «Μάχου ὑπέρ
Πίστεως καί Πατρίδος». Θε μου, πόσο έμοιαζε με τη σημαία των Ιερολοχιτών!
Ένιωθε την ανάγκη να βρεθεί μόνος, να συγκεντρωθεί, να μπορέσει να στείλει ένα
μήνυμα, έναν χαιρετισμό στον Πρίγκιπά του, που ποιος ξέρει τώρα σε ποια φυλακή
θα βρίσκεται. Άκουσε τον Ζαφειράκη να μιλάει στους Ναουσαίους, πήρε τ’ αυτί του
πως επιτροπή συστήθηκε από τέσσερις, άκουσε ζητωκραυγές. Προχωρούσε σιγά.
Μια-μια μπροστά του ξαναζούσαν οι ώρες, οι μέρες της Μολδοβλαχιάς. Τα νταούλια
πήγαν να τον ξαναφέρουν στη γη, είδε πως χορό στήσαν οι άντρες και οι γυναίκες
τραγουδούσαν και χτυπούσαν τα χέρια του στο ρυθμό του χασάπικου.
«Πού είναι ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας που όριζε την οικουμένη όλη»
Θεέ μου, αυτό το τραγούδαγε κι η
μάνα του, η Σοφία. Τώρα θυμάται, πως του έλεγε, πως είναι Μακεδονίτικο. Τον κυνηγάν
χίλιες θύμησες, το Παρίσι, ο Αλέξανδρος, ο Πρίγκιπας, ο νεκρός Δημήτριος
Σούτσος, το γράμμα το έστειλε στους δικούς του. «Ευρίσκομαι επί κεφαλής
ελευθέρων ανθρώπων, οι οποίοι δεν με φορτώνουν με ματαίους τίτλους, οι οποίοι
μου δίδουν το γλυκύ του αδελφού όνομα…». Ζει κι ο Κωνσταντίνος ανάμεσα σε
ελεύθερους ανθρώπους. Γιατί απ’ τη στιγμή που έπαψαν να νιώθουν σκλάβοι, οι
Έλληνες είναι κιόλας ελεύθεροι.
- Αλέξανδρε, αδελφέ μου, δεν
είσαι κοντά μου να δεις την Πατρίδα, να δεις τους δικούς μας ανθρώπους.
Είχε φτάσει στο ποτάμι, στην
Αραπίτσα, και το ποτάμι ήταν φουσκωμένο, αγριεμένο κι έτρεχε με βουητό ν’
ανταμώσει τη θάλασσα, τη μάνα του…
- Λοιπόν παλικάρι, με ζήτησες;
- Ναι, καπετάνιο.
- Και σαν τι θες ελόγου σου από
μένα;
- Να με πάρεις μαζί σου.
Ο Ζαφειράκης καθότανε στο μαλακό
ντιβάνι και με μισόκλειστα μάτια μέτραγε τον Κωνσταντίνο.
- Ντόπιος δεν είσαι. Μου ‘πε ο
κυρ Λάζαρος πως είσαι Ιερολοχίτης. Μα δύσκολες ώρες περνάει η πατρίδα μας,
δυσκολότερες ώρες μας περιμένουν. Πρέπει να ξέρω ένα ένα τα παλικάρια μου. Σημάδι έχεις, πως είναι αλήθεια ό, τι μας είπες;
- Έχω, σοβαρά απάντησε ο
Κωνσταντίνος.
- Ποιο; Και τι το κρύβεις; Δε θα ‘χαμε
τόσην ώρα κουβεντιάσει λόγια του ανέμου.
Ο Κωνσταντίνος, αμίλητος, άνοιξε
το δισάκι του και με χέρια που έτρεμαν, στα τυφλά έψαξε και έβγαλε το πανί.
- Η σημαία των Ιερολοχιτών! είπε
με βραχνιασμένη φωνή.
Ορθώθηκε ο Ζαφειράκης, έκανε δύο
βήματα μπροστά, έπιασε με δέος την σημαία. Δεν τόλμησε να τη χαϊδέψει, όπως το ‘θελε,
μα απόμεινε να την κοιτάζει. Πρόσεξε πως η άκρη της είχε ξεραμένο αίμα.
- Σκοτώθηκε ο σημαιοφόρος,
εξήγησε ο Κωνσταντίνος.
Ψημένος ο καπετάνιος, είχαν δει
κι είχαν δει τα μάτια του, είχε σηκώσει κι αν δεν είχε σηκώσει πίκρες η καρδιά του,
είχε πιεί φαρμάκια, μα τέτοιο φαρμάκι, τέτοια πίκρα τον συγκλόνισε. Σα
βαλανιδιά χτυπημένη από αστροπελέκι, έγειρε, τρίκλισε και έπιασε κι ασπάστηκε
το αίμα. Έκανε ώρα να συνέλθει. Κι όταν γύρισε και μίλησε στον Κωνσταντίνο,
ήταν πέτρινο κι αδάκρυτο το πρόσωπό του.
- Ξέρεις, παιδί μου, ποια είναι η
κατάσταση εδώ; Απάντηση δεν περίμενε και συνέχισε. Είχαμε στείλει κάποιον,
Σάλας τ’ όνομά του, μ’ ένα καράβι, να πάει στα Ψαρά, να πάρει κανόνια, μα δεν
πρόκειται να ‘ρθει. Στείλαμε στην Πελοπόννησο γράμματα να μας βοηθήσουν. Μα
εκεί έχουν την Τριπολιτσά να πάρουν, έχουν δικές τους αγωνίες, λίγος ο στρατός,
πολλοί κάτω οι Τούρκοι, δεν περισσεύουν άντρες να μας στείλουν. Για λεφτά ούτε
λόγος να γίνεται, δεν υπάρχουν, είναι χειρότερα εκεί κάτω από μας. Οι
οπλαρχηγοί του Ολύμπου μας στείλανε μαντάτο πως, μη περιμένουμε να μας βοηθήσουνε,
γιατί κι αυτοί τώρα πολεμάνε. Μακριά είμαστε απ’ τη θάλασσα, είμαστε
αποκομμένοι από την άλλη Ελλάδα, που επαναστάτησε, με χιλιάδες Τούρκικο στρατό
στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Μα είμαστε ένα κορμί οι Έλληνες. Και δεν μπορούμε
να μη ζητήσουμε κι εμείς τη λευτεριά μας, όταν ολόκληρο κορμί την αποζητάει.
Δεν ξέρω αν κατάφερα να σου δείξω
πεντακάθαρη την κατάσταση. Το δικό μας ξεσήκωμα έχει το χαρακτήρα της αυτοθυσίας,
είμαστε σαν εκείνους τους τριακόσιους τους παλιούς τους Σπαρτιάτες, ξέρεις. Δεν
είχανε ελπίδα να νικήσουνε, δεν είχανε ψεύτικα όνειρα πως θα διώχνανε τον
Πέρση. Ίσως ανόητους να τους φαντάστηκαν μερικοί. Μα είναι λίγοι αυτοί, που
έτσι τους φαντάστηκαν. Οι Σπαρτιάτες το ‘ξεραν πως θα νικιόντουσαν, πως θα
πεθαίνανε και στάθηκαν εκεί και πολέμησαν .
Ξέρεις, είπε ο Ζαφειράκης σκεφτικά,
είμαστε ένας λαός περίεργος. Από τη στόφα που υφαίνονται τα όνειρα είμαστε. Δεν
είναι λίγο να ξέρεις πως θα νικηθείς και να πλένεσαι, να στεφανώνεσαι και να
τραβάς να πολεμήσεις! Είμαστε νοικοκυραίοι, χορευταράδες, καλοφαγάδες αν θες,
την αγαπάμε τη ζωή. Τι λέω την αγαπάμε! Τη λατρεύουμε τη ζωή. Και όλα αυτά στο
λεφτό τα πετάμε για να είμαστε λεύτεροι.
Είσαι πιο νέος, μα άκου με εμένα,
που έφαγα τη ζωή με το κουτάλι. Απ’ όλες τις ανθρώπινες δυνάμεις, οι δυνάμεις της
ψυχής είναι αυτές που φέρνουν αποτέλεσμα. Κι εμείς έχουμε μια δύναμη, που
ξεκινάει απ’ το πνεύμα μας και μας κάνει στο τέλος, να νικούμε. Γιατί, κι αυτό
κομπόδεσέ το στο μυαλό σου, θα νικήσουμε στο τέλος, έστω κι αν λίγοι θα δούμε
αυτή τη νίκη.
Ο Ζαφειράκης έκοψε βόλτες με τα
χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη. Και χωρίς να φοβάται τα λόγια συνέχισε.
- Το λοιπόν, ακόμα ζητάς να
μείνεις εδώ να πολεμήσεις μαζί μας;
- Τώρα το ζητώ περισσότερο από
πριν. Σταθερή ήρθε η απάντηση. Κρυφοκαμάρωσε ο Ζαφειράκης, μα δεν το έδειξε.
- Καλά, είπε, Πήγαινε και θα σε
ειδοποιήσω. Άσε μόνο τη σημαία, να καταφέρω να την στείλω κάπου, να φυλαχτεί.
Θα ‘ρθουν χρόνοι, που θα προσκυνιέται τούτη η σημαία. Της έριξε μια τελευταία
ματιά ο Κωνσταντίνος, την αποχαιρέτησε. Πήγαινε να φύγει, όταν είδε πλατιά την
παλάμη του καπετάνιου να του προσφέρεται.
- Καλή τύχη να 'χουμε ή καλό βόλι, όπως λέμε εμείς εδώ. Σφίξαν τα χέρια και χώρισαν...
- Καλή τύχη να 'χουμε ή καλό βόλι, όπως λέμε εμείς εδώ. Σφίξαν τα χέρια και χώρισαν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου