Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Πώς γεννήθηκε η οικογένεια τραγουδιστών Τραπ

Απόσπασμα από το βιβλίο της Μαρία φον Τραπ, "Η μελωδία της ευτυχίας", διασκευή: Γ. Μπόρας, εκδόσεις Ατραπός



Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ζάμπλουτοι μεγιστάνες να χάσουν μέσα σε λίγες στιγμές όλη τους την περιουσία. Όταν διαβάζεις γι’ αυτές τις «απώλειες» στα μυθιστορήματα ή τις παρακολουθείς να ζωντανεύουν σε μια θεατρική σκηνή, τις βρίσκεις πολύ δραματικές. Όμως, όταν τις ζεις εσύ ο ίδιος, είναι μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Η φωνή που ανακοίνωσε την πτώχευση της τράπεζάς μας, έκλεισε οριστικά ένα πολύ άνετο και όμορφο κεφάλαιο της ζωής μας: το κεφάλαιο «πλούσιοι».

Η τράπεζα στην οποία είχαμε τις καταθέσεις μας ανήκε σε κάποια κυρία Λάμερ. Την ίδια περίπου εποχή, ο Χίτλερ και οι Ναζί του, στην άλλη μεριά των συνόρων, είχαν αρχίσει να δημιουργούν προβλήματα στη μικρή Αυστρία. Για να την αναγκάσουν να σκύψει το κεφάλι, είχαν απαγορέψει κάθε λογής οικονομικές συναλλαγές μαζί της, κόβοντάς της έτσι τον ομφάλιο λώρο. Αυτό προκάλεσε σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία και πολλοί τραπεζίτες – ανάμεσά τους και η κυρία Λάμερ- άρχισαν ν’ ανησυχούν για το μέλλον. Ο σύζυγός μου γνώριζε την κυρία Λάμερ, την εκτιμούσε πολύ και τη θεωρούσε γενναία και πανέξυπνη γυναίκα. Όταν πληροφορήθηκε πως η τράπεζά της αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, σήκωσε όλα τα κεφάλαιά του-που ήταν απολύτως ασφαλή σε μια εγγλέζικη τράπεζα- και τα κατέθεσε στην τράπεζά της, για να τη σώσει. Ο άμοιρος ο σύζυγός μου δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τις τύψεις.
«Δεν έπρεπε να είχα πάρει τα λεφτά μου από την Αγγλία» θρηνούσε. «Δεν έπρεπε! Αχ, τι θ’ απογίνουν τώρα τα παιδιά μου;»
«Για να σου πω» του είπα μια μέρα «δεν τα πήρες τα λεφτά για να γλεντήσει. Ήθελες να βοηθήσεις κάποιον που αντιμετώπιζε προβλήματα, έτσι δεν είναι; Για ποιο λόγο διαβάζουμε τόσα χρόνια το Ευαγγέλιο; Δε θυμάσαι που λέει πως ό, τι κάνουμε από αγάπη προς Εκείνον θα μας το ανταποδώσει εκατονταπλάσιο σε τούτη τη ζωή και θα εξασφαλίσουμε, επιπλέον, την αιώνια ζωή;»
Εξάλλου, δεν μπορώ να πω ότι πεθαίναμε της πείνας. Έπρεπε όμως ν’ αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Είχαμε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας μας, έμεναν όμως αρκετά για να πληρώνουμε τους απαραίτητους λογαριασμούς και να τα φέρνουμε βόλτα, φτάνει να ζούσαμε απλά. Υπήρχε, ακόμα, μια σεβαστή ακίνητη περιουσία, αρκετά μεγάλης αξίας. Αυτή όμως δεν είχαμε σκοπό να την αγγίξουμε: θα έμενε για ώρα μεγάλης ανάγκης, ώστε να εξασφαλίσουμε το μέλλον των παιδιών. Έπρεπε συνεπώς να προσαρμοστούμε σ’ ένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο: πουλήσαμε το αυτοκίνητο, απολύσαμε έξι από τους οχτώ υπηρέτες – έμειναν μόνο ο μπάτλερ και η μαγείρισσα- κλειδώσαμε τα μεγάλα δωμάτια στο ισόγειο και στο δεύτερο όροφο και εγκατασταθήκαμε όλοι μαζί στον τρίτο, όπου θα τα βγάζαμε πέρα χωρίς καμαριέρα. Ο κακομοίρης ο άντρας μου ένιωθε σαν ζητιάνος. Δεν του έπαιρνες πια λέξη και τον λυπόμουν πολύ όταν το έβλεπα να πηγαινοέρχεται απελπισμένος στο δωμάτιο, πάνω κάτω, μασουλώντας την άκρη του μουστακιού του.
Σαν αν μην έφταναν όλες οι άλλες σκοτούρες του, τον εκνεύριζα από πάνω κι εγώ. Για πολλούς και διάφορους λόγους, δεν μπορούσα να συμμεριστώ την απελπισία του. Από την πρώτη κιόλας στιγμή όταν μάθαμε πως χάσαμε τα λεφτά μας, αισθάνθηκα μια παράξενη προσδοκία. Ένιωσα να φεύγει από πάνω μου ένα βάρος και, μόλο που πάσχιζα σκληρά, δεν μπορούσα να δείχνω αποκαρδιωμένη. Μήπως αισθανόμουν άραγε -αμυδρά- πως άρχιζε το μεγάλο κρεσέντο του τραγουδιού της ζωής μας, που θα συνεχιζόταν από εδώ και πέρα χωρίς διακοπή;
Η «εκατονταπλάσια ανταμοιβή» εμφανίστηκε σχεδόν αμέσως, με την αντίδραση των παιδιών: αδιαφορώντας τελείως για το αν είχαμε αυτοκίνητο ή όχι, προθυμοποιήθηκαν ν’ αναλάβουν νέα καθήκοντα, ευθύνες και υποχρεώσεις, κι όχι μοιρολατρικά και μουτρωμένα, αλλά ανασκουμπώνοντας αποφασιστικά τα μανίκια!
Εκείνη την εποχή, από το σπίτι έλειπε μόνο ο Ρούπερτ, ο μεγαλύτερος. Έμενε στο Ίνσμπρουκ, όπου προετοιμαζόταν για την Ιατρική Σχολή, και τον επισκέφθηκα για να του ανακοινώσω τα δυσάρεστα νέα –πως όχι μόνο κοβόταν το γενναίο χαρτζιλίκι του, αλλά θα έπρεπε να εργαστεί για να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Γύρισα στο σπίτι λάμποντας από ενθουσιασμό.
«Τελικά, Γκέοργκ, είμαστε τυχεροί που χάσαμε τα λεφτά μας! Πώς αλλιώς θα διαπιστώναμε πόσο καλά παιδιά έχουμε;»
Του εξήγησα πως ο Ρούπερτ είχε δεχτεί την καταστροφή με το χαμόγελο –κι αυτό το χαμόγελο του αγοριού κατάφερε επιτέλους να φωτίσει το σκυθρωπό πρόσωπο του πατέρα του. Βλέποντας τον άντρα μου να χαμογελάει περήφανος, μετά από τόσα μερόνυχτα πίκρας, κόντεψα να τρελαθώ απ’ τη χαρά μου. Όμως ακόμα κι η πολλή χαρά πρέπει να μοιράζεται, γιατί αλλιώς καταντάει πόνος. Έτσι, αγκάλιαζα κι έσφιγγα τον καημένο τον άντρα μου με όλη μου τη δύναμη, μέχρι που εκείνος ξεγλίστρησε από τα χέρια μου γελώντας και προσπάθησε να ξαναβρεί την ανάσα του.
«Τι έπαθες, μπορείς να μου πεις; Κάνεις λες και κέρδισες ένα εκατομμύριο δολάρια!»
«Μόνο;» απάντησα. «Μόλις τώρα ανακάλυψα πως δεν ήμασταν πραγματικά πλούσιοι, απλώς είχαμε κατά τύχη πολλά χρήματα. Γι’ αυτό και δε θα γίνουμε ποτέ φτωχοί. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι τώρα που ξέρω πως δεν ανήκουμε σ’ εκείνους που θα δυσκολευτούν πολύ να μπουν στο βασίλειο του Θεού».
Όμως, παρά τον ενθουσιασμό μου, κάτι έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να εξασφαλίσουμε τουλάχιστον τα απαραίτητα. Πώς όμως;
Εκείνες τις μέρες θερίσαμε τους πρώτους καρπούς από την ευλογημένη συνήθεια που είχαμε σπείρει πριν από πολλά χρόνια: να διαβάζουμε το Ευαγγέλιο μαζί με τα παιδιά. Σε κάθε σταυροδρόμι, κάθε δύσκολη στιγμή, εμφανιζόταν μια ρήση που έλεγες πως είχε φτιαχτεί ειδικά για τη συγκεκριμένη περίσταση. «Ό, τι ζητήσετε, αυτό θα λάβετε» είχε πει ο Κύριός μας.
«Ό, τι ζητήσουμε». Αρχίσαμε λοιπόν ν’ αναζητούμε τη σωστή διαφώτιση, τη σωστή καθοδήγηση, κι η απάντηση βρισκόταν πολύ κοντά μας, στο Νόνμπεργκ. Πήγα εκεί και ζήτησα από τις καλόγριες να μας βοηθήσουν σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα.
«Γιατί δε ζητάτε από τον Αρχιεπίσκοπο άδεια να φτιάξετε ένα παρεκκλήσι, όπως κάνουν σε τόσα άλλα κάστρα και σπίτια;» πρότεινε η Αδελφή Ραφαέλα. «Είμαι σίγουρη, μάλιστα, ότι θα στείλει κάποιον ιερέα να μείνει μαζί σας, και μπορείτε να νοικιάζετε τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού σε φοιτητές του Καθολικού Πανεπιστημίου».
Τόσο απλό! Ο καλοσυνάτος Αρχιεπίσκοπος Ιγνάτιος μας έδωσε πρόθυμα την άδεια. Το μεγάλο δωμάτιο του ισογείου, που δεν το χρησιμοποιούσαμε πια, φαινόταν ιδανικό για το σκοπό μας, με τη μεγάλη γωνιακή μπαλκονόπορτα, όπου στήθηκε ο βωμός· τα στασίδια τοποθετήθηκαν στο μήκος των τοίχων, αντικριστά, όπως στα παλιά, γραφικά παρεκκλήσια των μοναστηριών. Ο πάστορας της ενορίας μας, μας παραχώρησε τα πιο απαραίτητα άμφια και σκεύη. Ένας καθηγητής της Θεολογικής Σχολής αναζητούσε ένα ήσυχο μέρος για να γράψει κάποιο φιλοσοφικό βιβλίο. Ήταν ο πρώτος μας ένοικος κι ανέλαβε να κάνει την πρωινή λειτουργία. Εκείνες τις μέρες, όταν ήμαστε μόνοι, ο άντρας μου, μου έλεγε βιαστικά: «Ναι, είμαστε τυχεροί, και μακαρίζω το Θεό που ήρθαν έτσι τα πράγματα».
Μα πραγματικά, δεν ήμασταν τυχεροί; Πρώτη φορά δεθήκαμε τόσο πολύ ο ένας με τον άλλον, και μόνο τώρα, χάρη στη μεγαλοψυχία του Θεού, είχαμε διακρίνει τις αρετές των παιδιών μας· ούτε ένα μουρμουρητό, ούτε ένα παράπονο… Και ποτέ πριν δεν είχαμε ανάμεσά μας έναν ιερέα ή ένα παρεκκλήσι και τη Θεία Ευχαριστία μέσα στο σπίτι μας. Αυτό πια δεν ήταν τύχη – ήταν ευλογία!
Τώρα δεν ξέρω ποια λέξη να χρησιμοποιήσω· ήταν άραγε αστείο, κωμικό ή αξιοθρήνητο να παρακολουθούμε τις αντιδράσεις των πλούσιων γειτόνων μας; Φαίνεται πως ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να πάθει ένας πλούσιος είναι να υποψιαστεί ότι τον πλησιάζεις για να του ζητήσεις λεφτά. Προβλέποντας έναν τόσο σοβαρό κίνδυνο, πρέπει να τον αποτρέψει με κάθε θυσία. Έτσι, όποτε οι παλιοί μας φίλοι συναντούσαν τον άντρα μου, άρχιζαν να του λένε πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα και πόσο «ζορίζονταν» κι εκείνοι να τα βγάλουν πέρα. Μια μέρα ο Γκέοργκ γύρισε έξαλλος στο σπίτι.
«Αν σου πω τι μου συνέβη, δε θα το πιστέψεις!»
«Άντε πάλι!» σκέφτηκα, βλέποντάς τον να βηματίζει πάνω κάτω, μασουλώντας το μουστάκι του.
«Πρώτα συνάντησα τον Μάξι» (ο Μάξι ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της περιοχής). «Στα καλά καθούμενα, άρχισε να μου εξηγεί πως κι ο ίδιος ο αδερφός του να του ζητούσε δάνειο, δεν θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει. «Δύσκολες εποχές», είπε μιμούμενος τη θλιμμένη φωνή του Μάξι. «Λίγο παρακάτω» συνέχισε «βλέπω τη βαρόνη Κ., που μου λέει σχεδόν απογοητευμένη: «Είδα τα παιδιά σου τις προάλλες και ξαφνιάστηκα –τόσο όμορφα, πρόσχαρα κι ακόμα τόσο καλοντυμένα». Ακόμα, τα’ ακούς; Έτσι μου ‘ρθε…» Σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου: «Μα καλά, τους βάρεσε η τρέλα στο κεφάλι; Και μη μου ξαναπείς πως είμαι τυχερός!»
«Θα σ’ το πω και θα σ’ το λέω συνέχεια» απάντησα κι όπως στεκόταν αντίκρυ μου, έσκυψα και τον φίλησα στο στόμα. «Και ξέρεις γιατί; Επειδή είσαι πολύ τυχερός. Ακόμα κι αν ξόδευες όλα τα πλούτη του κόσμου, δε θα κατάφερνες να μάθεις ποιοι είναι οι πραγματικοί σου φίλοι – τώρα όμως, ξέρεις».
Στο σημείο αυτό γελάσαμε – κι άμα γελάσεις μια φορά, ο θυμός σου εξατμίζεται.
Ένα χρόνο αργότερα, το σπίτι μας ήταν γεμάτο κόσμο, νεαρούς καθηγητές και σπουδαστές της Σχολής. Πρώτη φορά διασκεδάζαμε τόσο πολύ και περνούσαμε τόσο όμορφα απογεύματα. Όχι πως βγάζαμε τίποτα σπουδαία λεφτά απ’ τους ενοικιαστές – ωστόσο, ήταν αρκετά για να πληρώνουμε τους λογαριασμούς και να συντηρούμε το μεγάλο σπίτι.
Παλιά, σπάνια θυμάμαι να γελούσαμε τόσο πολύ, να συμμετείχαμε σε τόσο πνευματώδεις συζητήσεις, να συναντούσαμε τόσο ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ο καθηγητής Ντ. , ο πρώτος μας ενοικιαστής, έγινε γρήγορα ένας πολύ αγαπητός και υπέροχος φίλος. Όταν κόντευε να τελειώσει το βιβλίο του, ήρθε να τον επισκεφθεί ο εκδότης του, κι έμεινε μετά για ένα φλιτζάνι τσάι στη βιβλιοθήκη, όπου τα κούτσουρα τριζοβολούσαν στο τζάκι. Ήταν μια άθλια παγερή μέρα το Νοέμβρη, κι ήταν η πρώτη επίσκεψη από τις πολλές που θ’ ακολουθούσαν. Ο Όττο Μίλερ, ο νεαρός εκδότης, μπήκε γρήγορα στον κατάλογο των πιο στενών φίλων μας, και πολύ σύντομα όσοι συγγραφείς, επιστήμονες και καθηγητές έρχονταν να τον επισκεφθούν, κατέληγαν στο σπίτι μας. Καταλαβαίνετε πόσο  πιο όμορφη και πλούσια έγινε η ζωή μας – ιδιαίτερα η ζωή των παιδιών, που βρίσκονταν πάνω στην ανάπτυξη. Κάτι τέτοιες βραδιές δεν μπορούσα να μην κοιτάζω θριαμβευτικά τον άντρα μου ο οποίος, για να μην ακούσει τη φοβερή λέξη «τυχερός», έπιανε καθησυχαστικά το χέρι μου και μουρμούριζε: «Καταλαβαίνω τι εννοείς».
Όλον αυτόν τον καιρό δεν σταματήσαμε στιγμή να τραγουδάμε και να φτιάχνουμε όλοι μαζί μουσική, προς μεγάλη ευχαρίστηση των καλεσμένων μας. Το παρεκκλήσι μας ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για να τραγουδάμε πιο σοβαρά απ’ ό, τι στο παρελθόν.
Το Πάσχα του 1933, ο καθηγητής Ντ. Έπρεπε να κάνει ένα ταξίδι και παρακάλεσε κάποιο φίλο του ιερέα να έρθει να λειτουργήσει στη θέση του. Όταν τελείωσε η πρωινή λειτουργία, ο πάτερ Βάσνερ, ο νεαρός ιερέας, είπε: «Πραγματικά, τραγουδήσατε πολύ όμορφα σήμερα το πρωί, αλλά…» και μας εξήγησε, με λίγα λόγια, μερικά πολύ σημαντικά πράγματα – κι εκεί, στο τραπέζι του πρωινού, μας έβαλε να επαναλάβουμε ένα τροπάριο, διευθύνοντάς μας από εκεί που καθόταν. Κανένας μας δεν ήξερε τότε πόσο τυχεροί ήμασταν:
Έτσι γεννήθηκαν οι ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΡΑΠ.

Τα ξένα κλασικά παιδικά βιβλία στην μικρή και μεγάλη οθόνη (Β΄)





Συνεχίζοντας το αφιέρωμα στα ξένα κλασικά παιδικά βιβλία θα κάνουμε την πρώτη μας στάση στην «Άννα των αγρών» της Λούσυ Μοντ Μοντγκόμερυ. Το βιβλίο γνώρισε πολλές τηλεοπτικές μεταφορές με πιο γνωστές εκείνες του 1956 και 1985. Η εντεκάχρονη 'Aννα Σίρλεϊ δεν είχε γνωρίσει ποτέ ένα πραγματικό σπιτικό. Από τότε που πέθαναν οι γονείς της, όταν ήταν τριών μηνών, ζούσε πότε σε θετές οικογένειες και πότε σε ορφανοτροφείο. Όταν την έστειλαν λοιπόν να μείνει στη φάρμα Γκριν Γκέιμπλς, πίστεψε πως βρήκε τελικά ένα σπιτικό. Αλλά το τελευταίο πράγμα που περίμεναν ήταν ένα ζωηρό κοριτσάκι με ατίθασο χαρακτήρα. Κι έτσι η 'Aννα δεν ήταν καθόλου σίγουρη πως θέλουν να την κρατήσουν. Το μόνο που ήθελε πάντα ήταν να ανήκει κάπου. Θα πραγματοποιηθούν άραγε τα όνειρά της; 


«Το μικρό σπίτι στο λιβάδι», η σειρά βιβλίων της Λόρα Ίνγκαλς-Γουάιλντερ, μεταφέρθηκε στην τηλεόραση την δεκαετία του 1970 και μεταδιδόταν επί σχεδόν μία δεκαετία. Αγαπήθηκε πολύ ανά τον κόσμο ενώ την παραγωγή της είχε αναλάβει ο ηθοποιός Μάικλ Λάντον , ένας από τους πρωταγωνιστές της σειράς όπου έπαιζε το ρόλο του πατέρα. :Η σειρά διηγείται τη ζωή της οικογένειας Ιngalls και των μελών της, μια ζωή απλή, φτωχή αλλά ευτυχισμένη και γεμάτη. H οικογένεια αποτελείται από 5 μέλη: τους γονείς, Τζο (που το πρωτότυπο όνομα, χωρίς μεταγλώττιση είναι Charles) και Καρολάιν, και τα 3 τους κορίτσια, Λώρα, Μαίρη και Κάρρυ. Πολλά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και πολλές και διαφορετικές οι καταστάσεις που υπάρχουν στην καθημερινότητά τους... καταστάσεις, από τις πιο απλές, όπως το σχολείο και οι παρέες, μέχρι και πιο σοβαρές, όπως οι αρρώστιες και ο θάνατος θίγονται στη σειρά.


«Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο της σοκολάτας» του Ρόαλντ Νταλ έγινε δύο φορές ταινία από τα χολιγουντιανά στούντιο, το 1971 και το 2005. Στην εκδοχή του 2005 πρωταγωνίστησε ο Τζόνυ Ντεπ. Πέντε παιδιά –και μονάχα πέντε– πήραν την άδεια να επισκεφτούν το εργοστάσιο σοκολάτας του κυρίου Βόνκα. Τα πέντε αυτά τυχερά παιδιά θα έβλεπαν όλα τα μυστηριώδη μηχανήματα του εργοστασίου απ’ όπου έβγαιναν τα πιο θαυμαστά ζαχαρωτά όλου του κόσμου. Τι συμβαίνει όμως όταν συναντούν τον διάσημο κύριο Βόνκα; Τι συμβαίνει όταν περνάνε τη μεγάλη πύλη του εργοστασίου; Τι συμβαίνει όταν βλέπουν για πρώτη φορά τους παράξενους εργάτες που μιλούν μόνο με στίχους και που οι μικροσκοπικές σκιές τους διαγράφονται στα παράθυρα του εργοστασίου; Και... τι συμβαίνει όταν ένα από τα παιδιά παρακούσει τις εντολές του κυρίου Βόνκα;


Ένα από τα πιο αγαπημένα μιούζικαλ όλων των εποχών είναι «Η μελωδία της ευτυχίας» που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο της Μαρία φον Τραπ. Τα παιδιά που έπαιξαν το 1965 στην ταινία εξακολουθούν να συναντιούνται κάθε χρόνο στην Αυστρία όπου έγιναν τα γυρίσματα. Στην Αυστρία του 1930, η Μαρία (Τζούλι Άντριους), μια νεαρή και γεμάτη ζωντάνια κοπέλα έχει αποσυρθεί από τα εγκόσμια και βρίσκεται σε μοναστήρι όπου φιλοδοξεί να γίνει μοναχή. Το ανήσυχό της πνεύμα όμως δε φαίνεται να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της μοναχικής ζωής. Όταν ο πλοίαρχος Γκεόργκ φον Τραπ (Κρίστοφερ Πλάμερ) γράφει στο μοναστήρι ζητώντας να του παρέχει μια από τις μοναχές ως γκουβερνάντα για τα 7 του άτακτα παιδιά, η μητέρα ηγουμένη (Πέγκι Γουντ) αποφασίζει να στείλει τη Μαρία για να αναλάβει τη δουλειά, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τη βοηθήσει να βρει το δρόμο της. Η σύζυγος του πλοιάρχου φον Τραπ έχει πεθάνει κι ο πλοίαρχος λείπει συχνά σε ταξίδι κι όταν βρίσκεται στο σπίτι συμπεριφέρεται στα παιδιά του όπως ακριβώς συμπεριφέρεται και στο πλήρωμα των πλοίων στα οποία δουλεύει. Τα ανυπάκουα παιδιά του πλοιάρχου έχουν καταφέρει να διώξουν τις προηγούμενες γκουβερνάντες που είχε προσλάβει ο πατέρας τους. Η υποδοχή που λαμβάνει η Μαρία όταν φτάνει στην οικία φον Τραπ είναι εχθρική, καθώς τα παιδιά σκαρφίζονται μια σειρά από τεχνάσματα για να την τρέψουν σε φυγή. Όμως η υπομονετική και γλυκιά Μαρία δεν το βάζει κάτω και καταφέρνει να κερδίσει τη συμπάθεια των παιδιών. Όταν ο πλοίαρχος επιστρέφει από ένα από τα ταξίδια του έχοντας στο πλάι του τη Βαρώνη Έλσα Σρέντερ , την οποία ανακοινώνει ότι πρόκειται να παντρευτεί. Μετά την είδηση του επερχόμενου γάμου μεταξύ του πλοιάρχου και της Βαρώνης, η Μαρία διαπιστώνει ότι είναι ερωτευμένη μαζί του. Προκειμένου να αποδεσμευτεί από το πάθος που κρύβει για τον πλοίαρχο η Μαρία επιστρέφει στο μοναστήρι, τότε όμως κι ο πλοίαρχος διαπιστώνει ότι είναι ερωτευμένος μαζί της.


«Η γέφυρα για την Τεραμπίθια» της Κάθριν Πάτερσον μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2007. Η ταινία έκανε ρεκόρ εισιτηρίων το πρώτο σαββατοκύριακο προβολής της. Ευγενικό παιδί, ο Τζες εμφανίζει μια στωικότητα ενήλικου. Διέξοδός του, ο άδολος έρωτας – θαυμασμός που νιώθει για τη δασκάλα της μουσικής. Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν στην τάξη
 του εμφανίζεται μια καινούργια συμμαθήτρια, η Λέσλι. Η Λέσλι είναι κόρη διανοουμένων (συγγραφέων), είναι έξυπνη, αθλητικότατη και διαθέτει οργιώδη φαντασία. Η οικογένειά της εγκαθίσταται δίπλα στο σπίτι του Τζες και τα πράγματα έρχονται έτσι ώστε, παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις, οι δυο τους να γίνουν πραγματικοί φίλοι. Bλέπουν ένα σχοινί να κρέμεται πάνω από ένα ποταμάκι. Αυτό θα είναι το «κλειδί» για να περάσουν απέναντι, στην άλλη πλευρά, σε μια μαγική χώρα με το όνομα Τεραμπίθια. Μια χώρα όπου οι δυο τους είναι βασιλιάδες, όπου καλούνται να αντιμετωπίσουν παράξενα πλάσματα, όπου τίποτε δεν είναι αυτό που φαίνεται. Η ζωή του Τζες αλλάζει προς το (πολύ) καλύτερο. Θα περάσουν αξέχαστες στιγμές μέχρι τη μέρα που ένα τραγικό γεγονός θα έρθει να ανατρέψει τον κόσμο τους. Η Λέσλι πήγε να περάσει το ποτάμι και το σκοινί κόπηκε και χτύπησε σε μια πέτρα στο κεφάλι και πέθανε. Ο Τζές στεναχωρήθηκε πολύ και αποφάσισε να φτιάξει μια γέφυρα που θα οδηγούσε στην Τεραμπίθια για την μικρή του αδερφή.


Μία πολύ πρόσφατη ταινία βασισμένη σε εφηβικό βιβλίο είναι οι «Χάρτινες πόλεις» του Τζον Γκριν. Πρόκειται για ένα βιβλίο και ταινία που δικαιώνουν τους αθόρυβους έφηβους ήρωες.
Στις «Χάρτινες Πόλεις» οι ήρωές μας είναι ο Κουέντιν και η Μάργκο, δύο γειτονόπουλα στην ήσυχη πόλη του Ορλάντο της Φλόριντα, που κάνουν παρέα από μικρά παιδιά, κόβοντας βόλτες με τα ποδήλατά τους, με την Μάργκο να είναι πιο δραστήριο και ερευνητικό πνεύμα από τον φιλήσυχο Κουέντιν. Ως τελειόφοιτοι πλέον στην τελευταία τάξη του λυκείου, ο Κουέντιν είναι ο συμβατικός καλός μαθητής, χωρίς απουσίες και με τους καλούς βαθμούς που θα τον οδηγήσουν στο πανεπιστήμιο, ενώ η Μάργκο είναι η όμορφη δημοφιλής τελειόφοιτη, εξίσου έξυπνη αλλά και ιδιαίτερα εκκεντρική. Όταν ένα βράδυ η Μάργκο θα εμφανιστεί στο παράθυρο του Κουέντιν και θα του ζητήσει μια χάρη, να την συνοδέψει σε μία ακόμη νυχτερινή της περιπέτεια –το αγόρι της την απατά με την καλύτερή της φίλη και κάποιος πρέπει να τους δώσει ένα καλό μάθημα–, ο κρυφά ερωτευμένος μαζί της συμμαθητής της νομίζει πως οι σχέσεις τους μπορεί να αναθερμανθούν. Όμως η νυχτερινή μύηση που του επιφυλάσσει η όμορφη Μάργκο κρύβει περισσότερες εσωτερικές ανακατατάξεις απ’ ό,τι ο ίδιος νομίζει.
Δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν όλα τα βιβλία που έγιναν ταινίες ή σειρές σε ένα αφιέρωμα. Ωστόσο δεν παύουν να αποτελούν ένδειξη της γοητείας που εξακολουθεί να ασκεί η λογοτεχνία στην εποχή της εικόνας που ζούμε και την ανάγκη των παιδιών να δουν τους αγαπημένους τους χάρτινες ήρωες να ζωντανεύουν στην οθόνη

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Στα πανιά!

Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρατή Μυριβήλη "Ο Αργοναύτης" εκδόσεις της Εστίας



 

Όπως το πρόβλεπε για τον καιρό ο καπετάνιος, έτσι κι έγινε.
  Η θάλασσα, που ήτανε μπονάτσα* απ’ την ώρα που βράδιασε χνούδιασε ανάλαφρα από ένα ψιλό αγεράκι, εκειδά κατά τις δυο. Το φεγγάρι, που μόλις έπιανε να παίρνει πίσω, φώτιζε ακόμα πλούσια τα γαληνεμένα νερά. Και σαν άρχισε να φυσά ψιλός λεβάντες,* θάμπωσε μακριά το φωτερό καθρέφτη της θάλασσας. Αυτή η σκούρα γραμμή ολοένα και κόντευε. Τότε πάνω στη «Φανερωμένη» κουνήθηκαν τρεις ίσκιοι. Ο καπετάνιος δίνει ένα κοντοσύλλαβο όρντινο,* κι αμέσως ο μπαρμπα-Λιάς αρχίζει να βιράρει* τη μικρή χειροκίνητη μπόμπα* της πλώρης. Ακούγεται η αλυσίδα που τυλίγεται. Ανεβαίνει μ’ ένα χαρούμενο χαρχάλεμα* η άγκυρα της μπρατσέρας.* Ο Πετρής είναι έξω, στο μώλο. Βγήκε με την «Αργώ» να λύσει το πλωριό παλαμάρι.
  Την ώρα που κάνει σκυφτός αυτή τη δουλειά, νιώθει ένα χέρι ν’ ακουμπά στον ώμο του. Σηκώνει το κεφάλι και βλέπει από πάνω του τον Αντρέα.
  – Καλώς μου τον, λέει, χωρίς να πάψει τη δουλειά του. Καλά έκανες κι ήρθες. Θα λυπόμουνα αλήθεια να φεύγαμε χωρίς να σε ξαναδώ, Αντρέα.
  Σηκώνεται και του δίνει το χέρι.
  – Γεια σου, το λοιπόν! Σε καμιά δεκαπενταριά μέρες το πολύ θα είμαστε πίσω και θα τα ξαναπούμε…
  Ο Αντρέας, χωρίς να πάρει το χέρι που του απλώνει ο φίλος του, κατεβαίνει όμορφα όμορφα μέσα στην «Αργώ», έτσι που είναι, φορτωμένος το γυλιό και το φουσκωμένο σακί του.
  – Έλα, έμπαινε, λέει του Πετρή που στέκεται και τόνε βλέπει σαστισμένος. Έχω να σου πω…
  Από την μπρατσέρα ακούγεται ακόμα ο ρυθμικός κρότος της αλυσίδας που τυλίγεται, και οι μακαράδες* που τραγουδούν κάτ’ από τα σκοινιά στα ξάρτια.
  Ο Πετρής μπαίνει μέσα στη βάρκα και πηγαίνουν στο καράβι μαζεύοντας το παλαμάρι.
  – Τι θα πουν αυτά; ρωτά το καπετανόπαιδο.
  – Τώρα θα σου τα εξηγήσω όλα, λέει ο Αντρέας.
  Ανεβαίνουνε στην μπρατσέρα.
  – Καπετάνιο, λέει ο Αντρέας και βγάζει το σκούφο του, ο πατέρας μου σε παρακαλεί πολύ να με πάρεις μαζί στο ταξίδι τούτο. Θα σας το χρωστά, λέει, μεγάλη χάρη. Κι εγώ… Θα δείτε. Θα είμαι ακόμα ένας μούτσος μαζί με τον Πετρή.
  Ο καπετάν Μπούρας στάθηκε και τους κοίταζε. Ξύνει τα μουστάκια του συλλογισμένος.
  – Καλά… λέει στο τέλος. Μια και μου το γυρεύει ο φίλος μου ο κυρ Θανάσης, δε γίνεται να του χαλάσω το χατίρι. Όμως, ξέρεις, βρε παιδί μου, για να ’μαστε δηλαδή ξηγημένοι, πάνω στο καράβι η ζωή είναι κάπως άβολη. Είναι μέρες που δεν καλοπερνάμε, σα να λέμε, πάνω στη θάλασσα… Ε, δασκαλόπαιδο;
  – Να μη νοιάζεσαι γι’ αυτό, φωνάζει συγκινημένος ο Αντρέας. Θα δεις… Θα δεις πώς θα τα καταφέρω. Έχω κουράγιο εγώ, δεν είν’ έτσι, Πετρή;
  – Α, ναι, όσο γι’ αυτό!…
  Aποσώνει πρόθυμα ο Πετρής.
  – …Και δεν μπορούσε ο βλογημένος ο κυρ Θανάσης να μου το πει καν εχτές! λέει πάλι ο καπετάνιος. Δεν μπορούσε να μου το πει ο βλογημένος; Θα τα κανόνιζα καλύτερα…
  Ο Αντρέας νόμισε πως μιλούσε για τις κουμπάνιες.*
  – Έφερα, λέει, μαζί μου, πολλή γαλέτα και τυρί. Κοιτάτε… Φτάνει για μέρες!
  Του δείχνει το φουσκωμένο γυλιό και ένα σακίδιο στρατιωτικό κρεμασμένο στο πλευρό του, που πάει να σκάσει από το παραγέμισμα.
  Ο καπετάνιος τού χαϊδεύει το κεφάλι.
  – Άιντε! λέει γελώντας. Δεν πιστεύω δα να μην περισσέψει τίποτα και για σένα στο ντουλάπι του καραβιού, ε; Τι λες και συ, μπαρμπα-Λιά;
  Ο μπαρμπα-Λιάς γελά σα να βήχει, γκαχ-γκαχ-γκαχ, και δεν ακούγεται τι λέει. Είναι στις χαρές του τώρα, που λύνουν τέλος πάντων την πρυμάτσα.*
  Ο Αντρέας ξεφορτώνεται στη στιγμή και στρώνεται μονομιάς στη δουλειά. Ανοίγουνε τους φλόκους* ώσπου να βγουν από το λιμάνι. Ο καπετάνιος καθίζει στο τιμόνι.


Την ώρα που το καράβι ξεμπουκάρει από τα φανάρια του λιμανιού, ο Πετρής φωνάζει ξάφνου:
  – Κοίτα!
  Απλώνει το χέρι του πίσω κατά το λιμάνι. Όλοι σηκώνουν το κεφάλι και βλέπουν προς τα κει.
  Αλήθεια, κάποιος κολυμπά κατά πόδι της «Φανερωμένης». Ένα κεφάλι φαίνεται να μαυρολογά μέσα στον ίσκιο των αραγμένων καραβιών. Σα βγήκε στο ξέφωτο του φεγγαριού, ο Αντρέας λέει με συγκίνηση:
  – Είναι ο Κουρτ!
  – Ήρθε να ξεπροβοδίσει… κάνει ο Πετρής.
  Κουνά το χέρι του και φωνάζει:
  – Μπράβο, Κουρτ! Έχε γεια, Κουρτ!
  Το καράβι βγαίνει αργά αργά με προσεχτικές μανούβρες, και το σκυλί ολοένα πλησιάζει. Φαίνεται καθαρά τώρα το ωραίο κεφάλι του. Ακόμα και τα μάτια του είναι γεμάτα χαρά, που βλέπει τα παιδιά στην πρύμη να του μιλούν.
  Το καράβι ωστόσο βγήκε από το λιμάνι, κι ο σκύλος πάντα κολυμπά με κουράγιο πίσω απ’ την πρύμη της «Αργώς». Ο Αντρέας άρχισε ν’ ανησυχεί.
  Σηκώνεται όρθιος, να τον προσέξει ο σκύλος, και του φωνάζει δυνατά:
  – Κουρτ! πήγαινε πίσω γρήγορα! Χτυπά το πόδι στο σανίδι και ξαναπροστάζει:
  – Γρήγορα πίσω!
  Το σκυλί γαβγίζει λυπητερά, παρακαλεστικά μικρά γαβγητά, σταματά για μια στιγμή, διστάζει, και πάλι χύνεται μπρος, να μη χάσει την απόσταση από τη βάρκα.
  – Φύγε πίσω! διατάζει ο Αντρέας θυμωμένος. Φύγε πίσω, λοιπόν!
  Ο Κουρτ κάθε φορά του απαντά μ’ ένα μικρό γαβγητό, μα δεν αλλάζει ρότα.* Το μαύρο κεφάλι του είναι πάντα εκεί, μέσα στα φωτισμένα νερά, πάντα πίσω από τη βάρκα.
  Ο Αντρέας βλέπει τον καπετάνιο που γυρίζει κάπου κάπου το κεφάλι και κοιτάζει το ζο* στη θάλασσα. Συλλογιέται με μεγάλη στενοχώρια την καινούργια ενόχληση, που αυτό το περιστατικό δίνει στον καπετάν Μπούρα. Μαζεύει κομμάτια πέτρες, αποτρίμματα από τις πλάκες, και αρχίζει να πετροβολά το σκυλί, να το κάνει να γυρίσει πίσω. Ολοένα το διώχνει πολύ θυμωμένος. Με φωνές, με χειρονομίες, με τις πέτρες. Ο Κουρτ το χαβά του. Εξακολουθεί να κολυμπά πάντα ηρωικά, κουρασμένος, μα χωρίς να τα βάζει κάτω. Μια από τις πέτρες φαίνεται να τον εβρήκε, γιατί γάβγιξε με πόνο. Η φωνή ήρθε λυπητερή μέσα στη νύχτα.
  Τότε ο Αντρέας άφησε τις πέτρες του να πέσουν στη θάλασσα. Κοίταζε απελπισμένος το ζο. Τα μάτια του βούρκωσαν. Ήξερε αυτός την αφοσίωσή του. Θα κολυμπούσε έτσι ώσπου θα βαστούσαν οι δυνάμεις του. Ο αγέρας θα γιόμιζε τα πανιά της «Φανερωμένης», το καράβι θα ξεμάκραινε, κι ο Κουρτ θα κολυμπούσε πάντα, απελπισμένος και πιστός, πίσω, ολομόναχος μέσα στη νύχτα, μέσα στο κρύο νερό, ώσπου ν’ αποκάμει. Δε θα ’χε πια σε λίγο και τ’ ανάκαρα* να γυρίσει πίσω. Θα πνιγότανε μεσοστρατίς, εκεί μπρος στα μάτια του, και το πρωί θα τον έβγαζε η θάλασσα σε μιαν ακρογιαλιά.
  – Δε φεύγει! είπε απελπισμένος. Τι να κάνω, που δε φεύγει!
  Τότε ακούστηκε η φωνή του καπετάνιου.
  Είπε ήσυχα ήσυχα:
  – Έτσι είν’ αυτά τα ζα. Δεν το ’χει απόφαση να γυρίσει. Μόνο κατεβείτε στη βάρκα και πάρτε τον πριν αμολήσει* και πάει φούντο.
  Τα παιδιά βρέθηκαν στη στιγμή μέσα στην «Αργώ». Με μερικές κουπιές κόντεψαν το σκύλο, τον τράβηξαν από τη θάλασσα και τον ανέβασαν μαζί τους στο καράβι. Ήτανε φανερά κουρασμένος, ανάσανε λαχανιασμένος, με τη γλώσσα μια πιθαμή έξω. Μ’ όλα αυτά, είχε το κουράγιο να κάνει μεγάλα σάλτα, για να τινάξει από πάνω του τα νερά και να δείξει την ευχαρίστησή του.
  Ο Αντρέας ένιωσε την καρδιά του τόσο ξεχειλισμένη από ευγνωμοσύνη…
  Πήγε κοντά στον καπετάνιο, κάθισε χάμου, πλάι, του πήρε το χέρι και το φίλησε.
  – Σας ευχαριστώ από την καρδιά μου, είπε σιγά σιγά. Δε θα ξεχάσω ποτές μου την καλοσύνη σας!
  Ο καπετάν Μπούρας χαμογέλασε καλοσυνάτα.
  – Για ποιο πράμα; ρώτησε. Για το σκύλο τάχα; Μα δε θα τ’ αφήναμε να πνιγεί, ε;
  Ένιωσε πάνω στο κακοπέτσουρο* χέρι του τα ζεστά δάκρυα του παιδιού. Ανεσήκωσε με τ’ ανάστροφο της παλάμης το σαγόνι του Αντρέα, κοίταξε με απορία το πρόσωπό του στο φεγγάρι. Τόνε μάλωσε μισά αστεία μισά σοβαρά.
  – Μα στάσου! είπε. Εσύ κλαις, θαρρώ! Τ’ είν’ αυτά, Αντρέα! Οι γυναίκες κλαίνε, γιε μου. Εσύ τώρα είσαι θαλασσινός. Κι αυτά τα κλάματα είναι στεριανά, ε;
  – Έχεις δίκιο, καπετάνιο… ευχαριστώ!
  Σηκώνεται και τρέχει να δώσει ένα χέρι στις μανούβρες.
  Ο Κουρτ τρέχει κι αυτός από τον ένα στον άλλο, κουνά την ουρά του. Θέλει να πει:
  – Εμένα δε με θέλετε να κάνω τίποτα; Μα τίποτα;
  Ο μπαρμπα-Λιάς ανεσκαλώνει* κι ανάβει τα φανάρια. Πράσινο στα δεξιά. Κόκκινο στα ζερβιά. Ακόμα, ένα στο πλωριό το άρμπουρο,* λευκό, κι άλλο ένα λευκό, στην πρύμη.
  Όλα αυτά είναι πολύ όμορφα. Ο Αντρέας βρίσκει πως μοιάζουνε με γιορτιάτικη φωταψία. Ο Κουρτ κοιτάζει κι αυτός. Πηγαίνει στην πλώρη, στο τσιμπούκι,* βλέπει το φεγγάρι, βλέπει τα φωτισμένα νερά. Γαβγίζει χαρούμενα μέσα στην όμορφη νύχτα. Η «Φανερωμένη» βγήκε από το λιμάνι σα μέσα από μιαν αγκαλιά. Τότες παίρνει βόλτα αργά αργά. Ανοίγει σα μεγάλη άσπρη φτερούγα και το πλωριό πανί. Το λιμάνι ολοένα και μακραίνει. Οι αχτές σβηούνται, παίρνουν ένα αβέβαιο χρώμα, οι γραμμές θαμπώνουν.
  Την ώρα κείνη ίσα ίσα ακούγεται αντίκρυ, από τη στεριά ψηλά, ένα σάλπισμα. Χτυπά το εγερτήριο. Οι γρήγορες και δυνατές νότες αντιχτυπούνε στα μουράγια* και στα κλειστά σπίτια της μικρής πολιτείας, σα να ’ναι κι οι ίδιες χάλκινες. Κατόπι μια σουβλερή σφυριξιά:
  – Φφφχίουου!
  Ο Αντρέας νιώθει την καρδιά του να κλοτσά δυνατά μέσα στο στήθος του. Κάτι σφίγγεται μέσα του. Η σάλπιγγα κι η σφυρίχτρα σα να βάρεσαν μέσα στο στήθος του. Δαγκάνει τ’ αχείλι του και στηλώνει τ’ αυτί μακριά, προς τη στεριά, ν’ ακούσει ακόμα. Το σάλπισμα. Τη σφυρίχτρα…
  Τίποτα.
  Τραβάει τον Πετρή απ’ το μανίκι.
  – Άκου! του λέει σιγά.
  – Είναι η μάζωξη στο σκολειό για την εκδρομή, κάνει με αδιαφορία ο Πετρής.
  – Ναι! κουνά κι ο Αντρέας το κεφάλι μέσα στο σκοτάδι. Είναι για την εκδρομή…
  Και δε λέει άλλο.
  Η όμορφη πολιτεία, κάτασπρη από τον ασβέστη, πάει, χάθηκε κιόλας με την πρώτη βόλτα. Η μπρατσέρα είναι πια ανοιγμένη στο πέλαγο. Ο αγέρας δεν είναι πρίμος* βέβαια. Ανεβαίνοντας, τον έχει στη δεξιά μάσκα* της πλώρης. Και ταξιδεύει με βόλτες. Μεγάλες, αργές, ωραίες βόλτες, καλλιγραφημένες πάνω στα κατάφωτα νερά από το ’πιδέξιο κυβέρνημα του καπετάν Μπούρα. Κι η «Αργώ», η χαριτωμένη φελούκα, ακολουθά δεμένη στην πρύμη, χαρούμενη, παιγνιδιάρα και πεταχτή σα μια μεγάλη νεροπεταλούδα.
  Το φεγγάρι λαμποκοπά στ’ άλμπουρα, στους μπρούντζους και στα ξάρτια. Γεμίζει και την «Αργώ». Ασημένια πουλιά ανοίγουν και κλείνουν γρήγορα τις πλατιές φτερούγες των πάνω στο κύμα. Αστράφτουνε μια και χάνουνται.
  Όλα είναι εξαίσια.
  Ο ουρανός. Το φεγγάρι. Οι στεριές. Τα νησάκια. Η θάλασσα! Η θάλασσα!
  Ο Αντρέας αισθάνεται σα να ’ναι μεθυσμένος από όλα αυτά. Στέκεται όρθιος στην πλώρη, κρατημένος από τα ξάρτια. Η καρδιά του χτυπά… χτυπά… Πάει να σπάσει. Αναπνέει δυνατά τον αρμυρόν αγέρα, που έρχεται δροσερός σαν το κρύο νερό. Να ’τανε το στήθος του φαρδύ σαν τα μεγάλα πανιά της «Φανερωμένης», να τον ρουφήξει όλον αυτόν τον αγέρα, να τον δεχτεί μέσα του έτσι χορταστικά, να φουσκώσει το στήθος του όπως τον δέχουνται τα πανιά και φουσκώνουν!
  Κάθε φορά που ακούει τον καπετάνιο να προστάζει καινούργια μανούβρα, πετάγεται και βοηθά τον Πετρή, γεμάτος καρδιά. Ο καπετάν Μπούρας απορεί με την ’πιδεξοσύνη του. Κατόπι τα δυο παιδιά ξαπλώνουνται μαζί, πλάι πλάι, στην πλώρη, που ανεβοκατεβαίνει με ρυθμό και κόβει το κύμα, χραστ! χρουστ!
  Ξαπλώνει κοντά τους κι ο Κουρτ, απλώνει τα μπροστινά πόδια του και ακουμπά πάνω στην κεφάλα του, όπως βλέπει τα παιδιά ν’ ακουμπάνε το σαγόνι στα κουλουριασμένα μπράτσα τους.


* η μπονάτσα: καλοσύνη, γαλήνη.
* ο λεβάντες: ανατολικός άνεμος.
* το όρντινο: διαταγή.
* βιράρω: τραβώ με βαρούλκο.
* η μπόμπα: μεγάλο μετάλλινο καρούλι του καραβιού.
* χαρχάλεμα: θόρυβος.
* η μπρατσέρα: είδος καϊκιού.
* ο μακαράς: καρούλι της τροχαλίας.
* η κουμπάνια: τα εφόδια.
* η πρυμάτσα: το παλαμάρι της πρύμης.
* ο φλόκος: πανί του καραβιού.
* η ρότα: πορεία.
* το ζο: ζώο.
* ανάκαρα: κουράγιο, δύναμη.
* αμολάρω: αφήνω.
* κακοπέτσουρο: με ζαρωμένη επιδερμίδα.
* ανεσκαλώνω: σκαρφαλώνω.
* το άρμπουρο και άλμπουρο: κατάρτι.
* το τσιμπούκι: η άκρη του καταρτιού της πλώρης.
* το μουράγιο: ο μόλος.
* πρίμος: ευνοϊκός.
* η μάσκα: η πλευρά του καραβιού.

Τα ελληνικά παιδικά βιβλία στην μικρή και μεγάλη οθόνη-Παράρτημα



Τέσσερα ακόμη ελληνικά παιδικά βιβλία που έγιναν τηλεοπτικές σειρές έρχονται να προστεθούν στο αφιέρωμά μας,
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το μοναδικό παιδικό βιβλίο του Στρατή Μυριβήλη, "Ο Αργοναύτης" γίνεται τηλεοπτική σειρά. Αποτελείται από 10 επεισόδια, το σενάριο και σκηνοθεσία ανήκουν στον Μάνθο Σαντοριναίο ενώ την μουσική συνέθεσε ο Πάνος Γκέκας. Σ' ένα ψαροχώρι ζει ο Αντρέας με την οικογένειά του. Ο Αντρέας είναι ένα 10άχρονο παιδί με μεγάλη αγάπη για την θάλασσα και την ελληνική μυθολογία. Αντί να παίζει με τους συμμαθητές του προτιμάει να περνάει την ώρα του στο καφενείο του πατέρα του την «Καλή καρδιά». Εκεί μαζεύονται οι ναυτικοί του χωριού και διηγούνται θαλασσινές ιστορίες. Το καφενείο φαίνεται στα μάτια του Αντρέα σαν καράβι που αρμενίζει και οι διηγήσεις των ναυτικών τον κάνουν να θέλει κι αυτός να γίνει θαλασσινός. Όμως, η μητέρα του, από φόβο μήπως έχει την τύχη του πατέρα της, που πνίγηκε, του απαγορεύει να έχει οποιαδήποτε επαφή με τη θάλασσα. Έτσι, δεν του μένει παρά να ονειρεύεται ότι ταξιδεύει σαν άλλος Ιάσονας με την Αργώ του, ψάχνοντας για την φανταστική Κολχίδα.


 Επίσης τν δεακαετία του 80 τηλεοπτική σειρά γίνεται το βιβλίο της Σοφίας Φίλντιση, "Ασήμαντα". Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρεται: "Ασήμαντα είπα -λεω- όσα από τα παιδικά μου χρόνια έρχονται στο μυαλό μου ξανά και ξανά τις νύχτες που έχω κι εγώ ανάγκη από παραμύθια αληθινά... Ασήμαντα είπα 'το ψέμα', 'το σκαμνί μου', 'τα δυο πουλιά'... Λέξεις κι αντικείμενα μικρά... Τα παράπονα, οι φόβοι, 'οι ανταρσίες', τα ψέματα των παιδιών που μένουν αφανέρωτα για χρόνια... Εικόνες μικρές που μεγάλωσαν μαζί μου, μα που έχουν -λεω- την ηλικία του κόσμου... Όμως αλήθειες θα σου πουν. 'Θα σου το μαρτυρήσει και ο Χριστός στο φυλάκιο'."


Στη μικρή οθόνη έχει μεταφερθεί και το βιβλίο της Ελένης Σαραντίτη, "Αχ, οι φίλοι μου..."  . Αποτελούνταν από 10 επεισόδια και έκανε πρεμιέρα στις 15 Οκτωβρίου 1982 στην ΥΕΝΕΔ. Το σενάριο και η σκηνοθεσία ήταν του Δημήτρη Δημογεροντάκη. Δύο παρέες παιδιών από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, η πρώτη από πλουσιόπαιδα αστικών οικογενειών και η δεύτερη από ορφανά που δουλεύουν σε ένα μανάβικο, γνωρίζονται στο πάρκο και γίνονται αχώριστοι φίλοι, παρά τις ανιτδράσεις των γονιών τους.


Το βιβλία τηςΛείας Χατζοπούλου-Καραβία,  «Ρίκη, ένα παραμύθι για τυφλοπόντικες κάθε ηλικίας» μεταφέρθηκε στην τηλεόραση με κούκλες ως ήρωες στα τέλη της δεκαετίας του '80 σε 24 επεισόδια. Το ζεύγος Τάλπα είναι αξιοπρεπείς τυφλοπόντικες: καλοί σκαφτιάδες λαγουμιών, κοντόθωροι, αντικοινωνικοί, καβγατζήδες, σωστά καμάρια του γένους τους. Από τα τρία μικρά τους, ο Μολ και ο Μουλ είναι αντάξιοι των γονιών τους. Η Ρίκι όμως έχει γεννηθεί με ελαττώματα. Βλέπει καθαρά με τα μεγάλα μάτια της, κι αυτό είναι αναπηρία για έναν τυφλοπόντικα. Είναι μικροσκοπική, ισχνή, σχεδόν "θνησιγενής" - λιγόφαγη, γιατί δεν εννοεί να καταβροχθίσει τα ζωάκια που της φέρνει ο στοργικός πατέρας της. Θέλει να τους πιάσει κουβέντα, πασχίζοντας να καταλάβει την ομιλία τους. Έτσι καταφέρνει να μάθει σαλιγκαρικά, βατραχικά κι άλλες ξένες γλώσσες. Είναι φιλική ακόμα και με τους εχθρούς της, όπως η κουκουβάγια και η αλεπού. Τέλος, διαλέγει ταίρι άλλου γένους, το χορτοφάγο, κοινωνικό ποντικό του δάσους Σιλβάτικο, κι ας νιώθουν φρίκη οι γονείς για το μεικτό ζευγάρωμα.


Στο βιβλίο της Ανθούλας Αθανασιάδου "Η αδελφή της αδελφής της αδελφής μου" έγινε τηλεοπτική σειρά το 2005 στο ιδιωτικό κανάλι Alpha. Το σενάριο ήταν της συγγραφέως και η σκηνοθεσία του Στράτου Μαρκίδη. Προβλήθηκε σε 20 επεισόδια των 45 λεπτών. Πρωταγωνίστριες είναι τρία κορίτσια που τα ενώνει ένας παράξενος δεσμός: ο μπαμπάς των δύο έχει παντρευτεί τη μαμά της τρίτης και έχουν αποκτήσει μαζί άλλη μία κόρη. Είναι, λοιπόν, και οι τρεις αδερφές της αδερφής τους χωρίς, όμως, να έχουν τους ίδιους γονείς. Έχουν μεγαλώσει μαζί, έχουν κοινές αναμνήσεις, κοινούς συγγενείς και κοινά προβλήματα. Η Δάφνη και η Νεφέλη είναι ακόμη μαθήτριες Λυκείου, ενώ η μεγαλύτερη αδερφή της Νεφέλης, η Μοίρα, είναι πρωτοετής φοιτήτρια κοινωνικών επιστημών. Βρίσκονται, δηλαδή, σ' εκείνη την ευαίσθητη ηλικιακή καμπή, όπου ένας έφηβος ετοιμάζεται να βγει στη ζωή, να αλλάξει συνήθειες, να αποφασίσει σε ποια κατεύθυνση θα στραφεί και να αρχίσει να στηρίζεται περισσότερο στον εαυτό του. Καθώς οι πρωταγωνίστριες μεγαλώνουν και περνούν από την εφηβεία στην ενηλικίωση, οι γονείς τους περνούν κι εκείνοι την κρίση της μέσης ηλικίας. Η ζωή όλων δεν είναι μόνο δυσκολίες και κρίσεις. Είναι και έρωτες και νέες φιλίες, μια διαρκής περιπέτεια σχέσεων ερωτικών, αδερφικών, φιλικών, κοινωνικών και επαγγελματικών.


Δυστυχώς δεν βρήκαμε τελικά άλλη παιδική ταινία βασισμένη σε βιβλίο.
πρινή Λίβα, Γιολάντα Πέτσου και πολλά μικρά παιδιά …Δυο παρέες παιδιών από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, η πρώτη από πλουσιόπαιδα αστικών οικογενειών και η δεύτερη από ορφανά που δουλεύουν σε ένα μανάβικο, γνωρίζονται στο πάρκο και γίνονται αχώριστοι φίλοι, παρά τις αντιδράσεις των γονιών τους…

Today Deal $50 Off : https://goo.gl/efW8Ef
Αχ!...αυτοί οι φίλοι μου Διασκευή του βιβλίου της Ελένης Σαραντίνη Παναγιώτου Παιδική σειρά 10 επεισοδίων διάρκειας 30 λεπτών Πρεμιέρα στην ΥΕΝΕΔ τη Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 1982 Παραγωγή της Ελένης Κοντραφούρη Σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Δημογεροντάκη Ηθοποιοί Βασίλης Τσάγκλος, Λαμπρινή Λίβα, Γιολάντα Πέτσου και πολλά μικρά παιδιά …Δυο παρέες παιδιών από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, η πρώτη από πλουσιόπαιδα αστικών οικογενειών και η δεύτερη από ορφανά που δουλεύουν σε ένα μανάβικο, γνωρίζονται στο πάρκο και γίνονται αχώριστοι φίλοι, παρά τις αντιδράσεις των γονιών τους…

Today Deal $50 Off : https://goo.gl/efW8Ef
Αχ!...αυτοί οι φίλοι μου Διασκευή του βιβλίου της Ελένης Σαραντίνη Παναγιώτου Παιδική σειρά 10 επεισοδίων διάρκειας 30 λεπτών Πρεμιέρα στην ΥΕΝΕΔ τη Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 1982 Παραγωγή της Ελένης Κοντραφούρη Σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Δημογεροντάκη Ηθοποιοί Βασίλης Τσάγκλος, Λαμπρινή Λίβα, Γιολάντα Πέτσου και πολλά μικρά παιδιά …Δυο παρέες παιδιών από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, η πρώτη από πλουσιόπαιδα αστικών οικογενειών και η δεύτερη από ορφανά που δουλεύουν σε ένα μανάβικο, γνωρίζονται στο πάρκο και γίνονται αχώριστοι φίλοι, παρά τις αντιδράσεις των γονιών τους…

Today Deal $50 Off : https://goo.gl/efW8Ef

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Άλκης Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας (απόσπασμα), εκδόσεις Μεταίχμιο


Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια
Την Κυριακή, το χειμώνα, είναι η πιο βαρετή μέρα. Από το πρωί, η Μυρτώ κι εγώ παίζουμε, τσακωνόμαστε, διαβάζουμε κανένα βιβλίο, αλλά το απόγευμα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τί να κάνουμε.
Τα απογεύματα μένουμε στο σπίτι μόνες με τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι ο διευθυντής του μπαμπά στην τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδερφή του παππού, πάει επίσκεψη στις φίλες της, κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια, έχει έξοδο. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του και διαβάζει τους «αρχαίους» του. Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα Αρχαία Ελληνικά. Πηγαίνουμε τότε στην τζαμωτή βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες πάνω τους, μοιάζουν με δάκρυα. Τότε φτιάχνουμε με τη Μυρτώ τις πιο λυπητερές ιστορίες. Τάχα πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός κι από τον Δαβίδ Κόπερφιλντ. Ή πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος, κι εμείς, ντυμένες με κουρέλια, γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε ψωμί, από πόρτα σε πόρτα.
Αυτή όμως την Κυριακή βαριόμασταν όλα τα παραμύθια και τα παιχνίδια μας.
— Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι; — είπα, και το μετάνιωσα αμέσως, πριν καλά καλά τελειώσω τη φράση μου.
— Σα δε ντρέπεσαι! Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου — απάντησε θυμωμένα η Μυρτώ.
Για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα, κάτω, στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγείται. Ο Νίκος σπουδάζει στην Αθήνα χημικός. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνουμε μαζί στην εξοχή, στο Λαμαγάρι. Ξέρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει.
Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήταν έρημος. Ήταν σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ, ΒΟΥ, ΓΑ, ΔΕ, ΚΕ, ΖΩ, ΝΗ… Ήταν ο παππούς. Όταν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. Μετά ο παππούς ήρθε στη τζαμωτή, μας πήρε στην τραπεζαρία και μας έδωσε να φάμε καρύδια με μέλι. Όταν η Μυρτώ ζήτησε και τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς είπε:
— Μυρτώ, τί προτιμάς; Κι άλλα καρύδια ή να σου διηγηθώ ένα μύθο;
— Φυσικά, καρύδια — απάντησε εκείνη. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται.
Ο παππούς μας δεν μοιάζει με τους παππούδες των άλλων παιδιών. Είναι ψηλός, περπατάει κρατώντας ένα καλάμι και δεν καμπουριάζει καθόλου. Όλοι στο νησί τον λένε «Ο ΣΟΦΟΣ». Ξέρει όλον τον Όμηρο απέξω. Ποτέ δεν μας λέει παραμύθια για δράκους και βασιλιάδες, παρά μας διηγείται μύθους για τους αρχαίους θεούς και ήρωες.
— Λοιπόν, θα σας πω ένα μύθο, είπε ο παππούς κι άρχισε την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου.
…Ο Ίκαρος, με τα φτερά που του έφτιαξε ο πατέρας του, ο Δαίδαλος, άρχισε να πετά σαν πουλί. Μα πέταξε πολύ ψηλά, σχεδόν κοντά στον ήλιο, κι έλιωσε το κερί που μ' αυτό ήταν κολλημένα τα φτερά του. Έτσι έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Γι' αυτό το πέλαγος, όπου έπεσε, λέγεται Ικάριον…
Μέσα στο Ικάριο πέλαγος είναι το νησί μας. Τί μικρό που φαίνεται πάνω στην υδρόγειο! Σα μια μικρή τελεία. Πέρα τ' άλλα νησιά, κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κι οι άλλες χώρες, απέραντες ... Τί όμορφα που θα ’ναι να πετάς! Να ’ναι, ας πούμε, μια βαρετή Κυριακή κι εσύ να λες: δε βάζω τα φτερά μου, να πεταχτώ, μια στιγμή, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα ή στην Αφρική, να δω αν τα Γιαπωνεζάκια, τα Κινεζάκια και τα Αραπάκια περνούνε κι αυτά βαρετές Κυριακές; Αν παίζουν κι αυτά κουτσό, σκοινάκι, πεντόβολα;
— Μπορεί στ’ αλήθεια, παππού, να πετάξει καμιά φορά ο άνθρωπος; — ρώτησα.
— Σαχλαμάρες! — είπε η Μυρτώ.
— Μπορεί. Αν περάσουν πενήντα, ίσως εκατό χρόνια, μπορεί να γίνει κι αυτό. Τώρα έχουμε Γενάρη του 1936, μπορεί ώς το Γενάρη του 1986 οι άνθρωποι να πετάνε κοντά στον ήλιο, χωρίς όμως να ξεκολλάνε τα φτερά τους.
— Ούουου, ώς τότε τί να το κάνουμε; — λέει η Μυρτώ. Εμείς θα είμαστε γριές κι έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούμε να πετάμε.
Ο παππούς τη μάλωσε πως είναι εγωίστρια. Αν σκέφτονταν όλοι έτσι, δεν θα ’χε γίνει καμία ανακάλυψη στον κόσμο. Οι επιστήμονες δεν θα κουράζονταν να βρουν τούτο ή εκείνο, αφού, ώσπου να τελειοποιηθεί η εφεύρεσή τους, αυτοί θα έχουν πεθάνει.
— Αλλά οι επιστήμονες, κυρία Μυρτώ, σκέφτονται την ανθρωπότητα κι όχι τον εαυτό τους. Οι ίδιοι μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά το όνομά τους μένει αθάνατο.
— Θα 'θελα να γίνω εφευρέτης, λέει η Μυρτώ.
— Αν οι... εφευρέτες ξέρανε την προπαίδεια όπως εσύ, της είπε ο παππούς, δεν θα γινόταν καμιά εφεύρεση στον κόσμο.
Δεν φανταζόμασταν ότι θα τέλειωνε τόσο άσχημα αυτή η Κυριακή. Ο παππούς άρχισε να ρωτάει τη Μυρτώ το 7x7 κι εκείνη όλο τα μπέρδευε. Επέμενε μάλιστα πως 7x8 κάνει 46 κι ο παππούς θύμωσε.
— Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά, δεν θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε.
Εγώ πηγαίνω στη Δευτέρα κι η Μυρτώ στην Τετάρτη. Δεν πηγαίνουμε όμως σχολείο, μας κάνει ο παππούς μάθημα στο σπίτι. Κάθε χρόνο δίνουμε εξετάσεις, σαν διδαχθείσες κατ’ οίκον και περνούμε τις τάξεις. Σε δημόσιο σχολείο δεν θέλουν να μας στείλουν, γιατί εκεί, λέει ο παππούς, έχει τόσα παιδιά σε κάθε τάξη, που μπορεί να περάσει μισός χρόνος και να μη σε σηκώσουν για μάθημα. Είναι και το ιδιωτικό σχολείο του κυρίου Καρανάση στη γειτονιά μας, μα αυτό, λέει ο μπαμπάς, δεν είναι «για το βαλάντιό μας».
Όταν πέσαμε πια στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, άρχισε η Μυρτώ να λέει πως εγώ έφταιγα που τη μάλωσε ο παππούς για την προπαίδεια, γιατί ρώτησα αν θα μπορέσει στ' αλήθεια να πετάξει ο άνθρωπος. Πού να ξέρω εγώ ότι, για να πετάξει ο άνθρωπος, χρειάζεται κανείς να ξέρει απέξω κι ανακατωτά την προπαίδεια;
Μπορούσε, όμως, ποτέ Κυριακάτικα να πάνε όλα καλά; Αν πηγαίναμε σχολείο, θα μας άρεσε η Κυριακή, που θα μέναμε στο σπίτι. Ενώ τώρα…
— Αχ, να πηγαίναμε σχολείο… λέω δυνατά, αλλά η Μυρτώ κάνει πως δεν ακούει. Τότε είπα ακόμα πιο δυνατά:
— ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
— ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη κάτω από τα σκεπάσματα.
Αυτά δεν ήταν βυζαντινά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυο μας την καταλαβαίναμε. ΕΥ-ΠΟ, θα πει πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠΟ, πολύ λυπημένη. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω γιατί, τις Κυριακές, σχεδόν πάντα, απαντούσαμε ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ.
Να 'χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα όλα τα παιδιά του κόσμου: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;

Τα ελληνικά κλασικά παιδικά βιβλία στην μικρή και μεγάλη οθόνη (Β΄)






Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας θα σταθούμε στην τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος της Άλκης Ζέη, «Το καπλάνι της βιτρίνας», το 1990 σε 10 επεισόδια των 28 λεπτών σε σενάριο και σκηνοθεσία του Πέτρου Λύκα. ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ; είναι η συνθηματική ερώτηση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους η Μέλια και η Μυρτώ λίγο πριν κοιμηθούν. Δυο μικρές αδερφές που ζουν σ’ ένα νησί του Αιγαίου το 1936 ακούνε τον παππού τους να τους μιλάει ώρες ατέλειωτες για τους «αρχαίους» του, ανυπομονούν να ανταμώσουν με τους φίλους και τις φίλες τους από τα τσαρδάκια σαν έρχεται το καλοκαίρι, μα πάνω απ’ όλα τρελαίνονται με τις μαγικές ιστορίες του καπλανιού που τους διηγείται ο ξάδερφός τους ο Νίκος, φοιτητής από την Αθήνα. Το καπλάνι –όπως το λένε στο νησί–, ένας βαλσαμωμένος τίγρης, που βρίσκεται κλειδωμένο μέσα στη βιτρίνα της μεγάλης σάλας του σπιτιού, πότε κοιτάει με το γαλάζιο και πότε με το μαύρο του μάτι, ανάλογα με τη διάθεσή του. Τι συμβαίνει μια ζεστή μέρα του Αυγούστου που αναστατώνει τη ζωή των κοριτσιών και των δικών τους; Ποιος θέλει να βλάψει το καπλάνι;


Μία αξιοζήλευτη θέση στην ιστορία των τηλεοπτικών μεταφορών παιδικών βιβλίων κατέχει η «Φρουτοπία» του Ευγένιου Τριβιζά σε 3 κύκλους και 48 επεισόδια συνολικά. Ξεκίνησε να μεταδίδεται στις 8 Νοεμβρίου 1985 και ολοκληρώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1989.  Το σενάριο ήταν του Ευγένιου Τριβιζά και η σκηνοθεσία των Φαίδωνα Σοφιανού , Ήβης Σοφιανού , Πέτρου Δεδεγιάννη , Νίνου Ελματζιόγλου. Η υπόθεση του 3ου κύκλου επεισοδίων της σειράς δεν ολοκληρώθηκε. Η ξαφνική εξαφάνιση του Μανώλη του μανάβη σπέρνει τον πανικό μεταξύ των μανάβηδων της χώρας οι οποίοι τρέπονται σε μαζική φυγή φοβούμενοι της ίδιας τύχης, ακολουθούμενοι από τους ανθρώπους. Το γεγονός σημαίνει την έναρξη μιας νέας εποχής για τα φρούτα και τα λαχανικά που παραμένουν στην Φρουτοπία, τα οποία κυρήττουν την ανεξαρτησία τους, εκλέγουν τους δικούς τους εκπροσώπους σε διάφορα αξιώματα και αποφασίζουν την απαγόρευση εισόδου στην χώρα για όλους τους μανάβηδες, δίνοντας έτσι τέλος στην υποδούλωση. Ο μοναδικός άνθρωπος στην Φρουτοπία είναι ο "δαιμόνιος δημοσιογράφος" Πίκος Απίκος, ο οποίος καλείται να ερευνήσει το μυστήριο της εξαφάνισης του Μανώλη του μανάβη, ως απεσταλμένος της εφημερίδας Τρέχα Γύρευε.


Ένα μάτσο εφημερίδες, φτηνά υφάσματα και λίγη κόλα συνέθεσαν τα παιδικά όνειρα μιας ολόκληρης γενιάς. Ο Μπάρμπα Μυτούσης, ο καλοκάγαθος θείος, ο Κλούβιος και η Σουβλίτσα τα ανιψάκια του συνέδεσαν για δέκα ολόκληρα χρόνια στη τηλεόραση και 45 χρόνια σε όλη την Ελλάδα την αποτελεσματικότερη… απόδραση της πιτσιρικαρίας από τη πραγματικότητα. Ο Μπαρμπα Μυτούσης τα είχε τα χρονάκια του όταν έκανε το τηλεοπτικό του ντεμπούτο στα 1966. Είχε… γεννηθεί την 1η Μαρτίου 1939 από την Ελένη Θεοχάρη Περάκη στην Αθήνα. Μεγάλωσε δύσκολα με Πόλεμο και Κατοχή. Πάντα όμως είχε τη διάθεση να διασκεδάζει τους μικρούς του φίλους. 8-Κουκλοθέατρο ΑθηνώνΤην 1η Νοεμβρίου 1966, ημέρα Τρίτη, ο καλοκάγαθος θείος, η παμπόνηρη Σουβλίτσα και ο αγαθούλης Κλούβιος, τελευταία άφιξη στις παραστάσεις εμπνευσμένος από τις Κλαψωδίες της Αλκης Ζέης, έκαναν την εμφάνισή τους στους ελάχιστους τηλεθεατές που διέθεταν τότε τηλεοπτικές συσκευές. Η εκπομπή αρχικά ήταν 15ήμερη και διαρκούσε 15 λεπτά. Από τον Φεβρουάριο του 1967 όμως έγινε εβδομαδιαία και ημίωρη. Τρεις ηθοποιοί, η Ελένη Κοτσίρη που έγραφε και τα κείμενα, η Επη Πρωτονοτάρου και η Κεούλα Κατσούρη που είχε και τις δημόσιες σχέσεις ήταν ο βασικός πυρήνας. Από κοντά και η σκηνογράφος Ανθούλα Ξανθού – Σταυριανού. Τη μουσική είχε αναλάβει η Ερση Παπαστάμου. Από το 1970 το «Κουκλοθέατρο Αθηνών» απέκτησε και στέγη, εκτός τηλεόρασης. Στο θεατράκι της ΧΕΝ όπου κάθε χειμώνα έδινε παραστάσεις, ενώ το καλοκαίρι γύριζε την περιφέρεια. Η εκπομπή αγαπήθηκε από μικρούς και μεγάλους. Για δέκα ολόκληρα χρόνια είχε σταματήσει το ρολόι του χρόνου. Όλα αυτά τα χρόνια ούτε ο θείος, ούτε τα ανίψια μεγάλωσαν. Την Πρωτοχρονιά του 1976 μεταδόθηκε το τελευταίο επεισόδιο. Την επόμενη Πέμπτη προβλήθηκε μια ξένη παραγωγή, το «Μπράντι Κιντς» κι αμέσως μετά πήραν τη θέση του τα «Ελληνικά παραμύθια», μια σοβαρή προσπάθεια για να αποδοθούν με θεατρικό τρόπο τα λαϊκά παραμύθια.


«Τα δελφινάκια του Αμβρακικού» του Ντίνου Δημόπουλου έγιναν ταινία αρχικά το 1993 και έπειτα τηλεοπτική σειρά το 1995 σε σενάριο και σκηνοθεσία του ίδιου. Η τηλεοπτική σειρά είχε 10 επεισόδια και ξεκίνησε να μεταδίδεται στις 20 Μαΐου 1995 στην ΕΤ1. Σε ένα μικρό επαρχιακό θαλασσοχώρι, εδώ και εξήντα χρόνια, δυο οκτάχρονα παιδιά, ο Πέτρος και η Ανθούλα, ανακαλύπτουν σιγά-σιγά το ανεπανάληπτο θαύμα του κόσμου που τους περιβάλλει. Μιλούν με τα ζώα, κυνηγιούνται με τα πουλιά κι αρθρώνουν τις πρώτες στροφές από το αιώνιο τραγούδι της αγάπης, κι ας μην καταλαβαίνουν ακόμα τα λόγια του. Μα αυτό το θαυμαστό πανηγύρι της ζωής θα σκοτεινιάσει ξαφνικά, όταν τα δυο παιδιά θα βρεθούν μπροστά σε ένα συνομήλικο άρρωστο αγόρι, παρατημένο από τους δικούς του να πεθάνει σε μιαν έρημη καλύβα. Ο Πέτρος και η Ανθούλα πλησιάζουν θαρρετά το άρρωστο παιδί και με την ανεξάντλητη δύναμη της αγάπης γκρεμίζουν τα σύνορα της συμβατικότητας και του φόβου, κι ανοίγουν φωτεινούς δρόμους στη ζωή, αδιανόητους για τους μεγάλους.


Το 1991 μεταφέρεται στην μικρή οθόνη το μυθιστόρημα της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου στο ιδιωτικό κανάλι Mega. Το σενάριο ήταν της Μαργαρίτας Σαμπάνη, η σκηνοθεσία του Άγγελου Κοτσοβού και η παραγωγή του Νίκου Πιλάβιου. Μεταδόθηκε σε 5 επεισόδια των 30 λεπτών.  Ο Ορέστης και η Άννα παντρεύονται και έρχονται να ζήσουν στο καινούριο τους σπίτι. Δε θα μείνουν όμως μόνοι τους. Ο Ορέστης φέρνει μαζί του και τον επτάχρονο γιο του Άρη, τον οποίο μεγαλώνει μόνος του από τότε που η γυναίκα του πέθανε. Η Άννα έχει και αυτή ένα γιο από τον πρώτο της γάμο, τον Φίλιππο, δεκατριών ετών. Η οικογένεια αρχίζει την κοινή της ζωή που δεν είναι καθόλου ρόδινη. Οι φόβοι κα ιοι ανησυχίες της Άννας για τις σχέσεις των δύο παιδιών επιβεβαιώνονται, όταν οι καυγάδες αρχίζουν και επηρεάζουν τη σχέση της με τον Ορέστη. Ο πρώτος εφηβικός έρωτας του Φίλιππου και οι παρεξηγήσεις που συχνά δημιουργούνται ανάμεσα στους δύο τους δυσκολεύουν πολύ τη ζωή της οικογένειας.

 Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Μιχαλακόπουλος μετέφερε στην κρατική τηλεόραση το βιβλίο της Άλκης Ζέη, "Ο ψεύτης παππούς" το 2008. Το σενάριο ήταν των Παναγιώτη Μέντη και Άλκης Ζέη και η σκηνοθεσία των Γιώργου Μιχαλακόπουλου, Νίκου Καβουκίδη, Αγγελικής Γιαννακοπούλου και Μαρίας Δημητριάδου. Μεταδόθηκαν 16 επεισόδια των 45 λεπτών από τις 16 Οκτωβρίου 2009 ως τις 29 Ιανουαρίου 2009.  Πληθωρικός, γεμάτος γνώση ζωής, τόλμη και αισιοδοξία. Ένας παππούς που μετατρέπει σε παραμύθι την καθημερινότητα, την περιπέτεια της ζωής του. Καταφέρνει πάντα να εξάπτει τη φαντασία και να κερδίζει τον θαυμασμό του μικρού εγγονού του. Μετατρέπει σε παραμύθι την οικογενειακή τους ιστορία. Μετατρέπει σε παραμύθι μια βόλτα στο Μοναστηράκι, μια επίσκεψη σ' ένα παλαιοπωλείο στην πλατεία Αβυσηνίας. Μετατρέπει σε παραμύθι ένα ταξίδι στο Παρίσι. Τρέχει με τη φαντασία του πίσω απ' τα νιάτα του Γαλλικού Μάη, χαζεύει τους σύγχρονους κλοσάρ, και τους θεατρίνους του δρόμου στη Μονμάρτρη και στις μεγάλες γέφυρες του Σηκουάνα. Ο "ψεύτης παππούς" πάει όσο πιο μακριά γίνεται την αποκάλυψη των μυστικών και του μυστηρίου που είναι φορτωμένη η ζωή του. Ένα μυστήριο και μυστικά που γίνονται βραχνάς για τον παππού, καθώς όσο μεγαλώνει ο μικρός Αντώνης προσπαθεί να τα ανακαλύψει και να τα κατανοήσει. Για να δεθούν αρμονικά οι ιστορίες του παππού, χρειάζεται η αποκάλυψη της ιστορίας μιας γυναίκας. Η αποκάλυψη που θα φέρει στην οικογένεια τα πάνω κάτω...

«Το ποντικάκι που ήθελε να αγγίξει ένα αστεράκι» του Ευγένιου Τριβιζά έγινε ταινία μικρού μήκους το 2007 διάρκειας 30 λεπτών σε συμπαραγωγή της ΕΡΤ και απέσπασε 4 βραβεία σε διάφορα φεστιβάλ. Ο Τρωκτικούλης, ο ποντικούλης που ζει με τον παππού του σε μια μικρή φωλιά σ’ ένα εξοχικό σπίτι, όποτε αντικρίζει τ’ αστέρια στον ουρανό ονειρεύεται να αγγίξει ένα από αυτά. Για να το καταφέρει σκαρφαλώνει παντού, σε σκουπόξυλα, σε μάντρες και σε καμπαναριά, αλλά μάταια. Όσο ο παππούς του -που ανησυχεί πολύ γι’ αυτόν- προσπαθεί να τον πείσει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον αφού τ’ αστέρια βρίσκονται πολύ μακριά, τόσο η επιθυμία του μικρού Τρωκτικούλη να πραγματοποιήσει το όνειρό του μεγαλώνει. Ώσπου ένα βράδυ Χριστουγέννων βγαίνοντας από την ποντικότρυπά του αντικρίζει ένα υπέρλαμπρο άστρο στην κορυφή ενός στολισμένου χριστουγεννιάτικου δέντρου. Η υλοποίηση του ονείρου του μοιάζει να είναι πολύ κοντά και ο μικρός Τρωκτικούλης ξεκινά με ανυπομονησία την αναρρίχηση στο δέντρο. Ο δρόμος όμως προς την κορυφή του, είναι γεμάτος με πειρασμούς και προκλητικές παγίδες. Μερικά από τα στολίδια του δέντρου που τον παρακολουθούν ολοζώντανα, το στρατιωτάκι, η κουκλίτσα και το ναυτάκι προσπαθούν να του αλλάξουν τα σχέδια και να τον παρασύρουν, κάνοντάς τον συμμέτοχο στα δικά τους. Ο Τρωκτικούλης όμως, απορρίπτει κατηγορηματικά μέρες δόξας και δύναμης που του υπόσχεται το στρατιωτάκι, γλυκιά θαλπωρή σ’ ένα κουκλόσπιτο που του υπόσχεται η όμορφη κουκλίτσα και μυθικά πλούτη που του υπόσχεται το φιλόδοξο ναυτάκι, καθώς είναι αποφασισμένος να πραγματοποιήσει το δικό του όνειρο. Όμως, λίγο πιο πέρα παραμονεύει απειλητική η γάτα του σπιτιού.


Περιμένουμε πολλές νέες οπτικοποιήσεις των παιδικών μας αναμνήσεων!