Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Όχι, ο Αγιοβασίλης δεν φορούσε πάντα κόκκινα!

Απόσπασμα από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, "Το μυστήριο του καλοκαιρινού Άι-Βασίλη", εκδόσεις Πατάκη



Όχι, ο Αγιοβασίλης δεν φορούσε πάντα κόκκινα πριν του βάλει κόκκινη στολή η Κόκα Κόλα! Εκτός αν είναι… καλοκαιρινός!
 - Λοιπόν, κυρίες μου, ακούστε πότε πρωτοφόρεσε κόκκινη στολή ο Αγιοβασίλης, σοβαρεύεται  πραγματικά ο Απελλής. 
    Κάθεται δίπλα τους, σε μια ψηλή καρέκλα, κι αρχίζει να διαβάζει από το βιβλίο που κρατάει:
«Τα ροδοκόκκινα μάγουλα, το πλατύ χαμόγελο, την εικόνα της καλοπέρασης και της αισιοδοξίας την απόκτησε ο Αγιοβασίλης τον 20ο αιώνα. Έτσι τον είχε φανταστεί πρώτος ο αμερικανός σκιτσογράφος Τόμας Ναστ. Αργότερα, το 1931 συγκεκριμένα, η αμερικανική εταιρία αναψυκτικών Κόκα Κόλα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει στη χειμωνιάτικη διαφημιστική της εκστρατεία τον Αγιοβασίλη –τον Σάντα Κλάους, όπως τον αποκαλούν οι Αμερικανοί και οι περισσότεροι Ευρωπαίοι. Ανέθεσε λοιπόν σε άλλο αμερικανό καλλιτέχνη, τον Χάντον Σάνμπλομ, να τον σχεδιάσει. Κι εκείνος αποφάσισε να του φορέσει ρούχα με το χρώμα της Κόκα Κόλα. Έτσι απόκτησε ο Αγιοβασίλης-Σάντα Κλάους το κόκκινο κοστούμι του, το κόκκινο σκουφί, τη μαύρη ζώνη και τις μαύρες μπότες. Όσο για τη μεγάλη του κοιλιά...»
           
- Ο δικός μου δεν έχει καθόλου μεγάλη κοιλιά! πετιέται αμέσως η Νεφέλη, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Κι εμένα δε με νοιάζει καθόλου από πότε φοράει κόκκινα. Με νοιάζει που δε με πιστεύετε, άμα σας λέω πως...
-  Μα, ποιος δικός σου; την κόβει η ΄Ολγα.
- Ο καλοκαιρινός! Δεν τα είπαμε; αποκρίνεται ο Απελλής για λογαριασμό της.
- Δεν καταλαβαίνω τίποτα, σηκώνει τους ώμους η ΄Ολγα.
- Θα καταλάβεις όταν θα σου εξηγήσει η ίδια, τη βεβαιώνει εκείνος και σηκώνεται. Από μένα μάθατε αρκετά σήμερα. ‘Ωρα να φεύγω, με περιμένουν τα παιδιά στο λόφο.
      Αρπάζει από την καρέκλα το σακιδιάκι του, από το πάτωμα την μπάλα...
     - Κι άμα φανεί ο καλοκαιρινός Αγιοβασίλης, πέστε του να μου αφήσει μια καινούρια μπάλα για μπάσκετ, σας παρακαλώ! λέει φεύγοντας και κλείνει πίσω του την εξώπορτα.
     Η ΄Ολγα κατσουφιάζει.
     - Αλήθεια λέει ο Απελλής για τη στολή του Αγιοβασίλη, γιαγιά; ρωτάει η Νεφέλη βουρκωμένη.
     - Αλήθεια, κοριτσάκι μου. Το έχω ακούσει κι εγώ αυτό για τον Σάντα Κλάους, όπως τον λένε οι ξένοι τον Αγιοβασίλη.
     - Και γιατί τον λένε έτσι; θέλει να μάθει η Νεφέλη.
     - Σάντα σημαίνει άγιος, αποκρίνεται η γιαγιά. Και το Κλάους είναι ό,τι απόμεινε από το πραγματικό, το ελληνικό του όνομα Νικόλαος.
     - Ότι «Κλάους» είναι το «Νικόλαος» στα γερμανικά το ξέρω, πετιέται η ΄Ολγα, γιατί της μαθαίνει γερμανικά ο μπαμπάς της, που είναι μισός ΄Ελληνας και μισός Αυστριακός.
     - Μα τι «Νικόλαος»; απορεί η Νεφέλη, Για τον Αγιοβασίλη δε μιλάμε;
     - Εμείς, ναι,  μπορεί να μιλάμε για τον ΄Αγιο Βασίλειο, οι ξένοι όμως τον λένε ‘Αγιο Νικόλαο κι αυτός θεωρούν ότι τους φέρνει τα δώρα την εποχή των Χριστουγέννων, εξηγεί αμέσως η γιαγιά.
     Η Νεφέλη δεν καταλαβαίνει. Πώς γίνεται δηλαδή να έχει δυο ονόματα ο ίδιος άγιος; Κάτι λάθος πρέπει να κάνουν οι μεγάλοι. Μήπως τότε γράφει λάθος και το βιβλίο του Απελλή για τα κόκκινα ρούχα;
     Όπως και να τον λένε πάντως αυτόν που φέρνει τα δώρα, η Νεφέλη για ένα πράγμα είναι σίγουρη: Ότι τον είδε με τα ίδια της τα μάτια να περνάει από το απέναντι πεζοδρόμιο. Κι ας μην είναι Χριστούγεννα. Κι ας είναι Ιούνιος!...
 
 
Από το ιστολόγιο της κ. Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου
 http://lotypetrovits.blogspot.gr/

Η εικόνα του Άη-Βασίλη στην παιδική κουλτούρα της Δύσης



Οι γιορτές των Χριστουγέννων και ειδικότερα της Πρωτοχρονιάς είναι συνδεδεμένες σε Ανατολή και Δύση με την μορφή του Άη-Βασίλη. Ο αγαπημένος άγιος των παιδιών κυριαρχεί στη σκέψη τους για τα δώρα που θα τους φέρει και το ταξίδι με το ιπτάμενό του έλκηθρο ανά τον κόσμο. Μεγάλη εκμετάλλευση υπάρχει όμως και από τον εμπορικό και επιχειρηματικό κόσμο στην ιστορία και την εικόνα του Άη-Βασίλη για τους δικούς τους σκοπούς.
Ας πάρουμε, ωστόσο, τα πράγματα από την αρχή.
Στην ορθόδοξη Ανατολή, όπου περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, η εικόνα του Αγίου Βασιλείου είναι τελείως διαφορετική από εκείνη της Ευρώπης και της Αμερικής. Ο Άγιος Βασίλειος είναι ένας από τους σημαντικότερους αγίους της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας που έζησε και έδρασε τους πρώτους αιώνες που ο χριστιανισμός αναγνωρίστηκε ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαικής Αυτοκρτορίας και μετέπειτα του Βυζαντίου. Γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου το 330 μ. Χ. . Οι γονείς του είναι επίσης Άγιοι της ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο πατέρας του, Βασίλειος, ήταν δάσκαλος ρητορικής στην Καισάρεια. Η μητέρα του, Εμμέλεια, ήταν απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων και ο πατέρας της είχε μαρτυρήσει για την πίστη του. Είχε άλλα οχτώ ή εννέα αδέλφια κάποια από τα οποία αγίασαν όπως ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Ναυκράτιος, η Μακρίνα, ο Πέτρος, επίσκοπος Σεβαστείας.



Ανατράφηκε από την γιαγιά του, Μακρίνα, και μετά το θάνατό της από την αδελφή του που ονομαζόταν επίσης Μακρίνα. Αυτή ήταν που τον επηρέασε αποφαιστικά ώστε αργότερα να στραφεί στο χριστιανισμό.  Έλαβε τη βασική μόρφωση από τον πατέρα του και όταν πέθανε, το 345, πήγε για σπουδές στην Κωνσταντινούπολη κόντα στο φημισμένο δάσκαλο Λιβάνιο. Συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα όπου γνωρίζει τον αδελφικό του φ'ιλο και μετέπειτα άγιο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό. Το 356 επιστρέφει στην Καισάρεια όπου εργάζεται ως δάσκαλος ρητορικής. Το 358, επηρεασμένος ίσως, από το θάνατο του μοναχού αδελφού του Ναυκράτιου βαπτίζεται χριστιανός. Το 360 απογοητευμένος από την αντιμετώπιση της αίρεσης του Άρειου αποσύρεται στη μονή της αδελφής του και ξεκινά την περίφημη αλληλογραφία του με τον Γρηγόριο.
Το 364 μ. Χ. ο επίσκοπος Καισάρειας Ευσέβιος τον χειροτονεί πρεσβύτερο. Ωστόσο η μεγάλη του δραστηριότητα και το μεγάλο του προσωπικό κύρος προκαλούν το φθόνο του Ευσέβιου και ο Γρηγόριος μεσολαβεί για να συμφιλιωθούν. Μετά το θάνατο του Ευσέβιου γίνεται επίσκοπος Καισάρειας και με την πάροδο του χρόνου ολόκληρου του Πόντου. Πρωτοστατεί στην αντιμετώπιση της αίρεσης του αρειανισμού και με την απόσυρση του αγίου Αθανασίου γίνεται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του χριστιανισμού.

Προσωπικό έργο ζωής αποτελεί η Βασιλειάδα., ένα πρότυπο φιλανθρωπικό και κοινωνικό σύστημα. . Εκεί διοχετεύει όλη την ποιμαντική του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ατόμων. Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων. Καθίσταται η μήτρα ομοειδών οργανισμών που δημιουργήθηκαν σε άλλες επισκοπές και στάθηκε η σταθερή υπενθύμιση στους πλουσίους του προνομίου τους να διαθέτουν τον πλούτο τους με έναν αληθινά χριστιανικό τρόπο.
Πεθαίνει την 1η Ιανουαρίου 379 μ. Χ. σε ηλικία μόλις 50 ετών και ο θάνατός του αποτελεί μεγάλη απώλεια για όλο τον κόσμο της Ανατολής. Την ημέρα αυτή τιμά την μνήμη του και η Ορθόδοξη Εκκλησία και μαζί με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό και Ιωάννη Χρυσόστομο ως Τρεις Ιεράρχες και προστάτες της Παιδείας στις 30 Ιανουαρίου.
Στη Δύση τα πράγματα έχουν διαφορετικά.
Αυτός ο συμπαθητικός παχουλός ηλικιωμένος κύριος με την κόκκινη στολή και την γενειάδα που εμείς αποκαλούμε λόγω των συγκυριών Άη-Βασίλη σχετίζεται περισσότερο με τον Άγιο Νικόλαο!  Αυτός είναι ο Σάντα Κλάους των Αγγλων και των Αμερικανών, ο Περ Νοέλ των Γάλλων, ο Βάιναχτσμαν των Γερμανών και πάει λέγοντας. Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε και έζησε τον 4ο αιώνα μ. Χ. στα Μύρα της Λυκίας στη μικρά Ασία. Το 1087 τα οστά του εκλάπησαν και μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Από εκεί η ιστορία του διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη.

Έγινε ο  έγινε προστάτης της Μόσχας και της γεωργίας στη Ρωσία και του Ναυτικού στο Αμστερνταμ της Ολλανδίας, όπου, παρά την απαγόρευση αναγνώρισης αγίων που επέβαλλε ο προτεσταντισμός, επέζησε με το όνομα Σίντερ Κλάας, ο οποίος την ημέρα της εορτής του, στις 6 Δεκεμβρίου, παριστάνεται με ιερατική στολή και επισκοπική ράβδο να μοιράζει δώρα στα παιδιά.
Αυτή είναι μάλλον η πιο καθαρή μορφή του Αγίου Νικολάου που απέμεινε σήμερα, αν και στην Ολλανδία παρουσιάζεται να έχει ως βοηθό του και ένα αγόρι από την Αιθιοπία, τον Μαύρο Πιτ, που η παράδοση θέλει να τον είχε απελευθερώσει ο Σίντερ Κλάας στα Μύρα και ο οποίος από ευγνωμοσύνη έμεινε για πάντα μαζί του ως βοηθός.
Ευρωπαίοι άποικοι, κυρίως Ολλανδοί, μετέφεραν μαζί τους τον μύθο στον Νέο Κόσμο. Μάλιστα στις αρχές του 19ου αιώνα στη Νέα Υόρκη οι Αμερικανοί προσπαθώντας να δημιουργήσουν δικές τους παραδόσεις για τα Χριστούγεννα στρέφονται στον Άγιο Νικόλαο που γιορτάζει λίγο πριν. Το 1810, τη βραδιά της γιορτής του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου, παρουσιάστηκε από τον Ιστορικό Σύλλογο της Νέας Υόρκης η πρώτη αμερικανική εικόνα του Αγίου Νικολάου με έντονες τις αρχικές ορθόδοξες ρίζες της αλλά και με ένα τζάκι πλάι του με δώρα που υπονοεί την επίσκεψή του στα σπίτια. Αναγράφεται ρητά η εορτή του στις 6 Δεκεμβρίου και το πραγματικό ελληνικό όνομα του Αγίου Νικολάου.

Μερικά από τα πιο γνωστά δυτικά έθιμα των Χριστουγέννων, το έλατο και οι κάλτσες που κρεμιούνται στο τζάκι για να τις γεμίσει με δώρα ο Αϊ-Βασίλης, μεταφέρθηκαν από Γερμανούς στις ΗΠΑ, όπου εδραιώθηκαν σε συνδυασμό με τον Ολλανδό Sint-Nicolaas ή Sinter Klaas από όπου προέκυψε το Claus (Klaas και Claus από το Nicholas ή Nicholaus).
Η Coca-Cola άρχισε να χρησιμοποιεί την εικόνα του πρόσχαρου Σάντα Κλάους στις διαφημίσεις της από τη δεκαετία του 1930 εδραιώνοντας την εμφάνισή του στη λαϊκή κουλτούρα.
Από τότε η εικόνα αυτή του Άη-Βαίλη\Άη-Νικόλα έχει εδραιωθεί για τα καλά στη συνείδηση όλων μας. Ειδικότερα όσον αφορά τα παιδιά έχει δημιουργηθεί ένας ολόκληρος μύθος γύρω από τον άγιο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Τα παιδιά πρέπει όλο το χρόνο να είναι φρόνιμα όλο το χρόνο για να του φέρει δώρο ο άγιος. Την παραμονή των Χριστουγέννων ή της Πρωτοχρονιάς και αφού έχει λάβει το γράμμα τους όπου του ζητούν το δώρο της αρεσκείας τους, μπαίνει από την καπνοδόχο και αφού πιει γάλα κι φάει τα μπισκότα που του έχουν αφήσει, αφήνει το δώρο τους και συνεχίζει το ταξίδι ανά την υφήλιο. Κατοικεί στο Βόρειο Πόλο, μάλλον στο χωριό Ροβανιέμι της Φινλανδίας. Κάποιες φορές παρουσιάζεται με σύζυγο, την κ. Άη-Βασίλη.

Εκεί με τoυς βοηθούς του, τα ξωτικά ετοιμάζει όλο το χρόνο τα δώρα που θα μοιράσει στα παιδιά τις γιορτές. Διαβάζει τα γράμματα των παιδιών και ελέγχει το κατάλογο του για να δει αν πράγματι ήταν φρόνιμα και σωστά. Το έλκηθρό του το σέρνουν οι αγαπημένοι του τάρανδοι. Ο αρχηγός τους είναι ο Ρούντολφ με την κόκκινη μύτη που λαμπυρίζει στο σκοτάδι και στην αρχή οι άλλοι τάρανδοι τον κορόιδευαν.
Η εικόνα αυτή του Άη-Βασίλη έχει διαποτίσει βαθιά την παιδική λογοτεχνία, την μουσική και τις ταινίες για παιδιά και κάθε χρόνο στις γιορτές στήνεται μία ολόκληρη βιομηχανία γύρω από αυτό. Ο εμπορικός κόσμος δε, την χρησιμοποιεί κατά κόρον. Στην Ελλάδα τα παιδιά έχουν συνηθίσει να στέκονται κάπου ανάμεσα στις δύο αυτές εικόνες.

Όπως συμπεραίνει κανείς, οι διαφορές ανάμεσα στην εικόνα του Άη-Βασίλη σε Ανατολή και Δύση είναι μεγάλες και θεμελιωδεις. Η Ανατολή επικεντρώνεται στην πνευματική του πλευρά ενώ η Δύση περισσότερο στην ανθρώπινη. Στη Δύση ο μύθος του Άη -Βασίλη είνα ένα πάτσγουορκ από συνονθύλευμα παραδόσεων και στοιχείων ενώ στην Ανατολή στεκόμαστε στην πρωτότυπη ιστορία, όπως έφτασε σε μας. Παρόλ' αυτά δεν έπαψε ποτέ να εκφράζει την ιδιοσυγκρασία και το χαρακτηρα κάθε λαού με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο.

Καλή χρονιά σε όλους και χρόνια πολλά!

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Φώτης Κόντογλου - Το βλογημένο μαντρί

Απόσπασμα από τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ τάξης Γυμνασίου




Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά. Μία χρονιὰ λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μὲ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ μ᾿ ἕνα ταγάρι περασμένο στὸν ὦμο του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ᾿ ἀνοίγανε τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατὶ ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.
Ἀφοῦ βολόδειρε(1) ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, κι ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ χῶρες πολλὲς κι ἀπὸ χιλιάδες χωριὰ καὶ πολιτεῖες, ἔφταξε στὰ ἑλληνικὰ τὰ μέρη, πού ῾ναι φτωχὸς κόσμος. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χωριὰ πρόκρινε τὰ πιὸ φτωχά, καὶ τράβηξε κατὰ κεῖ, ἀνάμεσα στὰ ξερὰ βουνὰ ποὺ βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά(2).


Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιᾶς βογκοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολὺ ἄγρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν ἀκουγότανε, ἐξὸν ἀπὸ κανένα τσακάλι ποὺ γάβγιζε.
Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπάγκιο ποὺ ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ῾να μικρὸ βουνό, κι εἶδε ἕνα μαντρὶ κολλημένο στὰ βράχια. Ἄνοιξε τὴν αὐλόπορτα ποὺ ἤτανε κανωμένη ἀπὸ ἄγρια ρουπάκια(3) καὶ μπῆκε στὴ μάντρα. Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ πιάσανε καὶ γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νὰ τὸν σκίσουνε· μά, σὰν πήγανε κοντά του, σκύψανε τὰ κεφάλια τους καὶ σερνόντανε στὰ ποδάρια του, γλείφανε τὰ χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καὶ κουνούσανε παρακαλεστικὰ τὶς οὐρές τους.
Ὁ Ἅγιος σίμωσε στὸ καλύβι τοῦ τσομπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ ραβδί του καὶ φώναξε:
«Ἐλεῆστε με, χριστιανοί, γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστὸς μᾶς διακόνεψε σὰν ἦρθε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».
Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μὲ μαῦρα γένια· καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸ γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ᾿ ἀρχοντικό μας νὰ ζεσταθεῖς! Καλὴ μέρα καὶ καλὴ χρονιά!».
Αὐτὸς ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.
Μέσα στὴν καλύβα ἔφεγγε μὲ λιγοστὸ φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σὰν εἶδε στὸ φῶς πὼς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνασπάστηκε καὶ τό ῾βαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καὶ τὴ γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, ποὺ κουνοῦσε τὸ μωρό τους μέσα στὴν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε:
«Κόπιασε, παπποῦ, νὰ ξεκουραστεῖς».


Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στὴν πόρτα καὶ βλόγησε τὸ καλύβι κι εἶπε:
«Βλογημένοι νά ῾σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο τὸ σπιτικό σας! Τὰ πρόβατά σας νὰ πληθαίνουν ὡς τοῦ Ἰὼβ μετὰ τὴν πληγὴν καὶ ὡς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζί σας!».
Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι καὶ ξελόχισε(4) ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σὲ μία γωνιὰ τὸ ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τὸ μπαλωμένο τὸ ράσο του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του. Τὸν βάλανε κι ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιά, κι ἡ γυναίκα τοῦ ῾βαλε καὶ μία μαξιλάρα ν᾿ ἀκουμπήσει.
Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κι εἶδε γύρω του καὶ ξανάπε μέσα στὸ στόμα του:
«Βλογημένο νά ῾ναι τοῦτο τὸ καλύβι!».
Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε, γιὰ νὰ φέρει τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο. Ἡ γυναίκα του μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάριξε ξύλα στὴ φωτιά.
Μονομιᾶς φεγγοβόλησε τὸ καλύβι μὲ μίαν ἀλλιώτικη λάμψη καὶ ἐφάνηκε σὰν παλάτι. Τὰ δοκάρια σὰν νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οἱ πυτιὲς(5) ποὺ ἤτανε κρεμασμένες σὰν νὰ γινήκανε χρυσὰ καντήλια, καὶ τὰ τυροβόλια κι οἱ καρδάρες καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, λὲς κι ἤτανε διαμαντοκολλημένα. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὴ φωτιὰ εὐωδιάζανε σὰν μοσκολίβανο καὶ δὲν τρίζανε, ὅπως τρίζανε τὰ ξύλα τῆς φωτιᾶς, παρὰ ψέλνανε σὰν τοὺς ἀγγέλους πού ῾ναι στὸν Παράδεισο.
Ὁ Γιάννης ἤτανε καλὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν ἔφτιαξε ὁ Θεός.
Φτωχὸς ἤτανε, εἶχε λιγοστὰ πρόβατα, μὰ πλούσια καρδιά: «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια!». Ἤτανε αὐτὸς καλός, μὰ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα. Κι ὅποιος τύχαινε νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα τους, ἔτρωγε κι ἔπινε καὶ κοιμότανε. Κι ἂν ἤτανε καὶ πικραμένος, ἔβρισκε παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονὴ τῆς χάρης του, κι ἔδωσε τὴν εὐλογία του.
Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς οἰκουμένης, ἀρχόντοι, δεσποτάδες κι ἐπίσημοι ἀνθρώποι, πλὴν ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν τέτοιον ἄνθρωπο, παρὰ πῆγε στὸ μαντρὶ τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
Σὰν βολέψανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸ γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρὰ ἔχω ἀπόψε ποὺ ἦρθες, ν᾿ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς κανένα γράμμα, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἐκκλησία κοντά μας, μήτε κἂν ῥημοκλήσι. Ἐγὼ ἀγαπῶ πολὺ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας, κι ἂς μὴν τὰ καταλαβαίνω, γιατὶ εἶμαι ξύλο ἀπελέκητο. Μία φορὰ μᾶς ἦρθε ἕνας γέροντας Ἁγιονορίτης καὶ μᾶς ἄφησε τούτη τὴν ἁγιωτικὴ φυλλάδα, κι ἂν λάχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιὰ φορά, τὸν βάζω καὶ τὴ διαβάζει. Ἐγὼ ὅλα ὅλα τὰ γράμματα ποὺ ξέρω εἶναι τρία λόγια ποὺ τά ῾λεγε ἕνας γραμματιζούμενος, ποὺ ἔβγαζε λόγο στὸ χωριό, δυὸ ὧρες ἀπὸ δῶ, κι ἀπὸ τὶς πολλὲς φορὲς ποὺ τά ῾λεγε, τυπωθήκανε στὴ θύμησή μου. Αὐτὸς ὁ γραμματικὸς ἔλεγε καὶ ξανάλεγε: ῾Σκώνιτι οὐ μήτηρ του κι τοὺν ἀνισπάζιτι κι τοῦ λέγ᾿: Τέκνου μου! Τέκνου μου!᾿. Αὐτὰ τὰ γράμματα ξέρω...».


Ἤτανε μεσάνυχτα. Ὁ ἀγέρας βογγοῦσε. Ὁ Ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε ἀπάνου καὶ στάθηκε γυρισμένος κατὰ τὴν ἀνατολὴ κι ἔκανε τὸ σταυρό του τρεῖς φορές. Ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε ἀπὸ τὸ ταγάρι του μία φυλλάδα κι εἶπε:
«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων!».
Ὁ Γιάννης πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του. Ἡ γυναίκα του βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε κι ἐκείνη καὶ στάθηκε κοντὰ στὸν ἄντρα της.
Κι ὁ γέροντας εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», χωρὶς νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τ᾿ ἀπολυτίκιο, ποὺ λέγει : «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἔψελνε γλυκὰ καὶ ταπεινά, κι ὁ Γιάννης κι ἡ Γιάνναινα τὸν ἀκούγανε μὲ κατάνυξη καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους. Κι εἶπε ὁ Ἅγιος Βασίλης τὸν ὄρθρο καὶ τὸν κανόνα τῆς ἑορτῆς «Δεῦτε λαοί, ἄσωμεν», χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του κανόνα «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κι ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κι ἔκανε ἀπόλυση.
Καθίσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα - Μάρκος ὁ Βουβός, ποὺ τὸν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καὶ τὸν βοηθοῦσε.
Καί, σὰν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα κι εἶπε:
«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».
Κι ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κι εἶπε: «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τὸ δεύτερο κι εἶπε: «τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τὸ τρίτο καὶ δὲν εἶπε: «τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλὰ εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου!».
Πετάγεται ὁ Γιάννης καὶ τοῦ λέγει:
«Γέροντα, ξέχασες τὸν Ἅη-Βασίλη!».
Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ἀλήθεια, τὸν ξέχασα!».
Κι ἔκοψε ἕνα κομμάτι κι εἶπε:
«Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!».
Ὕστερα ἔκοψε πολλὰ κομμάτια, καὶ σὲ κάθε ἕνα ποὺ ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Μάρκου τοῦ μογιλάλου(6)», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».
Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στὸν Ἅγιο:
«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιοσύνη σου;».
Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ἔκοψα, εὐλογημένε!».
Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!
Ἔστρωσε ἡ γυναίκα, γιὰ νὰ κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νὰ κάνουνε τὴν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τὶς ἀπαλάμες του κι εἶπε τὴν δική του τὴν εὐχή, ποὺ τὴ λέγει ὁ παπᾶς στὴ λειτουργία:
«Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὔκ εἰμι ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου...».
Σὰν τελείωσε τὴν εὐχὴ κι ἑτοιμαζόντανε νὰ πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης :
«Ἐσύ, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, πές μας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστεν ἁμαρτωλοὶ καὶ κακορίζικοι, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε!».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τὶς ἀπαλάμες του καὶ ξαναεῖπε τὴν εὐχὴ ἀλλιώτικα:
«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἄξιός ἐστιν καὶ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».
Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.

Λεξιλόγιο

1. Βολοδέρνω - βασανίζομαι γυρνώντας ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ
2. Λεμπεσουριὰ - φτωχολογιά
3. Ρουπάκι - ἀγριοβελανιδιά
4. Ξελοχίζω - ζωηρεύω τὴ φωτιά
5. Πυτιὰ (ἡ) - μαγιὰ ἀπ᾿ τὴν ὁποία γίνεται τὸ τυρί
6. Μογιλάλος - βουβός

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Μετά τις γιορτές της Έλλης Αλεξίου

Από το Ανθολόγιο για την Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη Δημοτικού σχολείου


Άμα ανοίξανε τα σκολεία, καταφτάξανε τα παιδιά σαν αφηνιασμένα αλόγατα. Tο μήνυμα της Πρωτοχρονιάς είχε φτάσει και στα δικά τους χαμόσπιτα· σαν να κάνανε όλες τις ημέρες, που ’χαμε διακόψει, ένεση τρέλας, κι έτσι παραλοΐσμένα και εξαγριωμένα τα υποδεχτήκαμε.
          Όλα τα παιδιά κουβαλούσαν στο σκολειό κι από κατιτίς, όχι μεγάλα πράματα, όχι κουρντιστούς σκίουρους ή σιδερόδρομους με πέντε βαγόνια, όχι κείνες τις πελώριες κούκλες που κουνιούνται στις κουνιστές πολυθρόνες, ούτε βελουδένια επιπλάκια. Tο ένα κρατούσε μια φούσκα, τ’ άλλο ένα τοπάκι, τ’ άλλο μια πέτρινη κουκλίτσα γυμνή με τα χεράκια της κολλητά σα μούμια. Kαι λεφτά! O κόσμος γεμάτος. Όλες οι φουχτίτσες σφιγγόντανε ξέχειλες από πενταροδεκάρες. Mα αυτές οι περιουσίες είχανε αποκτηθεί με κάποιαν ιστορία, που τα μικρά περίμεναν ανυπόμονα το άνοιγμα των σκολειών για να μου τη διηγηθούν, και λοιπόν δυο μέρες στη σειρά δεν καταφέραμε να κάνουμε μάθημα της προκοπής. Θέλανε αυτές να μιλούνε, όχι εγώ.
          «…Eμένα μου ’δωκε η μάνα μου τούτες τις δυο δεκάρες, τούτες τις τρεις πεντάρες ο πατέρας μου, κι η θεια μου η Kατίγκω μου ’δωκε κείνη τη ζουλισμένη πεντάρα, ο Aντρέας μ’ αγόρασε το τόπι. Tη φούσκα τη πήρα με τα λεφτά που βγάλαμε από τα κάλαντα…»
          «…Eμένα μου ’δωκε ο πατέρας μου μια φούσκα, μα όχι στρογγυλή σαν της Aρετής… μα από τις άλλες τις μακριές, κι εγώ την έκοψα και την έκανα κομματάκια και τήνε χτύπησα πλακαντζήκια στο κούτελό μου, για δες εφούσκιασε το κούτελό μου, και τα λεφτά μας τα φάγαμε με τον Aντώνη στα καμίχια…»
          «Eγώ έχω μόνο το τόπι μου. Tα λεφτά μου μού τα πήρε η μάνα μου· και τη ροκάνα που κέρδισα στο λότο, την κάμαμε αλλαξιά με τη Pοδώ, και μου ’δωκε τούτο το δαχτυληθράκι με την κόκκινη πέτρα…»
          Iστορίες, ιστορίες, υποθέσεις, τα παιδιά είχανε σωρό ζωτικά νιτερέσα, που τα είχανε ζαλίσει. Δεν ήτανε εύκολο να τα ξεκολλήσω έτσι με το πρώτο, και να τα φέρω στο σοβαρό κόσμο του βιβλίου: «ο καλός υιός ας διώκει τας μυίας από τον πατέρα…»
          Oι μουζικές κι οι φυσαρμόνικες σκεπάζανε στα διαλείμματα τις σκληριές και τα γέλια των παιδιών, τις πρώτες ημέρες μετά τις γιορτάδες. Ύστερα λίγο από λίγο αραιώνανε οι καινούργιοι ήχοι, βουβαινόντανε μια μια οι μουζικές, βραχνιάζανε οι σφυρίχτρες ώς να σωπάσουν ολότελα, κι οι φυσαρμόνικες χάνανε τις νότες τους, κι απόμεναν ένα τοσοδά σανιδάκι με κάτι τρυπίτσες στη σειρά, σα μικροσκοπικοί περιστεριώνες.
          Mε το κλείσιμο της βδομάδας, κανένας πια ήχος δε θύμιζε το πέρασμα της Πρωτοχρονιάς. Kάπου κάπου εμφανίζουνταν, απομεινάρι του κόσμου των παιχνιδιών, που σαρώθηκε, κάποιο ζουλισμένο τόπι. Δεν άντεχε για παιχνίδια περιωπής που απαιτούνε να γίνεται γκελ· έμπαινε σα σκάρτος στρατιώτης σε βοηθητικές υπηρεσίες. Tο χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για να παίζουνε: «ανέβα μήλο, κατέβα ρόδο…» μα και σ’ αυτό τον υποβιβασμό δεν άντεχε πολύν καιρό. Eρχότανε η στιγμή που το τόπι γινότανε μια ζούλα, άχρηστο. Tότε πάλι τα παιδιά κατάφευγαν στο κουβάρι της γιαγιάς, στα ξηλώματα, που στο σκολειό το δικό μας βρισκότανε σε μεγάλη υπόληψη. Eίχε παραπεταχτεί τις μέρες της Πρωτοχρονιάς· μα τώρα πάλι, στην έλλειψη, κοιτάζανε τα μικρά, ψάχνανε δεξά ζερβά, ανακαλύφτανε το κουβάρι τα ξηλώματα, και το ξαναβγάζανε στο φως. Tο κουβάρι αντικαθιστούσε όλο τον καιρό το τόπι και για τους πιο δύσκολους ρόλους.

Σχολικά Χριστούγεννα!





Η γιορτή των Χριστουγέννων είναι μία γιορτή, που κυρίως λόγω της παραμυθικής διάστασης που έχει λάβει ο εορτασμός τους στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική, έχει λάβει πια παγκόσμιες διαστάσεις και γιορτάζεται από χώρες που δεν έχουν μεγάλες χριστιανικές κοινότητες, όπως η Κίνα και η Ιαπωνία.
Στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα διατηρούν ακόμη τον θρησκευτικό- μυστηριακό χαρακτήρα τους και έχουν εισχωρήσει σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής-και στο σχολείο. Τα σχολικά εγχειρίδια του δημοτικού σχολείου είτε στα αναγνωστικά είτε στα Ανθολόγια που προστέθηκαν αργότερα στο σχολικό πρόγραμμα είτε στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Γυμνασίου περιέχονται κάποια τέτοια κείμενα που αναφέρονται στην εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Στα σχολικά αυτά βιβλία ο τρόπος διδασκαλίας είναι πιο ελεύθερος και συγκεντρώνεται περισσότερο στο ίδιο το κείμενο χωρίς την πίεση των γραμματικών και συντακτικών ασκήσεων. Το ίδιο  συνέβαινε και στην ανάλυση του κειμένου, όπου παρά τα ελαττώματα της μεθόδου και πριν προκριθούν ως πιο σύγχρονες διδακτικές μέθοδοι η κατάτμησή του με χωρισμό ενοτήτων και τον εντοπισμό εκφραστικών μέσων, αφηγηματικών τρόπων και σχημάτων λόγων, είχε περισσότερες πιθανότητες να κεντρίσει το ενδιαφέρον του μαθητή και να ενεργοποιήσει τη φαντασία του.
Παρακάτω θα αναφερθούμε στα σχολικά εγχειρίδια που διδάχτηκαν σε δημοτικό και Γυμνάσιο από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ως τις αρχές της δεκαετίας του 2000.


Στο Ανθολόγιο της Α΄ και Β΄ Δημοτικού δεν υπάρχει κάποιο απόσπασμα που να αναφέρεται στις γιορτές των Χριστουγέννων. Σε όλα τα τεύχη του Ανθολογίου δεν υπάρχει κάποιου είδους διαχωρισμός των κειμένων και παρατίθενται τυχαία.
Στο Ανθολόγιο της Γ΄ και Δ΄ Δημοτικού υπάρχουν δύο πεζά και ένα ποίημα που αναφέρονται στην Πρωτοχρονιά και τα Φώτα και προφανώς κατάλληλα να διδαχτούν στους μικρούς μαθητές με την επιστροφή τους στο σχολείο μετά τις διακοπές των γιορτών. Πρώτα συναντούμε το παραμύθι της Αγγελικής Βαρελλά, «Τα περιστέρια και τα παιδιά». Ο Θεός απογοητευμένος από τις πολλές κακές πράξεις των ανθρώπων τη χρονιά που πέρασε στέλνει τα αγγελάκια στη γη να γράψουν σε χαρτάκια μηνύματα ειρήνης και αγάπης δεμένα στα πόδια περιστεριών. Μάταια όμως! Τα περιστέρια επιστρέφου απογοητευμένα και ο Θεός τα συμβουλεύει να πάνε στα παιδιά. Τα παιδιά κάθονται κοντά στο τζάκι και παίζουν με τα παιχνίδια που πήραν ως δώρα. Ένα περιστέρι στη βιασύνη του να φτάσει στα παιδιά τραυματίζεται. Ένα παιδί το περιθάλπει, βρίσκει το μήνυμα και το διαδίδει στους υπόλοιπους ανθρώπους. Ακολουθεί το πεζό του Πέτρου Γλέζου, «Θεοφάνια σε ένα νησάκι». Ο συγγραφέας μιλά για το περιπετειώδες του ταξίδι μέχρι να φτάσει σε ένα ειδυλλιακό νησάκι κοντά σε εκείνο που κατοικούσε για να βαφτίσει ένα παιδάκι. Αφού παραλίγο να πνιγούν, έφτασαν σώοι και ξεκουράστηκαν. Την επόμενη μέρα το πρωί παρακολούθησαν τη λειτουργία των Θεοφανίων και βάφτισαν με τον ξάδελφο του δύο δίδυμα αδέλφια και επιπλέον ένα ακόμη ο αφηγητής. Στο γλέντι συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι και την άλλη μέρα γύρισαν ευτυχισμένοι πίσω με την συντροφιά του. Επίσης μας πληροφορεί ότι η εκδρομή αυτή έλαβε χώρα λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Το ποίημα του Στέλιου Σπεράντζα, που έπεται, με τον τίτλο «Φώτα» κινείται στα γνωστά πλαίσια της παραδοσιακής παιδικής ποίησης.


Το Ανθολόγιο της Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού περιέχει το πεζό της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη, «Η φυγή στην Αίγυπτο».  Η συγγραφέας αναφέρεται στο γνωστό περιστατικό από τα Ευαγγέλια όπου ο Θεός ειδοποιεί με άγγελο τον Ιωσήφ να καταφύγει με την Μαρία και τον νεογέννητο Ιησού στην Αίγυπτο για να γλιτώσουν από τη μανία του βασιλιά Ηρώδη. Με πολύ ανθρώπινο τρόπο περιγράφονται οι ανησυχίες των φυγάδων για τοπώς θα είναι η άγνωστη χώρα που πηγαίνουν και τι θα κάνουν εκεί καθώς και οι περιπέτειές τους μέχρι να φτάσουν. Περιέχεται επίσης το πεζό της Έλλης Αλεξίου, "Μετά τις γιορτές" με τα παιδιά να γυρίζουν στο σχολείο μετά τις γιορτές επιδεικνύοντας τα παιχνίδια που πήραν ως δώρο.


Τα κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ τάξης Γυμνασίου εμπεριέχει πολλά πεζά και αποσπάσματα που αναφέρονται στην εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων. Το βιβλίο χωρίζεται πια σε θεματικές ενότητες και τα κείμενα δεν είναι διάσπαρτα όπως στα Ανθολόγια του Δημοτικού σχολείου αλλά συγκεντρωμένα. Η ενότητα «Από τη θρησκευτική πίστη» ξεκινά με τα «Κάλαντα Πρωτοχρονιάς» σε μια όχι και τόσο διαδεδομένη εκδοχή. Συνεχίζει με «Το βλογημένο μαντρί» του Φώτη Κόντογλου με την συγκινητική πρωτοχρονιάτικη ιστορία του απλοϊκού βοσκού και της οικογένειάς του που τους επισκέπτεται ο Άγιος Βασίλειος. «Ο ξένος των Χριστουγέννων» του Στέφανου Δαφνή αναφέρεται στην φιλοξενία που προσφέρει σε έναν άγνωστο μία μικρή κοινότητα ανθρώπων στα πλαίσια της φιλανθρωπίας.  Στην ενότητα «Από την εθνική μας παλιγγενεσία» το διήγημα της Πηνελόπης Δέλτα, «Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα» μας μεταφέρει στα Χριστούγεννα του πολιορκούμενου από τους Τούρκους Μεσολογγίου.


Στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β’  Γυμνασίου περιλαμβάνεται μόνο το απόσπασμα του Φώτη Κόντογλου, «Παραμονή Χριστουγέννων». Το βιβλίο είναι και πάλι χωρισμένο σε θεματικές ενό0τητες. Το απόσπασμα περιλαμβάνεται στην ενότητα «Προβλήματα της σύγχρονης ζωής», αν και υπάρχει η σχετική ενότητα «Από τη θρησκευτική ζωή». Το κείμενο αναφέρεται στις αναμνήσεις του αφηγητή από την ιδιαίτερη πατρίδα του στη Μικρά Ασία τις μέρες των Χριστουγέννων.


Το τεύχος Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ΄ Γυμνασίου έχει εντελώς διαφορετική διάρθρωση και δομή από τα δύο προηγούμενα. Τα κείμενα παρατίθενται με χρονολογική σειρά και υπάρχουν εισαγωγές λίγων σελίδων που δίνουν στους μαθητές στοιχειώδεις πληροφορίες για κάθε περίοδο της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Στην ενότητα «Η Νέα Αθηναϊκή Σχολή (1880-1922)» περιλαμβάνονται δύο διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με χριστουγεννιάτικη υπόθεση. Στης «Κοκκώνας το σπίτι» γύρω από ένα ημιτελές παλιό στοιχειωμένο σπίτι εκτυλίσσονται σκηνές της σκιαθίτικης ζωής την περίοδο των Χριστουγέννων. Το «Άνθος του γιαλού» αφορά και πάλι μία τοπική ιστορία για μία βασιλοπούλα που ποτέ δεν γύρισε το βασιλόπουλο να την παντρευτεί ως την μέρα των Χριστουγέννων γιατί είχε πιαστεί αιχμάλωτο. Και τα δάκρυα της έγιναν το άνθος του γιαλού που κανείς δεν μπορεί να δει. Στην ενότητα «Η νεότερη ελληνική λογοτεχνία- Από το 1922 έως το 1945» υπάρχει ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, «Στου Χατζηφράγκου». Περιγράφει τις περιπέτειες μίας συντροφιάς αγοριών που με τα χρήματα που συγκέντρωσαν από τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς αγόρασαν μία μπάλα για να καταλήξουν να μαλώνουν, ως συνήθως.


Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως στα Ανθολόγια του Δημοτικού σχολείου τα κείμενα παρατίθενται τυχαία χωρίς θεματικές ενότητες, προέρχονται από κλασικούς συγγραφείς και δεν ξεφεύγουν από τη συνήθη γιορτινή ατμόσφαιρα. Στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των τριών τάξεων του Γυμνασίου υπάρχει χωρισμός σε θεματικές ενότητες στα δύο πρώτα μέρη και χρονολογικός στο τρίτο. Κινούνται και πάλι στα πλαίσια της κλασικής λογοτεχνίας και των παραδοσιακών αξιών και της παιδικής αθωότητας παλιότερων εποχών. Κυριαρχούν τα πεζά σε σχέση με την ποίηση και η οπτική είναι ρομαντική και ελληνοκεντρική και δεν υπάρχει σαφής αριθμός τωνκειμένουν που εμπεριέχονται στα λογοτεχνικά εγχειρίδια τόσο του Δημοτικού σχολείου όσο και του Γυμνασίου.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Μία άδικη τμωρία

Απόσπασμα από το βιβλίο της Ήνιντ Μπλάιτον, "Τα πέντε λαγωνικά-Το μυστήριο της χαμένης γάτας", μετάφραση: Βίκυ Λάδη, εκδόσεις Gutenberg, Αθηνα 1986

 

Η Μπέττυ κατατρόμαξε. Δεν μπορούσε ούτε να σηκωθεί, ούτε να τρέξει.
Κοίταξε γύρω γύρω μήπως δει το Μπάστερ, αλλά δεν φαινόταν πουθενά. Κοίταξε τρομαγμένη τον κύριο Τάππικοπου την πλησίαζε κόκκινος και αγριεμένος.
-Εσύ, είσαι το μικρό κορίτσι που ήρθε χθες στο κήπο μου; ρώτησε.
Η Μπέττυ κούνησε το κεφάλι μου. Δεν μπορούσε να βγάλει μιλιά.
-Εσύ πήρες και τα φυτά μου; ξαναρώτησε ο κύριος Τάππικος ακόμα πιο άγρια.
Η Μπέττυ εξακολουθούσε να μη μπορεί να μιλήσει.Κούνησε πάλι το κεφάλι της και το πρόσωπό της έγινε κάτασπρο. Βέβαια, βέβαια, δεν ήταν τόσο κακό που πήρε αυτά τα φυτά! Τα είχε υτέψει προσεκτικά στο μικρό της κήπο και τα είχε ποτίσει καλά. Τώρα πια, ήταν δικά της. Αφού εξάλλου θα τα πετούσαν και θα τα έκαιγαν.
Ο κύριος Τάππικος σήκωσε τότε το χέρι του και έκανε το φβισμένο κοριτσάκι να σηκωθεί αμέσως.
-Να μου δείξεις αμέσως πού τα έβαλες, της είπε.
-Αφήστε με να φύγω, είπε η Μπέττυ βρίσκοντας επιτέλους τη μιλιά της. Θα το πω στη μαμά μου για σας!
-Και δεν της το λες , αν σου αρέσει, είπε ο κύριος Τάππικος. Και γω θα το πω στον κύριο Γκούνη, τον αστυνόμο. Θα πω ότι μου πήρες τα φυτά μου και θα βάλει και εσένα και το Λουκή στη φυλακή!
-Δεν βάζου τα μικρά κορίτσια στη φυλακή, είπε η Μπέττυ κλαίγοντας. Αλλά πάγωσε η καρδιά της με την ιδέα ότι ο Λουκής θα πήγαινε φυλακή.
-Πού είναι λοιπόν τα φυτά από τις φράουλες; ρώτησε ο κύριος Τάππικος.
Η Μπέττυ τον οδήγησε στον κήπο της. Μόλις ο κυριος Τάππικος είδε πόσο καλάήταν φυτεμένα και καλά ποτισμένα, έσκυψε και τα ξερίζωσε ένα-ένα. Ύσερα τα έκοψε σε μικρά κομμάτια και τα πέταξε στη φωτιά που έκαιγε κει κοντά.
Η Μπέττυ έκλαιγε πικρά. Καημένα μικρά μου φυτά!
-Είσαι κακό κορίτσι, είπε ο κύριος Τάππικος. Και θα σου πω κάτι! Αν τολμήσεις να ξανάρθεις στον κήπομου θα πάω κατευθείαν στον κύριο Γκούνη, τον αστυνόμο. Είναι πολύ καλός φίλος μου, και θα έρθει να μιλήσει με τον πατλερα σου, μέχρι να πεις κίμινο. Όσο για το Λουκή, θα πάει στη φυλακή, αυτό είναι σίγουρο.
Μ' αυτά τα λόγια ο κύριος Τάππικος απομακρύνθηκε προς τον τοίχο. Πριν όμως φτάσει εκεί, έφτασε ο Μπάστερ τρέχοντας. Είχε ακούσει τα κλάματα της Μπέττυ, μύρισε τον κύριο Τάππικο και έτρεξε γρήγορα εκεί. Ο Μπάστερ ήταν σίγουρα έξυπνος!

Βιβλία σε σειρά





Συχνά ως αναγνώστες, ειδικά όταν ήμασταν παιδιά, υπήρξαν πολλές φορές που θα θέλαμε να συνεχίζεται το βιβλίο που κρατούσαμε στα χέρια μας, όχι μόνο για ένα ακόμη τεύχος αλλά για πολλά ακόμη τεύχη και νέες συναρπαστικές περιπέτειες των ηρώων. Επειδή αυτό δεν συνέβαινε και πολύ συχνά συμπληρώναμε το κενό με την φαντασία μας και ίσως κάποιοι τα καταγράφαμε κιόλας σε τετράδια και ημερολόγια.
Η δημιουργία μιας σειράς βιβλίων με τους ίδιους ήρωες σε νέες περιπέτειες και κάποιες φορές νέους να ενσωματώνονται αρμονικά στην παρέα, είναι ένα είδος που ευδοκίμησε κυρίως στην παιδική λογοτεχνία της Δύσης και σήμερα πια αποτελεί κυρίαρχη τάση στην οποία εμμένουν οι συγγραφείς, ποντάρουν οι εκδότες και εθίζονται οι (μικροί και μεγάλοι) αναγνώστες. Με τους ήρωες να μας συντροφεύουν σε πολλά τεύχη συνέχειας, να μοιράζονται διάφορες φάσεις της ζωής τους και συχνά, να μεγαλώνουμε μαζί.
Η ιδέα μίας ιστορίας που προσφέρεται σε συνέχειες έχει τις ρίζες της στην πλατιά ανάπτυξη και διάδοση των εφημερίδων τον 18ο και κυρίως τον 19ο αιώνα όταν αυξήθηκε και το ποσοστό των εγγράμματων που μπορούσαν να διαβάσουν και αυτό ήταν κάτι που έδινε κύρος σε όποιον δήλωνε αναγνώστης εφημερίδας.  Εκτός αυτού ο τύπος ήταν το μόνο πιο έγκυρο μέσο ενημερώσεις για κάθε είδους εθνικές και παγκόσμιες εξελίξεις πέρα από τις προφορικές φήμες και διαδόσεις. Σιγά-σιγά τα περιεχόμενα των εφημερίδων εμπλουτίστηκαν και με θέματα ψυχαγωγικού χαρακτήρα ένα εκ των οποίων ήταν και οι δημοσιεύσεις μυθιστορημάτων σε συνέχεια. Πολλοί σπουδαίοι συγγραφείς ξεκίνησαν από εδώ τη συγγραφική τους καριέρα αλλά και βιοπορίζονταν, όπως ο Τσαρλς Ντίκενς, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε.


Στην παιδική λογοτεχνία η τάση έκδοσης μυθιστορημάτων σε συνέχειες εντοπίζεται ήδη τον 19ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική από όπου είχε αρχίσει έτσι και αλλιώς να αναπτύσσεται το παιδικό βιβλίο ως εντελώς ξεχωριστό είδος.
Μία από τις παλιότερες σειρές παιδικών βιβλίων σε συνέχεια είναι η «Άννα των αγρών» της Λούσυ Μοντ Μοντγκόμερι. Στη σειρά αυτή παρακολουθούμε τη ζωή της Άννας από τη στιγμή που υιοθετείται από ένα ζευγάρι ηλικιωμένα αδέλφια μέχρι τη δική της ενήλικη ζωή που γίνεται δασκάλα και παντρεύεται-όλα με φόντο το νησί του πρίγκιπα Εδουάρδου στον Καναδά. Τα βιβλία της σειράς εκδόθηκαν από το 1908  έως το 1912.
Μία από τις πρώτες σειρές βιβλίων φανυασίας για παιδιά είναι «Ο μάγος του Οζ» του Φρανκ Λ. Μπάουμ. Η ιστορία ξεκινάει με την μικρή Ντόροθυ και το σκυλάκι της, τον Τότο, να παρασύρονται από έναν ανεμοστρόβιλο μακριά από το αγαπημένο της Κάνσας όπου ζει με τους θείους της και να μεταφέρεται στην μαγική χώρα του Οζ.  Σκοπός της είναι να βρει τρόπο να γυρίσει πίσω και οι σύντροφοι που βρήκε στο ταξίδι να ικανοποιήσουν επίσης τις επιθυμίες τους. Στα επόμενα βιβλία της σειράς η Ντόροθυ καλείται να δώσει νέες μάχες και να ζήσει καινούργιες περιπέτειες, όπως στην Αυστραλία, με τον Σάγκυ Μαν, να μετακομίσει μόνμα με το θείο της στη χώρα του Οζ… Το πρώτο βιβλίο ης σειράς μεταφέρθηκε θαυμάσια στον κινηματογράφο με πρωταγωνίστρια το παιδί-θύμα Τζούντυ Γκάρλαντ. Η σειρά πρωτοεκδόθηκε μεταξύ των ετών 1900-1920.


Η σειρά βιβλίων «Το μικρό σπίτι στο λιβάδι» της Λόρα Ίνγκαλς-Γουάιλντερ  περιγράφει τη ζωή μιας αγροτικής οικογένειας που ζει σε μία φάρμα κοντά στο Πέπιν του Γουισκόνσιν των Η.Π.Α. . Εδώ οι εξελίξεις αφορούν ρεαλιστικά γεγονότα που ήταν δυνατόν να συμβούν σε μία αγροτική περιοχή των Η.Π.Α. τον 19ο αιώνα. Τα γεγονότα που περιγράφει δεν είναι άκρως αυτοβιογραφικά ενώ διαβάστηκαν κατά κόρον όταν τα βιβλία μεταφέρθηκαν στην τηλεόραση και η σειρά έκανε παγκόσμια επιτυχία. Εκδόθηκε ανάμεσα στα έτη 1932-1971.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η τάση έκδοσης παιδικών βιβλίων συνέχειας κερδίζει ακόμη μεγαλύτερο έδαφος. Πολύ δημοφιλείς καθίστανται οι ιστορίες με παιδιά σε ρόλο μικρών ντετέκτιβ σε μία προσπάθεια να ξεχαστούν, ίσως, ευκολότερα από τα παιδιά οι αποτρόπαιες συνέπειες του με διασκεδαστικές ιστορίες.


Μεταξύ του 1949 και του 1963 η Βρετανή συγγραφέας Ήνιντ Μπλάιτον εκδίδει τις παιδικές αστυνομικές σειρές βιβλίων «Οι μυστικοί επτά» και «Τα πέντε λαγωνικά». Οι δύο αυτές συντροφιές αγοριών και κοριτσιών αναλαμβάνουν να λύσουν πάσης φύσεως μυστήρια στην μεταπολεμική βρετανική επαρχία και να αγαπηθούν πολύ από τα παιδιά από τότε μέχρι σήμερα.
«Τα χρονικά της Νάρνια» του C. S. Lewis που εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 1950-1956 αποτελούν για κάποιους και πάλι μία προσπάθεια επούλωσης των πληγών του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου με οδηγό τη χριστιανική πίστη. Τέσσερα αδέλφια, δύο κορίτσια και δύο αγόρια,  μετακομίζουν στο φιλικό σπίτι ενός καθηγητή για να αποφύγουν τους βομβαρδισμούς στο Λονδίνο. Εκεί μπαίνοντας σε μια παλιά ντουλάπα η μικρότερη αδελφή ανακαλύπτει πως μπορεί να μεταφερθεί σε μία άγνωστη χώρα, την Νάρνια. Τα βιβλία έχουν μεταφερθεί τόσο στην μικρή οθόνη από το ΒΒC όσο και πιο πρόσφατα στον κινηματογράφο.
«Οι δανειστές» της Μαίρη Νόρτον αγαπήθηκαν επίσης από τα παιδιά της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα βιβλία αναπτύσσονται σε δύο επίπεδα, τον πραγματικό και τον φανταστικό κόσμο. Κάτω από τα ξύλινα σπίτια παλιών σπιτιών στην Βρετανία, ζουν οικογένειες μικροσκοπικών ανθρώπων που δανείζονται από τους κανονικούς ανθρώπους για να μπορέσουν να επιβιώσουν.  Ηρωίδα είναι η 14χρονη Αριέττυ Κλοκ (από την αντίστοιχη αγγλική λέξη για το ρολόι τοίχου clock-κάθε οικογένεια παίρνει το επώνυμό της από τον τόπο κατοικίας της. Η Αριέττυ με τους γονείς της ζει κάτω από το ρολόι.) που έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά στην ιστορία της φυλής της με ένα κανονικό ανθρώπινο αγόρι.


Η «Ραμόνα» της Μπέβερλυ Κλίαρυ μας αφηγείται τη ζωή της μικρής Ραμόνα με την οικογένειά της μέσα από τα μάτια της μεγαλύτερης αδελφής της και αφηγήτριας Μπίζους. Η Μπίζους προσπαθεί να σμφιλιωθεί με τα καμώματα της μικρής Ραμόνας που με την αθωότητα και αφέλεια της ηλικίας της της δυσκολεύει τη ζωή χωρίς να το θέλει και την κάνε να θυμώνει μαζί της. Η Ραμόνα μας συντρόφευσε από το 1955 έως το 1999.
Η «Πίπη Φακιδομύτη» της Άστριντ Λίντγκρεν αγαπήθηκε από τα παιδιά ανά τον κόσμο λόγω της ζωντάνιας και της «αναρχικής» της τάσης. Η συγγραφέας εμπνεύστηκε την ηρωίδα ένα βράδυ που η μικρή της κόρη ήταν άρρωστη. Η Πίπη είναι ένα ατρόμητο κορίτσι που δεν φοβάται να τα βάλει με όλους και όλα. Έχει υπερφυσικές ικανότητες και ζει μόνη της σε μια μεγάλη βίλα. Είναι σκληρή με τους εχθρούς της και ξεσκεπάζει τη σοβαροφάνεια των μεγάλων. Τα βιβλία της σειράς της Πίπη κυκλοφόρησαν από το 1979 έως το 2000.


Οι σειρές παιδικών βιβλίων που αγαπήθηκαν από τα παιδιά αναφέρονται σε μία ποικιλία θεματολογιών. Συνήθως περιγράφουν την καθημερινότητα τω παιδιών στο σπίτι, το σχολείο και με τους φίλους της. Αναφέρονται σε φανταστικούς κόσμους που δεν είναι πάντα εξωπραγματικοί αλλά συνυπάρχουν με τον ρεαλιστικό κόσμο. Επίσης αρκετά συχνά ανιχνεύουν τις κοινωνικές και ιδεολογικές εξελίξεις, κάτι που λείπει αρκετά από τις σύγχρονες αντίστοιχες σειρές.

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Αφοσιωμένοι στο καθήκον

Απόσπασμα από το βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα, "Για την πατρίδα"

 

Ένα στρατιωτικό σώμα είχε ζώσει το σπίτι. Μερικοί στρατιώτες κι ένας αξιωματικός μπήκαν στην κάμαρα όπου ήταν μαζεμένοι οι ταξιδιώτες, κι άλλοι απ’ έξω φύλαγαν την πόρτα.
Ο ξενοδόχος συνόδευε τον αξιωματικό με χίλιες υποκλίσεις και κομπλιμέντα.
Η Θέκλα έριξε μια ματιά του Αλέξιου. Δεν αναγνώριζε κείνη τις στολές, δεν είχε καταλάβει αν ήταν Έλληνες ή Βούλγαροι.
Το πρόσωπο όμως του Αλέξιου ήταν ατάραχο. Συλλογίστηκε η Θέκλα τα χαρτιά του, που ήταν κρυμμένα στα ρούχα του μέσα, και πάγωσε.
- Αν ήταν Βούλγαροι;
- Όλοι να σταθούν στη σειρά, πρόσταξε ο αξιωματικός.
Και ο ίδιος κάθισε σ’ ένα σκαμνί και φώναξε τον ξενοδόχο.
- Τους ξέρεις όλους αυτούς ποιοι είναι; ρώτησε.
- Ναι, αποκρίθηκε ο ξενοδόχος, όλους τους ξέρω. Είναι από τα γειτονικά χωριά. Μόνο αυτούς δεν ξέρω.
Και με το δάχτυλο έδειξε τον Αλέξιο και τη Θέκλα.
- Βγάλε όλους τους άλλους από δω μέσα λοιπόν, είπε ο αξιωματικός. Μα να μη φύγει κανένας, φώναξε βλέποντας τους άλλους να βγαίνουν βιαστικοί. Κλείσε τους σε άλλο δωμάτιο. Πρέπει έναν – ένα να τους εξετάσω.
Και πρόσταξε δυο στρατιώτες να τους συνοδέψουν και να τους φυλάξουν.
- Κι αυτόν δεν τον ξέρω, είπε ο ξενοδόχος καθώς σηκώθηκε ο καλόγερος να φύγει.
- Να μείνει κι αυτός, πρόσταξε ο αξιωματικός.
Ο καλόγερος σταμάτησε. Όλοι οι άλλοι είχαν βγει έξω, μόνο ο νέος που κάρφωνε το παραθυρόφυλλο στάθηκε στην πόρτα και περίμενε.
- Από πού είσαι; ρώτησε ο αξιωματικός τον καλόγερο.
- Από την Άγια Λαύρα* του Άθωνα.
[*Άγια Λαύρα: μονή που έχτισε στα 963 ο Αθανάσιος Αθωνίτης· πνευματικός και φίλος του Νικηφόρου Φωκά, με χρηματική χορηγία του Νικηφόρου, έπειτα από την κατάκτηση της Κρήτης.]
- Πώς βρέθηκες εδώ;
- Ήλθα να πάρω τον ανεψιό μου που θέλει να γίνει παπάς.
- Ποιος είναι ο ανεψιός σου;
Ο καλόγερος έδειξε το νέο που στέκουνταν στην πόρτα.
Ο αξιωματικός ρώτησε τον ξενοδόχο αν τον γνώριζε.
- Ναι, είπε αυτός. Είναι από άλλο χωριό μα έρχεται συχνά εδώ πέρα. Είναι μαραγκός, και σαν έλθει μας διορθώνει ό,τι σπασμένο έχομε.
Ο αξιωματικός γύρισε πάλι στον καλόγερο.
- Είπες πως έρχεσαι από τη Μονή της Άγιας Λαύρας;
- Ναι.
- Μπορείς να μου δώσεις καμιάν απόδειξη πως μου λες την αλήθεια;
Ο καλόγερος έβγαλε από το ράσο του ένα γράμμα και το έδωσε του αξιωματικού.
- Έχει την υπογραφή του ηγούμενου, είπε.
Ο αξιωματικός το πήρε κι εξέτασε την υπογραφή. Ήταν γνήσια. Ύστερα διάβασε το γράμμα όλο, και με σεβασμό το επέστρεψε στον καλόγερο.
- Λυπούμαι, είπε, που αναγκάστηκα να σε βαστάξω τόση ώρα. Μα οι διαταγές μου είναι ρητές. Είσαι ελεύθερος να πας όπου θέλεις.
Ο καλόγερος υποκλίθηκε με το χέρι απλωμένο στο στήθος του και άρχισε να συμμαζεύει σιγά-σιγά το μαχαίρι του, το ψωμί και τις ελιές και να τα ξαναβάζει στο μπογαλάκι του.
Με την άκρη του ματιού του έκανε νόημα του μαραγκού να φύγει, και ο νέος χάθηκε στη στιγμή.
Η Θέκλα το αντιλήφθηκε. Το ανήσυχο βλέμμα της δεν έφευγε από πάνω του. Παρατήρησε πως με πολύ αργές κινήσεις μάζευε τα φαγιά του ο καλόγερος και τα κοίταζε και τα μύριζε και τα εξέταζε σα να μην τα είχε δει ποτέ του.
Ο αξιωματικός ωστόσο είχε στραφεί στον Αλέξιο.
- Πώς σε λένε; ρώτησε.
- Γαβριήλ Νικολίτση, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Είμαι πραματευτής και πηγαίνω στο Βουτέλιο…
- Στο Βουτέλιο; διέκοψε τραχιά ο αξιωματικός. Τα χαρτιά σου!
- Μάλιστα, είπε ατάραχα ο Αλέξιος…
Μ’ αντί τα βουλγάρικα γράμματα που περίμενε η θέκλα, ο Αλέξιος έβγαλε το αυτοκρατορικό έγγραφο και το έδειξε του αξιωματικού με τρόπο ώστε να μη δει τίποτα ο ξενοδόχος.
Την ίδια στιγμή ο καλόγερος γύρισε κι έσκυψε κοντά στον αξιωματικό για να πιάσει το μαχαίρι του που του είχε πέσει.

Αυθόρμητα χώθηκε και η Θέκλα ανάμεσα στον αξιωματικό και στον καλόγερ, τάχα να του το μαζέψει.
Ο καλόγερος σήκωσε βιαστικά το κεφάλι. Μ’ αντί το έγγραφο είδε τον Γρηγόρη.
Τα μαύρα μάτια του έβγαλαν σπίθες.
- Θες τίποτα; ρώτησε απότομα.
- Ήθελα να μαζέψω το μαχαίρι που σου έπεσε, αποκρίθηκε η Θέκλα.
- Το μάζεψα, δεν είχα την ανάγκη σου, είπε οργισμένος ο καλόγερος.
Και ξαναγύρισε στο μπογαλάκι του.
Ο αξιωματικός καθώς έριξε μια ματιά στο ΄έγγραφο ξαφνίστηκε, κοίταξε τον Αλέξιο, δίπλωσε βιαστικά το χαρτί και του το επέστρεψε.
Τον χαιρέτησε βαθιά και του είπε χαμηλόφωνα με τρόπο που να τον ακούσει μόνον εκείνος.
- Θα έλθω να σε δω στην κάμαρά σου. Έχω να σου πω ιδιαιτέρως.
Ο Αλέξιος φύλαξε ήσυχα το έγγραφο και βγήκε από το δωμάτιο.
Η Θέκλα τον ακολούθησε πηγαίνοντας μερικά βήματα πίσω, όπως ταίριαζε σε παραγιό.
Περνώντας όμως έριξε μια ματιά του καλόγερου και παρατήρησε πάλι πως με την άκρη του ματιού του ακολουθούσε προσεκτικά την κάθε κίνηση του Αλέξιου.
Μόλις βρέθηκαν μόνοι στο δωμάτιό τους, η Θέκλα ρώτησε τον άντρα της ανήσυχα τι ήταν ο αξιωματικός αυτός.
- Δικός μας βέβαια. Είναι εκατόνταρχος*. Δεν είδες τη στολή του; αποκρίθηκε ο Αλέξιος.
[*Εκατόνταρχος: αξιωματικός που διοικούσε 100 στρατιώτες.]

- Τι ήλθε να κάμει εδώ;

- Ποιος ξέρει; Κάποια αιτία θάχουν για να γυρίζουν και να ψάχνουν έτσι στα διάφορα χωριά εξετάζοντας τους ξενώνες.

- Πώς δεν κατάστρεψες αμέσως τα χαρτιά σου σαν άκουσες πως έφθαναν στρατιώτες; Δεν ανησύχησες;

- Βέβαια ανησύχησα! Και θα τα έριχνα αμέσως στη φωτιά, αν ήταν Βούλγαροι. Γι’ αυτό έτρεξα στο παράθυρο. Μ’ από τις στολές τους είδα πως ήταν δικοί μας.

- Αλέξιε, είπε σιγά η Θέκλα, παρατήρησες τον παπά;

- Ποιον παπά; Εκείνον που έτρωγε πλάγι μας;

- Ναι… δε μ’ αρέσει ούτε ο τρόπος του ούτε το βλέμμα του. Όταν έβγαλες το έγγραφο έριξε χάμω, από το μέρος σου, το μαχαίρι του, για να βρει πρόφαση να σκύψει κοντά σου και να το δει.
- Και το είδε; ρώτησε ξαφνισμένος ο Αλέξιος.

-  Όχι. Έκανα πως θα του το μαζέψω και στάθηκα μπροστά του. Μ’ αν έβλεπες το βλέμμα του σα με κοίταξε! Τι κακία γέμιζε το μάτια του!...
Ο Αλέξιος τη φίλησε.

- Καλά έκανες και ήλθες μαζί μου, της είπε. Σεις οι γυναίκες βλέπετε και νιώθετε ένα σωρό πράματα που μας ξεφεύγουν εμάς. Τίποτα δεν είδα απ’ όσα μου λες.
Σε λίγη ώρα ήλθε ο εκατόνταρχος στο δωμάτιό τους.
Με προσοχή έκλεισε την πόρτα, και χαιρετώντας βαθιά τον Αλέξιο:
- Άρχοντά μου, το είπε, αλήθεια πηγαίνεις στο Βουτέλιο; Έχω χρέος να σου πω πως οι εχθροί είναι παντού, και ο μεγάλος δρόμος βρίσκεται στα χέρια τους. Και δυστυχώς εγώ δεν μπορώ να σε συνοδεύσω ως εκεί γιατί έχω άλλες διαταγές.
- Δεν πηγαίνω στο Βουτέλιο, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, ούτε έχω σκοπό ν’ ακολουθήσω το μεγάλο δρόμο. Θα πάρω τα βουνά με το σύντροφό μου, και νομίζω πως ευκολότερα θα περάσουμε απαρατήρητοι δυο, παρά ολόκληρο σώμα.
Ο αξιωματικός κουνούσε το κεφάλι του συλλογισμένος.
- Είναι επικίνδυνο να πάτε μόνοι, είπε. Δεν μπορώ να σας συνοδεύσω πολύ μακριά, μα θα έλθω ως το ρίζωμα του βουνού με τους στρατιώτες μου, κι ύστερα πια πηγαίνεις μόνος με τη βοήθεια της Παναγιάς.
Ο εκατόνταρχος χαιρέτησε να φύγει. Μα ο Αλέξιος τον σταμάτησε.
- Κάτι θέλω ακόμα να σε ρωτήσω, είπε. Με ποιο σκοπό  κάνατε εδώ την έρευνα;
- Γυρεύομε έναν κατάσκοπο Βούλγαρο, αποκρίθηκε ο αξιωματικός. Μα κρύβεται τόσο καλά που δεν μπορούμε να τον ανακαλύψομε. Έχομε αποδείξεις πως κάπου εδώ γυρίζει, και διάφορα σώματά μας τον ζητούν. Μας παίζει όμως όλους. Πάει και τούτη η έρευνα χαμένη. Εξέτασα όλους τους ξένους, γύρεψα σ’ όλο το σπίτι αν είναι κρυμμένος κανείς. Και βεβαιώθηκα πως δεν είναι εδώ.
Ο Αλέξιος δίστασε μια στιγμή. Ύστερα ρώτησε:
- Ποιος είναι εκείνος ο καλόγερος που εξέτασες;

- Είναι ένας πολύ άγιος μοναχός. Έχει γράμμα του ηγούμενου της Άγιας Λαύρας που τον συστήνει θερμότατα σε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς. Παρακαλεί να τον βοηθήσουν και να τον υποστηρίξουν σε ό,τι ζητήσει, όπου και αν πάγει. Τόσο πολύ τον συστήνει το γράμμα, που μου φαίνεται να είναι υπερβολικό λιγάκι από μέρος του ηγούμενου, γιατί επιτέλους αυτός δε ζητά και τίποτα. Ήλθε μόνο να πάρει τον ανεψιό του, λέγει.

- Πώς τον λεν; ρώτησε ο Αλέξιος.

- Παφνούτιο, αποκρίθηκε ο αξιωματικός. Στο γράμμα του ο ηγούμενος τον γράφει πάτερ-Παφνούτιο.

- Και είσαι βέβαιος πως η υπογραφή είναι γνήσια;

- Ναι! Την έχω ξαναδεί σ’ άλλα γράμματα. Το γράμμα τούτο έχει και τη βούλα του μοναστηριού… Μα γιατί ρωτάς; Τι υποψιάζεσαι;

- Τίποτα, είπε ο Αλέξιος. Ήθελα μόνο να ξέρω πως αλήθεια αναγνώρισες τη βούλα και την υπογραφή.
Ο εκατόνταρχος χαιρέτησε και βγήκε, αφού πρώτα ειδοποίησε τον Αλέξιο πως την άλλη μέρα τα χαράματα θα έφευγε με τους στρατιώτες του λίγο νωρίτερα από τον Αλέξιο και θα τον περίμενε στο γύρισμα του δρόμου μες στα δέντρα, για να μη δώσει καμιά υποψία στους άλλους ταξιδιώτες αν τον έβλεπαν μαζί του.